You are currently viewing Μεταξούλα Μανικάρου: Διονύση Λεϊμονή: Τα κλασικά μας διηγήματα σε νεοελληνική απόδοση. Εικονογράφηση: Εύας Καραντινού. Εκδόσεις Αρτέον

Μεταξούλα Μανικάρου: Διονύση Λεϊμονή: Τα κλασικά μας διηγήματα σε νεοελληνική απόδοση. Εικονογράφηση: Εύας Καραντινού. Εκδόσεις Αρτέον

Γενικά στοιχεία

Τρείς κλασικοί νεοέλληνες συγγραφείς, ο Αργύρης Εφταλιώτης με το διήγημά του «Η Στραβοκώσταινα», ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με τα διηγήματά του, «Γουτού Γουπατού» και «Υπό τη βασιλική Δρυ» και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου με «Τα ψηλά βουνά», στεγάζονται κάτω από τον γενικό τίτλο της σειράς «Τα κλασικά μας διηγήματα» των εκδόσεων «Αρτέον». Συνδετικός κρίκος η επιτυχημένη απόδοσή τους στη νεοελληνική από τον Διονύση Λεϊμονή και η θαυμάσια εικονογράφηση της Εύας Καραντινού.

 

Το περιεχόμενο των βιβλίων

Το πρώτο εικονογραφημένο βιβλίο στη σειρά «Τα κλασικά μας διηγήματα» με τίτλο «Η Στραβοκώσταινα» του Αργύρη Εφταλιώτη, δημοσιευμένο το 1894, στη συλλογή διηγημάτων «Νησιώτικες Ιστορίες», δημιουργεί την εντύπωση πως κεντρικό πρόσωπο του διηγήματος θα είναι μια γυναίκα με πρόβλημα όρασης. Είναι η ιστορία της ηρωίδας Δέσποινας που παίρνει το παρωνύμιο αυτό λόγω της αναπάντεχης τύφλωσης του μελλοντικού συζύγου της. Παρά ταύτα, με την αγάπη και την υπομονή της, δημιουργεί οικογένεια, αποκτά περιουσία με αξιοθαύμαστο πείσμα και εργατικότητα, κερδίζει την εκτίμηση και τον σεβασμό των συγχωριανών της και προσφέρει φιλοξενία σε όποιον ξένο βρίσκεται στο χωριό.

Με τη δύναμη της ψυχής της και την κατίσχυση της αγάπης της, η Στραβοκώσταινα αμφισβητεί εδραιωμένες πεποιθήσεις, γκρεμίζει στερεότυπα, στηλιτεύει κοινωνικές προκαταλήψεις και απορρίπτει απόψεις που θέλουν τον τυφλό να είναι αμέτοχος της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.

Το δεύτερο εικονογραφημένο βιβλίο είναι το διήγημα «Γουτού Γουπατού» του Σκιαθίτη συγγραφέα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πρωτοδημοσιεύεται την Πρωτοχρονιά του 1899 στην εφημερίδα «Ακρόπολις» και ο τίτλος του οφείλεται στην ιδιόμορφη γλώσσα που μιλάει ο ήρωας του, ο Μανώλης, ο Ταπόης ή το Ταπόι.

Ο Μανώλης, ένα παιδί με νοητική υστέρηση, κινητική αναπηρία και γλωσσική δυσαρθρία, μέσα στην αφελή αθωότητά του, εισπράττει τον περίγελω και τη χλεύη μικρών και μεγάλων, αλλά διαθέτει έναν ισχυρό κώδικα ηθικής και καλή καρδιά. Η πλοκή εκτυλίσσεται μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, όταν ο Μανώλης συνοδεύει τα παιδιά στα κάλαντα, για να τα προστατεύσει από την επίθεση της συμμορίας και του αρχηγού και νταή της, του Μήτρου του Τσηλότατου, ενός άλλου πληγωμένου πλάσματος, που, ζώντας στο περιθώριο της κοινωνίας και του παραγκωνισμού, κάνει γιουρούσι στη γειτονιά και οδηγείται σε παραβατικές πράξεις.

