Στο πλήθος
«Η καταδίκη είναι σίγουρη, αλλά έχετε δύο επιλογές: μπορείτε να διαλέξετε τον άμεσο θάνατο είτε την διαπόμπευση από τον όχλο. Σε κάθε περίπτωση η επιλογή θα είναι αμετάκλητη και τελεσίδικη. Δεν μπορείτε να την αλλάξετε ούτε να εφεσιβάλετε την αρχική απόφαση του δικαστηρίου. Η απόφαση είναι δική σας!»
Οι κατηγορούμενοι άκουσαν με βαριά διάθεση την απόφαση των ενόρκων για το σοβαρότατο παράπτωμα που είχαν διαπράξει. Δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία πως θα καταδικάζονταν, ωστόσο, μία μικρή ελπίδα εξακολουθούσε να σιγοκαίει μέσα τους ότι τελικά για κάποιον ακατανόητο λόγο θα γινόταν αποδεκτή η απολογία τους και θα τους δινόταν μία δεύτερη ευκαιρία.
Σε αυτήν τη σειρά δικάζονταν συνολικά δεκαπέντε κατηγορούμενοι. Κάθονταν αραδιασμένοι σε ξύλινους πάγκους σε σχετικά κοντινή απόσταση μεταξύ τους, έτσι που, όταν άπλωναν τα πόδια τους για να ξεμουδιάσουν από την πολύωρη διάρκεια της διαδικασίας, οι μπροστινοί δυσαρεστούνταν από αυτούς που κάθονταν πίσω και όσοι κάθονταν στο πρώτο πρώτο έδρανο, τα έβαζαν με τον λευκό τοίχο που είχαν μπροστά τους.
Πιο ψηλά στον ίδιο αυτό τοίχο υπήρχε εγκατεστημένη μία μεγάλη ψηφιακή οθόνη μέσα από την οποία παρακολούθησαν την εξέλιξη της δίκης μέχρι τέλους.
Δεν υπήρχε άλλο κοινό ούτε θεατές. Όλα λάμβαναν χώρα κεκλεισμένων των θυρών, μία απαγόρευση που προέκυπτε από την ίδια τη φύση του αδικήματος που είχαν διαπράξει και αντιστοιχούσε στην ειδεχθέστατη κατηγορία των διαλυτικών αδικημάτων.
Η τιμωρία τους είχε αρχίσει ήδη από τη σύλληψη. Οι κατηγορούμενοι δεν αναφέρονταν ποτέ με το όνομά τους. Αντίθετα, ακολουθούνταν ειδική ονοματοδοσία και αναφέρονταν σ’ αυτούς με κωδικούς και διακριτικά χαρακτηριστικά της εμφάνισης τους. Έτσι, μπορεί να υπήρχε ο 25104, αλλά και ο κοντός, ο ψηλός, ο χοντρός, η οδοντογλυφίδα, ο στραβοκάνης, ο κακομούτσουνος κτλ.
Στην ομάδα αυτή των καταδικασθέντων θα δινόταν χρόνος, περίπου, μισής ώρας για να αποφασίσουν ποια μορφή ποινής θα επέλεγαν τελικά ως μέσο για το σωφρονισμό τους. Απαγορεύονταν ρητά οι συσκέψεις και ο καθένας έπρεπε να πάρει αυστηρά μόνος του την απόφαση για τον εαυτό του.
Για να διασφαλιστεί το απόρρητο και προσωπικό της απόφασης, οι κατάδικοι φόρεσαν μαύρες μάσκες, ώστε να μην επηρεαστούν ούτε από βλέμματα ούτε καν από την αίσθηση της παρουσίας του διπλανού τους, καθώς τους άλλαξαν πολλές φορές θέση με δεμένα τα μάτια. Το ίδιο ίσχυε και για τα χέρια. Έπρεπε να μείνουν αυστηρά προσκολλημένα στην γραμμή του σώματος και να μην κινηθούν ως το τέλος της διαδικασίας.
