Απ’ όλα τα εργαλεία του ανθρώπου, το πιο εκπληκτικό είναι, χωρίς αμφιβολία, το βιβλίο. Τα άλλα είναι προεκτάσεις του σώματός του: Το μικροσκόπιο και το τηλεσκόπιο είναι προεκτάσεις της όρασής του. Το τηλέφωνο, προέκταση της φωνής του. Έχουμε επίσης το μαχαίρι και το ξίφος, που είναι προεκτάσεις του χεριού του. Το βιβλίο, όμως, είναι κάτι άλλο: Το βιβλίο είναι προέκταση της μνήμης και της φαντασίας του.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
- Ο συγγραφέας
Ο Ρέι Μπράντμπερι (Ray Douglas Bradbury, 22 Αυγούστου 1920 – 5 Ιουνίου 2012) ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Άφησε ένα εντυπωσιακό έργο που περιλαμβάνει διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, δοκίμια, θεατρικά έργα και σενάρια. Γνώρισε ευρύτερη αναγνώριση για τα έργα τρόμου, μυστηρίου και επιστημονικής φαντασίας. Σύμφωνα με την επιθυμία του, ο Μπράντμπερι ετάφη στο νεκροταφείο του Λος Άντζελες και στον τάφο του γράφτηκε «Ρέι Μπράντμπερι, ο συγγραφέας του Φαρενάιτ 451».
- Το βιβλίο
2.1. Γενικά στοιχεία
Το βιβλίο Φαρενάιτ 451 (Fahrenheit 451) εκδόθηκε το 1953 και από τότε, ως το πιο πολυδιαβασμένο και διάσημο μυθιστόρημα και διεθνώς καταξιωμένο, έχει κυκλοφορήσει σε εκατομμύρια αντίτυπα. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τους εκδοτικούς οίκους «Παρά Πέντε» (μετάφραση Μαρία Χρυσοχού, 2002), «Γρηγόρη» (μετάφραση Τζένη Βαγιάνου, 1968), «Άγρα» (μετάφραση Βασίλης Δουβίτσας, 2012). Στην τελευταία έκδοση παρατίθενται μια νέα εισαγωγή του ίδιου του συγγραφέα για την επετειακή έκδοση του 2003, με αφορμή τα πενήντα χρόνια της κυκλοφορίας του, καθώς και τρία επιλογικά κείμενά του. Επίσης, εμφανίζεται με το αυθεντικό εξώφυλλο της πρώτης κυκλοφορίας του βιβλίου. Το μυθιστόρημα διασκευάστηκε σε graphic novel από τον εικονογράφο Τιμ Χάμιλτον, «Μεταίχμιο» (μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς, 2010 και 2024).
Μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Φρανσουά Τριφό (François Truffaut), το 1966, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας το διασκεύασε σε θεατρικό έργο το 1979.
Το 2018, μια ταινία βασισμένη στο έργο του Ray Bradbury κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παράλληλα, το βιβλίο ενέπνευσε τους εικαστικούς, οι οποίοι φιλοτέχνησαν καταπληκτικά εξώφυλλα.
2.2. Η ιστορία της συγγραφής και της έκδοσής του
Ο ίδιος ο συγγραφέας περιγράφει τη συναρπαστική περιπέτεια της δημιουργίας του μυθιστορήματός του. Στο υπόγειο μιας βιβλιοθήκης στο Λος Άντζελες ανακάλυψε ότι υπήρχε μια αίθουσα με γραφομηχανές που νοικιάζονταν με δέκα περίπου σεντς τη μισή ώρα. Ανεβοκατεβαίνοντας σκαλιά, μπαινοβγαίνοντας στους διαδρόμους της βιβλιοθήκης, βγάζοντας βιβλία από τα ράφια, για να εντάξει τα κατάλληλα παραθέματα στο βιβλίο του, με πυρετώδη ενθουσιασμό έριχνε κέρματα στην ενοικιαζόμενη μηχανή, με συνέπεια, όπως ο ίδιος αναφέρει, «η γραφομηχανή κι εγώ ήμασταν σιαμαία αδέλφια, ενωμένα στα ακροδάχτυλά μας» (σ. 265).