Το βαθιά ανθρώπινο διήγημα είναι μια ιστορία του τότε που «συνομιλεί» με μια ιστορία του τώρα. Αναδεικνύει θέματα και περιστατικά καθημερινής βίας, το ζήτημα της αναπηρίας, του διαφορετικού Άλλου, της  αποδοχής της ετερότητας, της καλλιέργειας της ενσυναίσθησης, τον προβληματισμό σχετικά με τη συμπερίληψη και τον βαθμό ενσωμάτωσης των ατόμων του «περιθωρίου» στο κοινωνικό σύνολο μακριά από επιβεβλημένα στερεότυπα και προκαταλήψεις. Και κλείνει τρυφερά το μάτι σε κάθε άνθρωπο που νιώθει «διαφορετικός», φτιάχνοντας από τα άκρα μια νέα αρχή.

Το τρίτο εικονογραφημένο βιβλίο είναι το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τίτλο «Υπό τη βασιλική Δρυ» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παναθήναια» το 1901.

Στο αυτοβιογραφικό αυτό διήγημα ο αφηγητής Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αναθυμάται πως στα παιδικά του χρόνια τον είχε συνεπάρει και γοητεύσει με την ομορφιά της μια μεγαλοπρεπής και βασιλική δρυς/βελανιδιά. Χωρίς, λοιπόν, να προειδοποιήσει τους δικούς του και ξεφεύγοντας από την επιτήρησή τους, την ώρα της Λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου, αρχίζει να σκαρφαλώνει στο μονοπάτι που θα τον οδηγήσει σε αυτήν, για να τη θαυμάσει από κοντά. Αφού κυλιστεί στη χλόη, στις παπαρούνες και τα αγριολούλουδα, θα ξαπλώσει και θα αποκοιμηθεί στη σκιά της βελανιδιάς. Εκεί θα ονειρευτεί τη μεταμόρφωση της βελανιδιάς σε ένα έμψυχο πλάσμα, μια ωραία γυναικεία μορφή, τη νύμφη του Δέντρου που του μιλά, παρακαλώντας τον να μην την κόψει. Ο συγγραφέας, όταν, ενήλικος πια, θέλησε να επισκεφθεί τα προσκυνητάρια των παιδικών του αναμνήσεων, πηγαίνει να συναντήσει τη βελανιδιά του, αλλά δεν τη βρίσκει εκεί. Και η δραματική ένταση κορυφώνεται, όταν αυτός που την έκοψε αρρώστησε και  πέθανε, γιατί «Το Μεγάλο Δέντρο ήταν στοιχειωμένο».

Στο διήγημα αυτό οι μικροί αναγνώστες έρχονται σε επαφή με στοιχεία της μυθολογίας και της παράδοσης αναφορικά με το δέντρο, με την αρχέγονη γλώσσα του,  μέσω της οποίας επικοινωνεί με τον άνθρωπο, με τις θεραπευτικές ιδιότητες, με την αθανασία (το δέντρο της ζωής), με το θαύμα της ζωής που μπορεί να κρύβει μια βασιλική δρυς. Παράλληλα, μέσω της ενσυναίσθησης, ευαισθητοποιούνται ως προς την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, τη διαφύλαξη της πολιτιστικής  κληρονομιάς, καθώς και ως προς την επίγνωση των συνεπειών στην περίπτωση της αδιαφορίας τους ως προς αυτά τα στοιχεία.

Το τέταρτο και τελευταίο εικονογραφημένο βιβλίο της σειράς «Τα κλασικά μας διηγήματα» των εκδόσεων Αρτέον «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που κυκλοφόρησαν το 1918, είναι αφιερωμένα στην ιερή μνήμη του δημοδιδασκάλου και πατέρα του συγγραφέα, στον Λάμπρο Παπαντωνίου, και αποτέλεσαν το πρώτο σχολικό αναγνωστικό στη δημοτική γλώσσα.