Η κατάδικος με το νούμερο 8 (ή αλλιώς ατσούμπαλη κοκαλιάρα) αισθανόταν την αίθουσα να την πνίγει και να γίνεται όλο και πιο στενή όσο περνούσε η ώρα. Ο αέρας, η ζέστη, το δυνατό φως που τους έλουζε εδώ και ώρες από την αρχή της δίκης είχε φωλιάσει στην κορυφή του κεφαλιού της σαν ένας φοίνικας που, αντί να αναγεννιέται, έκαιγε το μυαλό της σε βασανιστικούς, αργούς ρυθμούς, μία μικρή σπίθα, ένα αναμμένο κάρβουνο που θα διαπερνούσε κάθε στρώση του εγκεφαλικού φλοιού.
Ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να την βγάλουν καθαρή από κει. Το δίλημμα στο οποίο είχαν υποβληθεί ήταν μία ανούσια, σοφιστικής φύσεως δοκιμασία και η επιλογή, τελικά, όπως ήταν αναμενόμενο, θα δικαίωνε την εξουσία ενάντια στην οποία υποτίθεται πως είχαν παρανομήσει.
Δεν είχαν προφτάσει ποτέ να συζητήσουν στα κρυφά τι θα έκαναν, αν η ποινή ήταν μία τέτοιου είδους επιλογή, γεγονός που είχε συμβεί συχνά σε προηγούμενες δίκες και διάβαζαν για αυτό η μάθαιναν σχετικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συναισθανόμενοι μόνο θλίψη και συμπόνοια για τη μοίρα που περίμενε τους άτυχους εκείνους καταδικασθέντες.
Η νούμερο 8 αναρωτιόταν, αν είχε κάποιο νόημα να απασχολήσει υπερβολικά το μυαλό της τιμωρίας που θα έχει, έτσι κι αλλιώς, το ίδιο αποτέλεσμα: τον θάνατο ή τον θάνατο διαμέσου του διασυρμού.
Αφηρημένη, όταν ήρθε η ώρα να δώσει την οριστική της απάντηση-πάντα με τα μάτια δεμένα-απάντησε αόριστα:
«Στο πλήθος…»
Όσοι είχαν απομείνει μέσα στην αίθουσα έβγαλαν μία παρατεταμένη χαμηλόφωνη κραυγή ααααα.
Αφού καταγράφηκαν στα επίσημα πρακτικά οι επιλογές των καταδίκων, χωρίστηκαν σε νέους ομάδες ανάλογα με την επιλογή της ποινής τους. Η πλειοψηφία αυτών μεταφέρθηκε ξανά στις φυλακές μέχρι να εκτελεστεί που τους επιβλήθηκε και συνήθως, δεν έπαιρνα περισσότερο από μερικές εβδομάδες.
Η 8 ανήκε σε μία δεύτερη ομάδα στην οποία δεν υπήρχε κανείς άλλος εκτός από εκείνοι. Αν και ήδη είχε μετανιώσει, περίμενε πως τουλάχιστον θα υπήρχε και κάποιος εξίσου απερίσκεπτος που να παρασύρθηκε σε αυτή την άστοχη απόφαση.
Όμως, από ό,τι φαινόταν η βλακεία είναι μοναχικό άθλημα!
Ο δικός της κανονισμός έλεγε πως θα έπρεπε να την απελευθερώσουν σε ένα μέρος της πόλης με πολύ κόσμο, να κρατά μία επιγραφή με το αδίκημα που διέπραξε και την τιμωρία που αναμενόταν να λάβει και ύστερα αυτό θα περνούσε στα χέρια και τη συνείδηση του πλήθους.