Στην αναζήτηση, όμως, εκδότη περιοδικού πρόθυμου να δημοσιεύσει αποσπάσματα του βιβλίου, ο συγγραφέας του βρέθηκε σε αδιέξοδο, γεγονός αναμενόμενο στην Αμερική του γερουσιαστή Μακάρθι, όπου τα βιβλία που μιλούσαν για τη λογοκρισία ήταν επιλήψιμα. Τελικά, ένας νέος εκδότης, ο Χιου Χέφνερ (Hugh Hefner), το τόλμησε στο νέο περιοδικό του με τίτλο «Πλεϊμπόι» («Playboy»).
- Λίγα λόγια για το περιεχόμενο του βιβλίου
Ο τίτλος του βιβλίου φέρει μια ορισμένη αύρα μυστηρίου που αναλαμβάνει να διαλευκάνει ο συγγραφέας του αναφέροντας ότι πρόκειται για τη θερμοκρασία της κλίμακας Φαρενάιτ, που αντιστοιχεί στους 233 περίπου βαθμούς Κελσίου, και σηματοδοτεί τη θερμοκρασία κατά την οποία το χαρτί των βιβλίων πιάνει φωτιά (αυτοαναφλέγεται) και καίγεται (σ. 9). Ακολουθεί ένα εντυπωσιακό μότο του Ισπανού νομπελίστα Χουάν Ραμόν Χιμένεθ (Juan Ramón Jimenez) «Αν σου δώσουν ένα χαρτί με γραμμές, γράψε από την άλλη μεριά» (σ. 11), ως ένα μήνυμα αντίστασης στην καταπίεση και παραβίαση της ελευθερίας μας.
Το Φαρενάιτ 451 αναφέρεται σε μια μελλοντική δυστοπική εποχή όπου η ανάγνωση των βιβλίων είναι απαγορευμένη, άρα τα βιβλία πρέπει να ριχτούν στην πυρά. Προς τον σκοπό αυτό έχει συσταθεί ένα ειδικό Σώμα Πυρονομίας της Αμερικής που έχει λάβει και εκτελεί τις παρακάτω εντολές: «α) Απαντάμε αστραπιαία στον συναγερμό. β) Βάζουμε αμέσως φωτιά. γ) Καίμε τα πάντα. δ) Επιστρέφουμε αμέσως στο τμήμα και δίνουμε αναφορά. ε) Παραμένουμε σε κατάσταση συναγερμού για άλλα περιστατικά» (σ. 61-62).
Βασικός ήρωας του βιβλίου είναι ο Γκάυ Μόνταγκ, ο οποίος έχει μεταλλάξει τον ρόλο του από πυροσβέστη, δηλαδή άτομο προορισμένο να σβήνει τις φωτιές, σε πυρονόμο, δηλαδή άτομο που απολαμβάνει το κάψιμο των βιβλίων. Χαρακτηριστική είναι η φράση με την οποία ξεκινά το βιβλίο «Ήταν απόλαυση να καις» (σ. 21). Συνεπώς, το κύριο καθήκον του, σύμφωνα με την τρέχουσα κρατική δομή, είναι να ανταποκρίνεται σε επείγουσες κλήσεις, όταν οι πολίτες διαπράττουν το ειδεχθές έγκλημα της κατοχής των βιβλίων, και, με ένα φλογοβόλο, ειδικό αναφλεκτήρα χαρτιού, να τα καίει.