Μια παρέα παιδιών, τελειώνοντας το δημοτικό, αποφασίζει να περάσει τις καλοκαιρινές διακοπές της στα «ψηλά βουνά» της Ευρυτανίας, με τη συνοδεία ενός ενήλικα. Το συγκεκριμένο βιβλίο μεταδίδει μηνύματα για την ανεκτίμητη αξία της γνώσης, τον σεβασμό και την οικολογική ευαισθησία και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, μεταφέρει τις συνήθειες της καθημερινότητας των ανθρώπων της επαρχίας, τον λαϊκό πολιτισμό. O Παπαντωνίου μέσα από το έργο του δίνει στον αναγνώστη τα ερεθίσματα που θα τον οδηγήσουν σε μια προσωπική αναζήτηση και αποτίμηση των πραγμάτων. Εξυμνεί το ομαδικό πνεύμα, την αλληλεγγύη, τον αλληλοσεβασμό και την αγάπη. Μυεί στην άσκηση της ζωής, στην εργατικότητα, την προσφορά, το συλλογικό πνεύμα και την ομαδική προσπάθεια για την οργάνωση και δημιουργία κοινότητας με ρόλους και αρμοδιότητες για τον καθένα. Και τα παιδιά, γυρνώντας στα σπίτια τους πίσω στην πόλη με έναν πλούτο εμπειριών, είναι διαφορετικά παιδιά, πιο ώριμα και πιο δυνατά. Ένα βιβλίο που με τη δύναμη, την ομορφιά και την πλαστικότητα της δημοτικής γλώσσας, κατέδειξε αξίες παιδαγωγικού χαρακτήρα που κάποτε ξεχνάμε ότι υπάρχουν.

 

Ο συγγραφέας Διονύσης Λεϊμονής

Ο Διονύσης Λεϊμονής, γεννημένος στη νερένια πολιτεία του Αιτωλικού της Αιτωλοακαρνανίας, ζει και εργάζεται ως φιλόλογος στον Βόλο. Τον γνώρισα προσωπικά όταν συγκέντρωνα υλικό για τη συγγραφή του βιβλίου μου «Αιτωλοακαρνάνες συγγραφείς Παιδικής Λογοτεχνίας». Από τότε τον παρακολουθώ συστηματικά, όσο αυτό είναι εφικτό, γιατί είναι πολυγραφότατος, με εχέγγυο την ποιότητα και διαβατήριο επιτυχίας τις ενδιαφέρουσες και συναρπαστικές ιστορίες, γιατί θεωρεί τη γραφή ως έναν στίβο άθλησης, με πολλαπλές βραβεύσεις και διακρίσεις, που δεν αποτελούν το τέλος μιας προσπάθειας προώθησης του καλού βιβλίου, αλλά την αρχή μια αέναης, λυτρωτικής διαδικασίας, απλωμένος σε ποικίλες δραστηριότητες (ραδιοφωνική εκπομπή, ενεργός συμμετοχή σε οργανισμούς, σεμινάρια δημιουργικής γραφής,  αρθρογραφία, ταξίδια ανά την Ελλάδα), ένας κινούμενος στόχος… Ο ίδιος συχνά αναφέρει ότι η γραφή είναι για αυτόν μια σωτήρια έκφραση, καταφυγή και λύτρωση.

 

Το εγχείρημα της απόδοσης των κλασικών διηγημάτων στη νεοελληνική

Ενδιαφέρον έχει να παρακολουθήσουμε την απόδοση των τεσσάρων κλασικών διηγημάτων εκ μέρους του φιλολόγου Διονύση Λεϊμονή.  Γιατί δεν αρκεί να είσαι φιλόλογος, αλλά πρέπει να είσαι και λογοτέχνης. Και ο Λεϊμονής έχει αποδείξει την ευδόκιμη πορεία του στα Γράμματα.

