Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ
Το τελευταίο φως
Εκεί που βυθίστηκα για να σε βρω
έχει χαθεί πια το ον
κι άλαλος ο προφήτης της καρδιάς μου.
Είσαι σε μια μορφή απόλυτη
απρόσιτη και στη ζωή την ίδια,
μια άσπρη κηλίδα είσαι
λίγο θολό νερό.
Θέλω να φθείρω
το τελευταίο μου φως
εκεί που τίποτα
δεν σταματάει το μάτι:
ούτε χελιδόνι θέλω στον ορίζοντα
καμιά αυταπάτη.
Θα ’χει πεθάνει η καρδιά μου
κι ακόμα θα ζω
θα προσβλέπω στη φύση
και θα σε λέω καλοκαίρι
χωρίς μνήμη πια
θα σε λέω ανθό, ώσπου
ο μύθος να τραβήξει
πίσω μου την κουρτίνα:
απέναντι ο άσπρος τοίχος
όλα τελειωμένα και λευκά
κι εγώ μια πατημένη κατσαρίδα.
Υπενθυμίσεις του έρωτα
Αν σ’ έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές
τα ζώα που βγαίνοντας
απ’ την κοιλιά της μάνας τους
ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν
πώς ν’ αντισταθούν στους εχθρούς
που τους έχει ορίσει η φύση.
Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση
πέσει πάνω στο σωρό
απ’ τις προδομένες προσδοκίες σου
τ’ αναπάντητα όνειρά σου.
Τα Γράμματα
Θυμάμαι είχα δει ένα όνειρο
για τα γράμματα και πού να τα βρω…
Το Άλφα θα το ’βρισκα σε άγριο τοπίο
φτερό ανάσα άσπρου πουλιού σ’ αγκάθι σκαλωμένο.
Το Βήτα στα βότανα. Έψαχνα για φάρμακο
ν’ αλαφρώσει το βάρος του ήλιου που πέφτει
ν’ αντέξω την τέφρα της νύχτας
κάθε φορά η τελευταία νύχτα.
Το Γάμα στα γλυκά της μάνας μου.
Γιόρταζε εκείνη τη γέννηση μου πιο πολύ από μένα
σαν πλησίαζα λουσμένη, καθαρή
να της υποσχεθώ πως ζούσα, παρ’ όλα αυτά
ζούσα και σιγομουρμούριζα τραγούδια
με την παράφωνη ύπαρξή μου, παρ’ όλα αυτά.
Κι ήταν κι εκείνο το Έψιλον
έβλεπα στον ύπνο μου ότι καμιά του λέξη
δεν καταλάβαινα, ούτε αυτόν τον έρωτα.
Κι έψαχνα σε βουνά λεξικά
και μόνο Ενοχή έβρισκα
που δεν ήτανε σβησμένη.
Θα ’γραφα ένα μεγάλο γράμμα στα γράμματα.
Θα τους έλεγα πως δεν φταίνε αυτά
όταν λαθεύω, όταν ανορθόγραφα εξομολογούμαι
όταν παρερμηνεύω τις καλοσύνες της ημέρας
όταν πέφτω σε παράπτωμα
λέω παράπτωμα και εννοώ
για το θάνατο να ζητώ εξηγήσεις.
Αγαπημένα μου γράμματα θ’ άρχιζα
χαϊδεμένα μου φωνήεντα, ανθεκτικά σύμφωνα
πώς βγήκατε ξαφνικά σαν μυρμήγκια από τη γη
και μπήκατε σε μια σειρά, σ’ ένα σκοπό
μαυριδερά με κόκκινες βούλες μουσικής.
Εσείς ίσως ξέρετε
γιατί εγώ δεν ξέρω πώς πλάστηκα
από πού έρχονται εκείνα τα δάκρυα
που εσείς με τόση φυσικότητα περιγράφετε
τι είναι αυτό που νοσταλγώ σαν να το γνώρισα
ξέχασα σα να το ’χα ζήσει
το περιμένω σαν να μου το υποσχέθηκαν
το φοβάμαι σα να με φοβέρισαν
και μοιάζει με νερό
ανατριχιάζει όμως συνάμα, τρέμει
γιατί μόνο αυτό ξέρει
με μια κίνηση να κρύβει και ν’ αποκαλύπτει
το τίποτα.
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γεννήθηκε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1939. Στα 17 της χρόνια δημοσίευσε στο περιοδικό Καινούργια Εποχή το ποίημα της «Μοναξιά» μετά από παρότρυνση του νονού της, Νίκου Καζαντζάκη. Από τότε, έγραψε και δημοσίευσε πολλές ποιητικές συλλογές. Σπούδασε ξένες γλώσσες στην Αθήνα, τη Γαλλία και την Ελβετία. Ήταν διπλωματούχος μεταφράστρια-διερμηνέας. Μετέφρασε, μεταξύ άλλων, Πούσκιν, Μαγιακόφσκι, Σαίξπηρ, κ. ά. Η ποίησή της διακρίνεται από μια έντονη αγάπη για τη ζωή και τον έρωτα, αλλά και από μια ισόβια αίσθηση απώλειας.
Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης. Το 1985, με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έδωσε διαλέξεις και διάβασε ποιήματά της σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και του Καναδά (Harvard, Cornell, Darmouth, N.Y.State, Princeton, Columbia κ.α.)
Το 2000 τιμήθηκε με το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη, (Ακαδημία Αθηνών). Το 2014 βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της.
Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 2020.
Γιάννης Κοντός
Ο καιρός δεν θα αλλάξει
Βρέχει πίσω από την πλάτη μου.
Ίσως έξω από το σπίτι.
Μη μου πείτε ότι αποφεύγω τη ζωή,
τους ανθρώπους γενικά, ότι ξύνω
τα γένια μου. Kοιτάζω τον τοίχο.
Σας βλέπω ανάγλυφα ή σε σκιές
να μου μιλάτε. Να φεύγετε.
Πλήθος περνάει σήμερα, αέρας φυσάει σήμερα
και κάνει κάτι κύκλους μεγάλους
και κόκκινους, με κέντρο εσένα.
ΡΑΛΙ
Σήμερα οδηγώ πολύ νευρικά και με μεγάλες ταχύτητες την πολυθρόνα μου.
Ήδη έχω σπάσει τρεις φορές το φράγμα του νέφους.
Έχουν σακατευτεί, έχουν σκοτωθεί πολλοί σωσίες μου.
Έμεινα μόνος.
Μόνος οδηγώ αυτόν τον κίνδυνο.
Περνώ αστραπιαία και με κοιτούν με απορία.
Ούτε κατάλαβα ποτέ γιατί τρέχω έτσι ακίνητος, αφηρημένος,
Κοιτώντας αλλού την ησυχία.
Τα σήματα της τροχαίας κάποιος τα έχει αλλάξει
Και δείχνουν συνέχεια μονόδρομο.
Πολλές φορές την πόλη την έχω δει ανάποδα
Ή έχω πέσει σε βαθιά νερά.
Άλλες φορές οι λακκούβες είναι στρωμένες με μπαμπάκι,
Η ορατότητα αρίστη.
Όπως αντιλαμβάνεσθε, όλα μαθηματικώς με οδηγούν
Στην επόμενη στροφή που περιμένει: ο γκρεμός, η θάλασσα, η απογείωση.
Κλειστή ζωή
Και όμως απέραντα ανοιχτή όπως κοιτάμε το θαύμα
από το μικρό παράθυρο του φεγγίτη. Πατάρι θεατρικό,
εργαστήρι μυστηρίου το σπίτι μας. Κόκκινα παραπετάσματα
τραβάνε πεθαμένοι ποιητές και πήλινα πουλιά πετάνε
στον τσιμεντένιο ουρανό.
Χωρίς φόβο μετράμε το νήμα του χρόνου και πλέκουμε
κόκκινα καλτσάκια για τον μικρό μας γιό.
Πεταμένα δώθε κείθε: κόμικς και χαλκομανίες,
με αγγελάκια και, φρρπ, τα παίρνει όλα ένα αεράκι δυνατό,
επίμονο και φαρμακερό. Μένει άδειο το ζωτικό μας τετράγωνο
και μια μπάντα με κλόουν παίζει για το φινάλε.
Ο Γιάννης Κοντός γεννήθηκε στο Αίγιο το 1943. Σπούδασε οικονομικά και εργάστηκε ως ασφαλιστής. Μεταξύ 1971-1976 διατήρησε, μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, το βιβλιοπωλείο “Ηνίοχος”, σημείο συνάντησης λογοτεχνών και διανοούμενων κατά τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με ποίηση το 1965, και με το πρώτο του βιβλίο, το 1970. Εξέδωσε 15 ποιητικά βιβλία, δύο βιβλία με πεζά κείμενα (“Τα ευγενή μέταλλα”, τ. 1 και 2), και τρία βιβλία για παιδιά.
Το 1973 πήρε τη χορηγία του Ιδρύματος Ford. Επί σειρά ετών ήταν συνεργάτης του ραδιοφώνου καθώς και των εκδόσεων “Κέδρος” και, αργότερα, των εκδόσεων Μεταίχμιο. Δίδαξε επίσης σε σχολή θεάτρου.
Το 1980 κυκλοφόρησε δίσκος με μελοποιημένα ποιήματά του από τον συνθέτη Νίκο Καλλίτση, με τον τίτλο “Απόπειρα”.