Η σύζυγος του πρωταγωνιστή, η Μίλντρεντ, απαθής, αδιάφορη, αναίσθητη για τα πάντα, περνάει τον χρόνο της καθισμένη σε έναν καναπέ μέσα σε ένα δωμάτιο περιτριγυρισμένο από οθόνες τοίχου, «επιπλωμένο με γυάλινους τοίχους», φορά «κοχύλια» στα αυτιά της, συνομιλεί με τον εικονικό της κόσμο, μοιράζεται τη ζωή της με «εξωτικούς ανθρώπους», την «οικογένειά» της. Άλλοτε πάλι είτε κατεβάζει μεγάλες ποσότητες υπνωτικών χαπιών είτε παίρνει τον «σκαραβαίο» της και οδηγεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Επικεφαλής των πυρονόμων είναι ο Μπήτυ και, μέσα από τις συνομιλίες του με τον Μόνταγκ, ο συγγραφέας εκθέτει τις φιλοσοφικές του ιδέες για τον μεσαιωνικό αυτό μελλοντικό κόσμο. Ο νομιμόφρων Μπήτυ, στην καίρια συζήτησή του με τον Μόνταγκ, αποσαφηνίζει ότι η απονομιμοποίηση των βιβλίων δεν προήλθε από άνωθεν παρέμβαση μιας στυγνής εξουσίας, σχετικό προεδρικό διάταγμα, διακήρυξη ή λογοκρισία. Και εδώ είναι το καίριο σημείο που διαφοροποιεί το έργο του Μπράντεμπερι με το 1984 του Τζορτζ Όργουελ για τον δυστοπικό κόσμο καταστροφέα των βιβλίων. Ως αιτίες της πνευματικής αποσάθρωσης του πολιτισμού αναφέρονται η επικράτηση της μαζικής κουλτούρας και του life style, η κυριαρχία του political correctness, δηλαδή της πολιτικής ορθότητας, η τεχνική εξέλιξη με την εμφάνιση της φωτογραφίας, του ραδιοφώνου, του κινηματογράφου, της τηλεόρασης, η ψυχοπνευματική χειραγώγηση των μαζών και ο φανατισμός των μειονοτήτων, που λογόκρινε ό,τι δεν συμφωνούσε με τις πεποιθήσεις τους.
Αποκαλυπτικά είναι τα λόγια του Μπήτυ στον Μόνταγκ: «Βάλε στο νου σου την εικόνα. Ο άνθρωπος του 19ου αιώνα με τα άλογα, τα σκυλιά, τα κάρα του, σε αργή κίνηση. Και μετά, στον 20ό αιώνα, επιταχύνεις την κάμερά σου. Τα βιβλία συμπτύσσονται. Ανάλεκτα. Επιτομές. Τσέπης. Όλα συμπυκνώνονται σε μια ατάκα, σε ένα αναπάντεχο φινάλε […] Για πάμε να επιταχύνουμε την εικόνα, Μόνταγκ, γρήγορα. Πατάς, τραβάς, κοιτάζεις, εστιάζεις, τώρα κλικ, εδώ, εκεί, αστραπιαία, αλλάζεις, πάνω, κάτω, μέσα έξω, γιατί, πώς, ποιος, τι, ποιος, τι, πού, ε, ω! μπαμ! χρατς! […] Βάλε το κεφάλι ενός ανθρώπου να γυρνάει τόσο γρήγορα μέσα σε αυτή τη δίνη που τροφοδοτείται ανεξάντλητα από τα χέρια των εκδοτών, των χειραγωγών, των τηλεπαρουσιαστών, και θα δεις τότε πώς η φυγόκεντρος αποδιώχνει όλες τις αχρείαστες και χρονοβόρες σκέψεις […] Περισσότερα σπορ για όλους, ομαδικό πνεύμα, διασκέδαση, κι έτσι δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι, ε; […] Περισσότερη εικονογράφηση στα βιβλία. […] Όσο αυξάνει ο πληθυσμός, τόσο πληθαίνουν και οι μειονότητες. […] Όλες οι μειονότητες, ακόμα και οι πιο ολιγάριθμες, θέλουν να διατηρήσουν άθικτο τον ομφάλιο λώρο τους. Όλοι εσείς οι συγγραφείς, με τις μοχθηρές ιδέες σας, κλείστε τις γραφομηχανές σας. […] Κατάλαβες τώρα, Μόνταγκ; Δεν επιβλήθηκε άνωθεν, από την κυβέρνηση στους αποκάτω. Όλο αυτό δεν ξεκίνησε ούτε από προεδρικό διάταγμα, ούτε από κάποια διακήρυξη, ούτε από λογοκρισία. Όχι! Η τεχνολογία, οι χειραγωγούμενες μάζες και η πίεση των μειονοτήτων ήταν που έγειραν την πλάστιγγα, δόξα τω Θεώ» (σ. 88-92).