1) Η Αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη όπως στα πρωτότυπα διηγήματα.

2) Η γλώσσα είναι κατανοητή, προσιτή και απολαυστική. Κάποτε κρατά λέξεις του κειμένου αναφοράς. Για παράδειγμα, στη «Στραβοκώσταινα» κάποιες ιδιωματικές λέξεις χρησιμοποιούμενες στο διήγημα είναι το «χαγιάτι» (σκεπαστός εξώστης που αποτελεί προέκταση εσωτερικού χώρου), το «ρετσέλι» (παραδοσιακό γλυκό), το «μιντέρι» (χαμηλό και σταθερό ντιβάνι-καναπές).

Στο «Γουτού Γουπατού», σε αρκετά σημεία απαθανατίζει την ιδιόρρυθμη γλώσσα του ήρωά του «Ναι, ειμί ταπόι! Ισί εισί ταπόι (Ναι είμαι χταπόδι: Εσύ είσαι χταπόδι). Με αυτόν τον τρόπο, ο ευκαταφρόνητος Μανώλης αποκτά λόγο ως αυθύπαρκτο λογοτεχνικό πρόσωπο. Παράλληλα, διαφαίνεται μια διάθεση επικοινωνίας και κατανόησης του άλλου, του διαφορετικού, του υποτιμημένου. Σε άλλο σημείο «Του έκαναν το σκήμα» (Τον προσκυνούσαν),

Στο διήγημα «Υπό τη βασιλική Δρυ» διατηρούνται κάποιες λέξεις του  πρωτοτύπου, π.χ. «δεν είδε χαΐρι και προκοπή», «Ως εμεγαλύνθη»,  «κόμη» (το φύλλωμα του δέντρου), «Ανάστα ο Θεός».

Και στο διήγημα «Τα ψηλά βουνά» παραμένουν λέξεις της γλώσσας του λαού, π.χ. χράμι (στρωσίδι), κυπρί (κουδούνι που φορούν στα αιγοπρόβατα).

Λέξεις που επεξηγούνται στα παρατιθέμενα γλωσσάρια. Λέξεις που «κοιτάζουν» στο πρωτότυπο. Λέξεις που  θυμίζουν τη γοητεία της παπαδιαμαντικής γλώσσας, αλλά και της καθομιλουμένης/λαϊκής γλώσσας.

Επίσης, αξίζει να επισημανθεί το γεγονός ότι ο Λεϊμονής καταφέρνει να τιθασεύσει την αριστουργηματική αρχαιοπρεπή γλώσσα του Παπαδιαμάντη και να αποδώσει τις ποιητικές εκφράσεις και τα απαράμιλλα λόγια του, αρκετά ικανοποιητικά, με ποιητικό τρόπο. Για παράδειγμα, όταν περιγράφει το μεγαλόπρεπο δέντρο ή όταν αποδίδει έξοχα το όνειρο που είδε ο μικρός αφηγητής αποκαμωμένος στη σκιά του («Υπό τη βασιλική Δρυ»).

Γενικότερα, η γλώσσα του Διονύση Λεϊμονή είναι γλαφυρή, με υψηλό δείκτη ελληνοπρέπειας, γνήσια ελληνικότητα γραφής και με ισόρροπη διακειμενικότητα, ώστε να μην εξαλειφθεί πλήρως το γλωσσικό πνεύμα του αρχικού κειμένου. Τελικά, καταφέρνει  με εξαιρετικό τρόπο να συνταιριάξει δύο κώδικες μέσα στο ίδιο γλωσσικό σύστημα.

3) Ως προς το περιεχόμενο, ο Λεϊμονής ακολουθεί και σέβεται σε θαυμαστό βαθμό το πρωτότυπο κείμενο, χωρίς μεταμοντέρνες αποδόσεις. Μέσα από τη διαδικασία μιας αναδιήγησης, επιτυγχάνει να μεταδώσει ένα σύνολο εμπειριών οι οποίες εκφράζουν τις αξίες και τις παραδοχές μιας εποχής, ενώ, ταυτόχρονα, ενυπάρχει η δομή του πρωτότυπου.