Η πινακίδα ήταν φτιαγμένη από χαρτόνι-συνήθως, όχι καλής ποιότητας-γιατί έτσι κι αλλιώς ποιος ενδιαφερόταν για τους «τίτλους τιμής» που θα έφερε πάνω του ένας καταδικασμένος ο οποίος μετά από λίγο θα ήταν παρελθόν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Το βράδυ που απελευθέρωσαν την 8 για να συναντηθεί με την οργή του πλήθους έβρεχε. Ο καιρός έδειχνε πως σύντομα θ’ ακολουθούσε ραγδαία επιδείνωση. Η 8 έπρεπε να ήταν προετοιμασμένη να βρει οπωσδήποτε έναν τρόπο να προστατέψει πινακίδα από χαρτόνι. Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε και το μόνο που μπορούσε πια να κάνει ήταν να την αφήσει στη μοίρα της και να δει πώς θα γινόταν η ίδια όσο το δυνατόν λιγότερο μούσκεμα για να μπορέσει αύριο να πάει να ζητήσει μία καινούργια.
Το επόμενο πρωί, αφού πέρασε το βράδυ σε μία δομή αστέγων, όπως είχε το δικαίωμα να κάνει, πήγε ξανά από την Υπηρεσία ζητώντας να της δώσουν μία καινούργια πινακίδα. Ωστόσο, η υπάλληλος αρνήθηκε κατηγορηματικά.
«Δεν μπορούμε να σας δώσουμε! Το απαγορεύει ο νόμος. Επίσης, αναφέρει ξεκάθαρα ότι είναι δικό σας καθήκον, πλέον, να βρείτε έναν τρόπο να πείσετε το πλήθος να σας επιβάλει την ποινή στην οποία έχετε καταδικαστεί».
Μην ξέροντας τι άλλο να κάνει, το μεσημέρι στάθηκε ξανά στο μέσο της λεωφόρου φωνάζοντας μ’ όλη της τη δύναμη πως χθες καταδικάστηκε σε λιντσάρισμα από το πλήθος και έπρεπε να βρεθεί, τουλάχιστον, μια ομάδα πολιτών να της επιβάλει την ποινή για να μη βρει χειρότερο μπελά. Συνέχισε το ίδιο κάθε μέρα για μία εβδομάδα χωρίς αποτέλεσμα.
Απελπισμένη, την επόμενη εβδομάδα παρέμεινε σιωπηλή ανάμεσά τους περιμένοντας κάποιος να τη ρωτήσει γιατί στέκεται εκεί. Κανείς, όμως, δεν τη ρώτησε. Τη μεθεπόμενη ξάπλωνε κάτω στο οδόστρωμα ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν. Ίσως, κάποιοι να πρόσεξαν να μην την πατήσουν ή να μη σκοντάψουν, αλλά και πάλι κανείς δεν κοντοστάθηκε ν’ αναρωτηθεί έκανε εκεί μια νέα κοπέλα.
Τότε η 8 άρχισε να σκέφτεται μήπως άξιζε να προσπαθούσε να επανενταχθεί ξανά ανάμεσά τους προσπαθώντας να ζήσει, όπως όλοι οι άλλοι.
Την επόμενη μέρα πήγε σε γραφείο εύρεσης εργασίας και ζήτησε να ξεκινήσει από κάπου, έστω κι αν ο μισθός θα ήταν πενιχρός. Ο σύμβουλος βλέποντας την ταλαιπωρημένη της εμφάνιση, δεν ζήτησε πολλές λεπτομέρειες και της έδωσε να συμπληρώσει μία αίτηση. Ύστερα από μερικές μέρες βρήκε μία πρώτη δουλειά ο τραπεζοκόμος σε φοιτητική λέσχη. Μετά από ένα μήνα της έδωσαν ένα διαμέρισμα στις κοινωνικές κατοικίες, όπου άρχισε να γνωρίζεται με άλλους ανθρώπους που βρέθηκαν σε αντίστοιχες καταστάσεις. Και κάθε μέρα τα πράγματα έστρωναν όλο και περισσότερο…
Ήταν αναπόφευκτο. Η ποινή είχε εκτελεστεί. Γύρισε ξανά ανάμεσα στο πλήθος, όπως την διέταξαν. Τώρα έπρεπε να δει αν μπορούσε και να ξεχάσει.