Με άλλα λόγια οι ίδιοι οι άνθρωποι έβαλαν στο περιθώριο τα βιβλία, γιατί η ανάγνωσή τους καλλιεργεί τον προβληματισμό, την αναζήτηση, την αμφισβήτηση, τη φαντασία, δημιουργεί «τριβές», αντιστάσεις και ανατροπές στην καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων, στη διαδικασία της υπακοής των πολιτών, καθώς όλοι πρέπει να είναι «ατάραχοι και ίσοι» και το σύστημα να παραμένει άθικτο. Το ίδιο, λοιπόν, το κοινό σταμάτησε να διαβάζει με δική του βούληση και πέρασε σε ψυχαγωγίες χαμηλού δείκτη πνευματικότητας.
Και αυτόν τον πραγματικό λόγο, που τα βιβλία μπήκαν στην αφάνεια, τον παρουσιάζει πολύ εύγλωττα ο πυραγός Μπήτυ, ο οποίος αποκωδικοποιεί το σύμπαν του βιβλίου, αναφέροντας σε άλλο σημείο τα εξής:
«Ένα βιβλίο στο διπλανό σπίτι είναι ένα γεμάτο και οπλισμένο περίστροφο. Το καις. Το αφοπλίζεις. Κάνεις μια τομή στο μυαλό του ανθρώπου αυτού. […] Οι άνθρωποι θέλουν να είναι ευτυχισμένοι-κάνω λάθος; Αυτό δεν ακούς σε όλη σου τη ζωή; Θέλω να είμαι ευτυχισμένος, λένε οι άνθρωποι. Γιατί δεν είναι; Δεν τους παρέχουμε συγκινήσεις, δεν τους προσφέρουμε διασκέδαση; Γι’ αυτό δεν ζούμε όλοι, ή μήπως όχι; Για την ευχαρίστηση, για την έξαψη; Και οφείλεις να παραδεχτείς ότι η κουλτούρα μας τα παρέχει όλα σε ικανοποιητικές δόσεις […] Φόρτωσέ τους με ανώδυνα γεγονότα, τάισέ τους με ένα κάρο ‘‘γεγονότα’’, που στο τέλος θα νιώσουν χορτασμένοι, αλλά και ‘‘φωστήρες’’ με τόση πληροφορία. Θα νιώσουν ότι σκέφτονται, θα πάρουν μια αίσθηση της κίνησης χωρίς να έχουν κουνηθεί ούτε ρούπι. Και θα είναι ευτυχισμένοι, γιατί τέτοιου είδους δεδομένα δεν αλλάζουν. Δεν πρέπει να τους αφήσεις να ασχολούνται με περίεργα πράγματα , όπως η φιλοσοφία ή η κοινωνιολογία. Ο δρόμος αυτός οδηγεί στη μελαγχολία» (σ. 93-97).
Ο προϊστάμενος Μπήτυ, μη θέλοντας να γίνει το «θύμα ενός πολυδιαβασμένου ανθρώπου», με σαρδόνιο τρόπο κατατρομάζει τον Μόνταγκ, χρησιμοποιώντας τα ίδια τα βιβλία στα οποία είχε «γαντζωθεί», για να αποδείξει πόσο προδότες μπορούν να αποδειχθούν, καταλήγοντας στο εξής: «Εκεί που νομίζεις ότι σε υποστηρίζουν, αυτά γυρνάνε και στρέφονται εναντίον σου» (σ. 163-164).
Ο Μόνταγκ, μη μπορώντας να μιλήσει στη γυναίκα του, γιατί η γυναίκα του «ακούει τους τοίχους που ουρλιάζουν», γνωρίζεται με την Κλαρίς, μια νεαρή κοπέλα που σκέφτεται, αξιολογεί και αμφισβητεί τον κόσμο γύρω της. Η δυναμική κριτική της και το καταλυτικό ερώτημά της στον Μόνταγκ «Είστε ευτυχισμένος» (σ. 32), με το οποίο του «αφαίρεσε τη μάσκα τής ευτυχίας που φορούσε», επιδρά κομβικά στον πρωταγωνιστή, οδηγώντας τον σε έναν αγώνα εσωτερικής αναζήτησης και προβληματισμού.