Συγκεκριμένα στο διήγημα του Αργύρη Εφταλιώτη «Η Στραβοκώστιαινα», με τη δύναμη του λόγου του, καταφέρνει να αποδώσει πολιτισμικά δεδομένα που συναντώνται στην ελληνική επαρχία του 19ου αιώνα. Για παράδειγμα,  τον ρουχισμό των ανθρώπων του χωριού, τη διακόσμηση του σπιτιού, το εθιμοτυπικό της φιλοξενίας, τις ηλικιωμένες μοιρολάτρισσες, τα προικιά, τις αγρότισσες στα χωράφια, την πρέπουσα συμπεριφορά της γυναίκας πριν από τον γάμο της. Τα πολιτισμικά αυτά στοιχεία είναι ανοίκεια για τις μικρές ηλικίες λόγω των περιορισμένων εμπειριών τους. Παρά ταύτα, η διατήρησή τους έχει διπλή στόχευση, αφενός μεν σέβεται πλήρως το πνεύμα του κειμένου και αφετέρου ταξιδεύει τους ανήλικους αναγνώστες στον χώρο και χρόνο του πρωτότυπου κειμένου. Από την άλλη, ο Λεϊμονής επιλέγει  να παραλείψει από το  πρωτότυπο κείμενο την τάση των νέων προς φυγή στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πρόκειται για ένα ζήτημα που εγείρει ποικίλους προβληματισμούς και προεκτάσεις για την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της σύγχρονης Ελλάδας και ως εκ τούτου δεν αποτελεί ελκυστικό θέμα για τους μικρούς αναγνώστες.

Επίσης, μια παρέμβαση που δεν αλλάζει το περιεχόμενο του πρωτότυπου κειμένου είναι η μετατροπή σε εσωτερικό μονόλογο κάποιων τμημάτων όπου ο πρωτοπρόσωπος  αφηγητής ιστορεί τα γεγονότα. Για παράδειγμα, στο διήγημα «Υπό τη βασιλική Δρυ», όταν ο ήρωας συνεπαρμένος από τη γοητεία του επιβλητικού δέντρου επιθυμεί έντονα να το αγκαλιάσει. Με αυτόν τον τρόπο, η απόδοση των ενδόμυχων σκέψεων του ήρωα, δίνει έναν εξομολογητικό χαρακτήρα στα λεγόμενά του και συντελεί στην αρτιότερη παρουσίασή του.

Η διασκευαστική δύναμη του δόκιμου συγγραφέα Διονύση Λεϊμονή αναδεικνύεται περίτρανα στην απόδοση του περιεχομένου τού πιο πολυδιαβασμένου και αξεπέραστου κλασικού έργου του Ζαχαρία Παπαντωνίου, «Τα ψηλά βουνά». Με μεγάλη μαεστρία κατορθώνει να συμπεριλάβει τα 79 κεφάλαια του κειμένου-πηγή στις μισές περίπου σελίδες από τις 52 συνολικά του βιβλίου. Επιλέγοντας ποια στοιχεία θα διατηρήσει, ποια θα συμπτύξει και ποια θα παραλείψει, συρρικνώνει το αρχικό κείμενο χωρίς να το μεταβάλλει. Έτσι, το κείμενο του Παπαντωνίου διατηρεί τη δυναμική του, μένει δυνατό και ατόφιο και χάρη στον Λεϊμονή «Τα ψηλά βουνά» ζουν μια δεύτερη ζωή ως πάντερπνο ανάγνωσμα, αποτελώντας μια ψυχική απόλαυση και μια πνευματική ανάταση για όλους μας, μικρούς και μεγάλους.