Ένα δεύτερο δυνατό και καθοριστικό στοιχείο είναι η αυτοπυρπόληση μια γυναίκας μέσα στο σπίτι της μαζί με τα βιβλία της, με συνέπεια ο Μόνταγκ να συνειδητοποιεί ότι: «Πρέπει να έχουν κάτι τα βιβλία, κάτι που εμείς δεν μπορούμε να το φανταστούμε, για να κάνουν μια γυναίκα να παραμείνει μέσα σε ένα σπίτι που καίγεται, πρέπει να υπάρχει κάτι εκεί μέσα. […] υπήρχε ένας άνθρωπος πίσω από καθένα από αυτά τα βιβλία. Ένας άνθρωπος που έπρεπε να επινοήσει την κάθε ιστορία, ένας άνθρωπος που χρειάστηκε πολύ χρόνο για να την καταγράψει» (σ. 83-84).
Τέλος, ο καθηγητής Φάμπερ, ένας αληθινός φιλόσοφος, με κρυφές βιβλιοθήκες, που δεν κατάφερε να αποτρέψει την ψήφιση ενός νόμου για την απαγόρευση των βιβλίων, ενσπείρει στον Μόνταγκ ψήγματα αμφιβολίας, τον ιό της περιέργειας και ενδυναμώνει τη συγκίνηση της σκέψης που αποτυπώνουν τα βιβλία.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε όσα γράφει ο Μπράντμπερι για το «ύπουλο υποσυνείδητό» του που τον οδήγησε στην ονομασία των δύο ηρώων του. «Ο Μόνταγκ βαφτίστηκε από το όνομα μιας κατασκευάστριας εταιρείας χαρτιού. Και Φάμπερ, ασφαλώς, είναι ο κατασκευαστής μολυβιών!» (σ. 250).
Η συνέχεια και εξέλιξη του μυθιστορήματος είναι άκρως ενδιαφέρουσα και συναρπαστική, αλλά η παράθεση περισσότερων στοιχείων θα χάλαγε τη γοητεία και θα λειτουργούσε αρνητικά ως προς το επιθυμητό της ανάγνωσης.
- Πόσο προφητικό είναι σήμερα το βιβλίο;
Το Φαρενάιτ 451, γραμμένο το 1953, εκφράζει το ζοφερό κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, ελάχιστα μόνο χρόνια από την αληθινή δημόσια πυρά «ανεπιθύμητων» και «επιλήψιμων» βιβλίων που έστηνε η Ναζιστική Γερμανία με την πρόφαση ότι περιείχαν επικίνδυνες ιδέες για την «καθαρότητα» του γερμανικού πολιτισμού και λαού, προμηνύοντας μια εποχή κρατικής λογοκρισίας και ελέγχου της κουλτούρας. 20.000 βιβλία ρίχτηκαν στην πυρά στις 10 Μαΐου 1933. Όμως τα μάτια των περαστικών σταματούν στα λόγια του Χάινριχ Χάινε που υποστήριζε πως: «Εκεί όπου καίνε βιβλία, μία μέρα θα καίνε και ανθρώπους».
Σημειώνουμε εδώ ότι η καύση των βιβλίων αποτυπώνεται στη λογοτεχνία, ήδη από το 1891, στη δυστοπική νουβέλα του Jerome K. Jerome, με τίτλο Η Νέα Ουτοπία, που μεταφράστηκε από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη το 1893. Εκεί, ένας πολίτης, ύστερα από έναν βαθύ ύπνο 1.000 ετών, ξυπνά στον 29ο αιώνα και ξεναγείται από έναν ηλικιωμένο κύριο στον νέο κόσμο, όπου στον βωμό της απόλυτης ισότητας τα παλιά βιβλία και τα έργα τέχνης κάηκαν, διότι: «Ήσαν γεμάτα από τας τελευταίας σκουριασμένας ιδέας του παλαιού κακού καιρού, όταν οι άνθρωποι ήσαν απλώς σκλάβοι και φορτηγά κτήνη. […] Έκαμνον τους ανθρώπους να σκέπτωνται, και οι σκεπτόμενοι άνθρωποι ανεπτύσσοντο και εγίνοντο ικανώτεροι από εκείνους οίτινες δεν επεθύμουν να σκέπτωνται» (σ. 24-25).