Συμπερασματικά, τα 4 κλασικά βιβλία σε απόδοση του Διονύση Λεϊμονή, ως κείμενα «δευτέρου βαθμού», έχουν διακειμενική εμπλοκή με την πηγή και ως ένα «παλίμψηστο» έχουν τη δική τους αύρα, τη δική τους παρουσία και τη μοναδική τους ύπαρξη στον χρόνο και τον χώρο.

Και το κέρδος είναι πολλαπλό. Εκτός από την αισθητική και ψυχαγωγική απόλαυση, ως καλή λογοτεχνία προσφέρουν πρότυπα ζωής και συμπεριφοράς. Επιτελούν πολλαπλές λειτουργίες πολιτισμικού χαρακτήρα, με την έννοια ότι κάνουν προσιτά στους μικρούς αναγνώστες τα κείμενα της πολιτιστικής τους κληρονομιάς και παράδοσης και τα καλούν να τα εκτιμούν ως έργα τέχνης και μνημεία εθνικού πολιτισμού. Στο πλαίσιο του εκδημοκρατισμού της εκπαίδευσης, επιτελούν μορφωτικό έργο, εκλαϊκεύοντας και διαχέοντας τη γνώση, παρέχοντας γνωστικά κίνητρα ως διεγερτικά του στοχασμού. Ακόμη, είναι δυνατόν να αποτελέσουν ένα μέσο οικειοποίησης και ευκολότερης πρόσβασης στο πρωτότυπο και αφετηριακό κείμενο, ξυπνώντας, αργότερα, το ενδιαφέρον του παιδιού-αποδέκτη για αυτό.

 

Η εικονογράφηση των βιβλίων

Η Εύα Καραντινού έχει αναλάβει επάξια την εικονογράφηση των βιβλίων και μάλιστα έχει «απογειώσει» το κείμενο, γιατί μοναδικός φορέας των νοημάτων δεν είναι οι λέξεις, αλλά και οι εικόνες που συμπλέουν ή καλύτερα συμπλέκονται με τις λέξεις.

Στη «Στραβοκώσταινα» οι πολλές παραστατικές εικόνες αποτυπώνουν με χαρούμενα χρώματα το τοπίο της επαρχίας, τους ανθρώπους με τις παραδοσιακές φορεσιές τους, το εσωτερικό και τη διακόσμηση του σπιτιού, αποδίδοντας ρεαλιστικά το ύφος του διασκευασμένου κειμένου στη σύγχρονη εποχή. Έτσι, η εικονογράφηση  δίνει μορφή στις πληροφορίες του κειμένου και ξεκλειδώνει το «μυστήριο» των λέξεων.

Στο «Γουτού Γουπατού» η Καραντινού επιλέγει εικονογραφικά να προσδώσει στον Μανώλη τα αδρά χαρακτηριστικά ενός χαμογελαστού παιδιού, με ένα πλατύ χαμόγελο να στολίζει τα κόκκινα μαγουλάκια του, με μια θλιμμένη καλοσύνη στα αθώα και εκφραστικά μάτια του, ως εκδήλωση της άδολης και τραυματισμένης παιδικής του ψυχής. Η σωματική του ατέλεια, το δεξί χέρι μακρύτερο από το αριστερό,  αντιρροπείται από τη γλυκύτητα του προσώπου του, την ευχάριστη διάθεσή του και την απίστευτη ανθρωπιά. Έτσι, απομυθοποιείται η αρνητική εικόνα του ειδικού παιδιού, προδιατίθεται θετικά ο αναγνώστης για τα χαρακτηριστικά του κεντρικού ήρωα και προοικονομείται η εξέλιξη της ιστορίας.