Το βιβλίο γράφτηκε κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου της Αμερικής του μακαρθισμού, που εξαπέλυσε ένα «κυνήγι μαγισσών», στοχοποιώντας «αντιφρονούντες» συγγραφείς και καλλιτέχνες, προκειμένου να αποσοβηθεί η εξάπλωση του σοβιετικού κομμουνισμού. Θεωρήθηκε ως ένα «μυθιστόρημα ψυχρού πολέμου», καθώς αποτυπώνει το κλίμα της εποχής, τη σύγκρουση ατόμου και κοινωνίας, την έντονη καχυποψία και πολιτική δίωξη, τη γενίκευση μιας απάθειας και μαζικού κομφορμισμού, την απειλή της ανθρώπινης ζωής από τον πυρηνικό όλεθρο.
Σήμερα, βέβαια, κανένας λόγος δεν επιβάλλει την καύση ενός βιβλίου. «Υπάρχουν πολλοί περισσότεροι του ενός τρόποι για να κάψεις ένα βιβλίο. Και ο κόσμος μας είναι γεμάτος από ανθρώπους που τριγυρνάνε με αναμμένα σπίρτα» (σ. 253).
Έρευνες για τις αναγνωστικές συνήθεις των Ελλήνων καταδεικνύουν περίτρανα ότι το λογοτεχνικό βιβλίο για «ατομική καλλιέργεια» και όχι το υποχρεωτικό ανάγνωσμα για «επαγγελματική μόρφωση» έχει παραμεριστεί και απαξιωθεί από τους ίδιους τους ανθρώπους. Παράλληλα, στο πλαίσιο της «πολιτικής ορθότητας», οι αποκεφαλισμοί και οι ακρωτηριασμοί, οι επεμβάσεις, δηλαδή, στο περιεχόμενο των βιβλίων, ερήμην των πνευματικών δημιουργών τους, είναι γεγονός.
Η εκπαίδευση με την επαγγελματοποίηση των προγραμμάτων σπουδών παρέχει στείρα γνώση διαμορφώνοντας επαγγελματίες-μονολιθικά άτομα, χωρίς να προκρίνει τη γνώση ως αυταξία με στόχο τη διάπλαση του πνεύματος. Παρά το ότι οι πληροφορίες παρουσιάζονται σε χαρτί, όλο και περισσότερο αξιοποιούνται τα τεχνικά μέσα στην εξ αποστάσεως διδασκαλία, η γνώση αναζητάται στο διαδίκτυο και αποθηκεύεται στα tablet ή στους φορητούς υπολογιστές. Μπορεί, βέβαια, το χάρτινο βιβλίο ως προς το περιεχόμενό του, λόγω της ηλεκτρονικής του μετάλλαξης, να απευθύνεται σε περισσότερους ανθρώπους και, μέσω του διαδικτύου και της απελευθέρωσης πολλών πνευματικών δικαιωμάτων, όλη η γνώση και η καλλιτεχνική δημιουργία να βρίσκονται στο πάτημα ενός πλήκτρου. Για να το πούμε διαφορετικά, ο προφορικός και γραπτός λόγος μεταμορφώνονται και αποκτούν ηλεκτρονική διάσταση. Είναι όμως, έτσι τα πράγματα;
Ας δούμε πολύ σύντομα το πανόραμα της επερχόμενης δυστοπίας, έτσι όπως περιγράφεται στις σελίδες του βιβλίου. Με εντυπωσιακή και ασυνήθιστη διορατικότητα, ο Μπράντμπερι καθιστά την προφητικότητα του Φαρενάιτ 451 πιο επίκαιρη από ποτέ, κάνοντας το έργο του ένα κλασικό ανάγνωσμα.