Στη «βασιλική Δρυ» το μεγαλόπρεπο και εντυπωσιακό δέντρο αποδίδεται σε μια εξαιρετική εικονογράφηση. Η εικόνα του λιλιπούτειου αφηγητή, που αγκαλιάζει με τα μικρά του χέρια τον δυνατό κορμό του και με κλειστά τα μάτια παρασύρεται στην ονειροπόληση, αποδίδει με εξαιρετική επιτυχία τον εσωτερικό μονόλογο και τη λαχτάρα του στο κάλεσμα της απαράμιλλης ομορφιάς και του ασύγκριτου μεγέθους του δέντρου.

Στα «ψηλά βουνά» η εικονογράφος αποδίδει με αδρές γραμμές, ρεαλιστικές λεπτομέρειες και υπέροχα χρώματα στο φόντο του κειμένου τον μικρόκοσμο της επαρχίας, παράλληλα με την απεικονιστική αναπαράσταση της ανεμελιάς και αθωότητας της παιδικής ηλικίας.

Τέλος, τα εξώφυλλα των τεσσάρων κλασικών διηγημάτων, συνδυάζοντας γραπτό κείμενο, εικόνα και στοιχεία σχεδιασμού, φιλοξενούν τους βασικούς ήρωες της ιστορίας σε δραστηριότητες αποκαλυπτικές για την πλοκή και το θέμα του βιβλίου. Αποτελούν το κατώφλι του βιβλίου, προϊδεάζουν τον επικείμενο αναγνώστη, δημιουργώντας του τις κατάλληλες «αναγνωστικές προσδοκίες», λειτουργούν  κομβικά ως προς τη νοηματοδότηση του περιεχομένου και τον προσκαλούν να το «εξερευνήσει».

 

Η εκδοτική Αρτέον

Αφήσαμε τελευταία τη φροντισμένη και εντυπωσιακή τυπογραφική εμφάνιση της Αρτέον Εκδοτικής. Κάποιες κομβικές φράσεις ξεχωρίζουν στο κείμενο με έγχρωμη μεγαλογράμματη γραφή, ώστε να εντείνουν και να προωθούν το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Το σκληρόδετο εξώφυλλο, το παρατιθέμενο κατατοπιστικό γλωσσάρι, τα λίγα λόγια για τους κλασικούς συγγραφείς, Αργύρη Εφταλιώτη, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Ζαχαρία Παπαντωνίου, καθώς και για τους δημιουργούς, τον συγγραφέα Διονύση Λεϊμονή και την εικονογράφο Εύα Καραντινού, πιστοποιούν μια προσεγμένη έκδοση. Τελικά, οι εκδόσεις Αρτέον σέβονται τον πολιτισμό και επιχειρούν, μέσω της σειράς «Τα κλασικά μας διηγήματα», να τον μεταλαμπαδεύσουν στη νέα γενιά.

 

Καταληκτικές σκέψεις 

Μη διστάσετε να χαρίσετε στα παιδιά σας αυτά τα όμορφα και ξεχωριστά βιβλία. Μη διστάσετε και εσείς οι μεγαλύτεροι να διαβάσετε με την ίδια λαχτάρα και ευχαρίστηση τα κλασικά μας διηγήματα.

Κλείνοντας, τι άλλο πάρα να συγχαρώ από καρδιάς τον Διονύση Λεϊμονή, που αποδεικνύει, καθημερινά, πως δεν είναι απλώς πολυπρόσωπος, αλλά πάνω απ’ όλα ποιοτικός και ουσιαστικός. Που η συγγραφή, όπως ο ίδιος αναφέρει, είναι ένα όνειρο που πάντα τον γοήτευε. Διονύση να συνεχίσεις να ζεις στο όνειρό σου και να μας χαρίζεις ονειρεμένα λογοτεχνικά ταξίδια, ανοίγοντας πανιά με ούριο άνεμο…

 

——————————————————————————————

Η Μεταξούλα Μανικάρου είναι φιλόλογος, συγγραφέας, Διδάκτωρ «Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» και Μεταδιδάκτωρ «Παιδικής Λογοτεχνίας». Διδάσκει στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου  Ιωαννίνων. https://independent.academia.edu/MetaxoulaManikarou

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.