Οι περιγραφόμενες πλευρές και συνθήκες της κοινωνίας που αποτυπώνει δεν είναι καθόλου ανοίκειες στη σύγχρονη πραγματικότητα. Η ακατάβλητη μαζική λατρεία και ταχύτατη εναλλαγή των εικόνων, η πολιτιστική αποχαύνωση και υποκουλοτούρα, η αγελοποίηση ιδεών και υπάρξεων, οι τηλεοπτικοί τοίχοι, η αναμασημένη, γρήγορη και συμπιεσμένη πληροφορία που δεν αφήνει περιθώρια κριτικής εξέτασης, η τυποποιημένη και ελεγχόμενη παραγωγή αποφασισμένη από τα «πάνω», τα gadgets, τα smartphones, τα social media που δημιουργούν το ψευδεπίγραφο μιας επικοινωνιακής σχέσης, τα ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης και εντοπισμού που καθιστούν τα σπίτια «διαπερατά», το «λαγωνικό ρομπότ», ως ένα τεχνολογικό κατασκεύασμα που στοχεύει, εκτελεί και σταματά, χωρίς να υπάρχει κάτι μέσα του, η αστόχαστη διασκέδαση και η μαζική αποχαύνωση που δημιουργούν αναίσθητα όντα, καταπνίγοντας κάθε ενδελεχή παρατήρηση, αξιολόγηση και προσωπικό προβληματισμό…
Από όλα τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι η πράξη της πυρπόλησης έχει υποστεί μετάλλαξη. Είναι πλέον αόρατη. Πυρπολείται η σκέψη του Λόγου. Τελικά, άδειοι άνθρωποι, δεσμώτες του σπηλαίου του Πλάτωνα, που αντικρίζουν τις σκιές των πραγμάτων ως τη μόνη πραγματικότητα.
Αυτό που αξίζει να προσεχθεί στο βιβλίο είναι η «λογοκρισία» που εφαρμόζουμε στον βαθύτερο εαυτό μας, από δική μας επιλογή και στάση. Μια κρυφή και ύπουλη λογοκρισία, που καταλήγει σε αυτολογοκρισία, και μας φέρει προ των ευθυνών μας για τις επιλογές μας. Αντίπαλος τότε γίνεται ο ίδιος ο εαυτός μας και όχι ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, γεγονός το οποίο είναι σαφώς πιο επικίνδυνο. Ο Μπράντμπερι δίνει τη λύση. Συνειδητή προσπάθεια και αντίσταση μέχρι εσχάτων και στροφή προς την ουσιαστική γνώση, τον βαθύτερο στοχασμό, την εσωτερική αναζήτηση.
- Επιλογικές σκέψεις
«Κάψτε τα όλα, κάψτε τα πάντα. Φωτιά σημαίνει ελπίδα, σημαίνει καθαριότητα» (σ. 95). Μέσα από τη «λάμψη της φλόγας», το λευκό φως της φωτιάς, εμφανίστηκε ένα πουλί ο «φοίνικας» που «έφτιαχνε μια πυρά και καιγόταν μέσα σε αυτήν. Πρέπει να ήταν πρωτοξάδερφος του Ανθρώπου. Όμως, κάθε φορά που καιγόταν, πρόβαλλε μέσα από τις στάχτες του, αναγεννιόταν ξανά» (σ. 237). Μέχρι, λοιπόν, τον επόμενο Μεσαίωνα, ο Μπράντμπερι με τη φουτουριστική του ματιά, έδειξε ότι ο άνθρωπος δεν αποθαρρύνεται, αλλά ξανά και ξανά αρχίζει από την αρχή, γιατί κατανοεί τη σπουδαιότητα της λάμψης των βιβλίων.
Καταλήγοντας, ό,τι και αν πούμε ή γράψουμε για το βιβλίο του Μπράντμπερι, Φαρενάιτ 451, θα είναι ελλιπές. Αυτό το κάτι παραπάνω ας το αναζητήσει και ας το βρει ο αναγνώστης στις σελίδες του…
———————————————————————————
Η Μεταξούλα Μανικάρου είναι φιλόλογος, Διδάκτωρ «Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» και Μεταδιδάκτωρ «Παιδικής Λογοτεχνίας». Διδάσκει στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. https://independent.academia.edu/MetaxoulaManikarou