Το 1992 εκδόθηκε μια επιλογή ποιημάτων του με τίτλο “Όταν πάνω από την πόλη ακούγεται ένα τύμπανο”, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, εικονογραφημένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά. Το βιβλίο του, “Πρόκες στα σύννεφα”, 1999, είναι μια ανθολόγηση όλων των ποιητικών του βιβλίων, που έκανε ο ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης, την οποία συμπλήρωσε με 20 χαρακτικά.
Το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή “Ο αθλητής του τίποτα”. Το 2009, με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.
Μαρία Κυρτζάκη
Η Μαρία Κυρτζάκη γεννήθηκε στην Kαβάλα το 1948. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης (1966-1971) και το 1973 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Για λίγο εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση και με τη μεταπολίτευση εντάχθηκε στο τμήμα ραδιοφωνικών παραγωγών της ΕΡΑ. Κεντρικό θέμα των παραγωγών της ήταν η χρήση και η λειτουργία της γλώσσας στον ποιητικό και στον δραματουργικό λόγο, θέματα που επίσης δίδαξε στη Σχολή Θεάτρου “Εμπρός” και ήταν άλλωστε απολύτως σχετικά με την ίδια την ποίησή της. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε πρώιμα, το 1966, με τα ποιήματά της “Σιωπηλές κραυγές”. Ακολούθησαν τα βιβλία της ποιητικού μόχθου, λόγω της επίμονης και επίπονης διαδικασίας της προετοιμασίας τους, “Οι λέξεις” (1973), “Ο κύκλος” (1976), “Η γυναίκα με το κοπάδι” (1982), “Περίληψη για τη νύχτα” (1986), “Ημέρια νύχτα” (1989), “Σχιστή οδός” (1992), “Μαύρη θάλασσα” (2000), “Λιγοστό και να χάνεται” (2002), “Στη μέση της ασφάλτου” (2005) όπου συγκέντρωσε την ποιητική της διαδρομή από το 1973 ως το 2002. Το μονολογικό της κείμενο “Τυφώ” παραστάθηκε το 1996 από το Απλό Θέατρο. Το 2003 τιμήθηκε με το βραβείο Σωτηρίου Ματράγκα της Ακαδημίας Αθηνών.
Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της 21ης Ιανουαρίου 2016 στην Αθήνα, έπειτα από σύντομη μάχη με τον καρκίνο, σε ηλικία 68 ετών.
(…) Δεν εγνώριζα
Κι ας μου ήταν γνωστό τ’ όνομά της
– που ως Ελένη το έψαυσε η ψυχή
του τυφλού και τον ξένο
για άντρα απ’ τους άντρες επέλεξε
ως Ωραία, που τον τόπο του Έλληνα έσυρε
σε δεκάχρονο στέρησης βίο κι αδειανό
την ομοίασε πουκάμισο των ερώτων
η πίκρα αιώνων
γράμμα γράμμα τα χρώματα ωσάν βλέμματα-σώματα
σμίγοντας λέξεις φράσεις ανάκατες
οι ζωές των ανθρώπων τελειώνοντας να εικάζουν το σχήμα
Ας μου ήταν γνωστό
Δεν εγνώριζα
Τα ονόματα σαν τα δέντρα
πως έχουν τη ρίζα τους
Σκοτεινή και υπόγεια.
Όντα ζώντα μέσα σ’ άργιλο έδαφος
κατεβαίνουν της Κρήτης
της Μιλήτου θαρρείς τις πλαγιές
Κατεβαίνουν ανοίγοντας μονοπάτια χωμάτινα
Με σφυρίγματα πένθιμα με της Μάνης τραγούδια
Μικρασία που σφάχτηκε
και το αίμα καρδιά μου εδάνεισε την ύστατη ώρα
να κρατήσει να μείνει να μη σβήσει
της αγάπης η θλίψη κι όσα σπάρθηκαν
σε ραχούλες σ’ αμμουδιές κι ακρογιάλια
κι όσα φύγαν και σε χαίτες πετάξαν
των Βορείων της Θράκης
Μακεδόνες ονόματα κατεβαίνουν και πάνε
Σαν σε θάλασσα απάνεμη ήρεμη
της αλός σαν να θέλουν παρά θιν ν’ απαγκιάσουν
και πιο μέσα πιο πέρα πιο βαθιά
να κουρνιάσουν κατεβαίνουν
μ’ ανακούφιση τρέχουν
Σαν ακτίνες φωτός ωσάν βόρειος
άνεμος στις κορφές των ορέων
Τραγουδώντας σχεδόν ακατάληπτους
φθόγγους βαρβάρων που αλώσανε
ξένη πατρίδα
Κατεβαίνουν και το σώμα
κλαδώνουν να βλασταίνει, μπουμπούκια
να βγάζει λουλουδάκια αμάραντα τους ανθούς
μη μου άπτου ν’ ανοίγει
και μετά τους καρπούς του μαραίνοντας
Σαν τους σβόλους ν’ αφήνει
σε γωνίτσες μισή συλλαβή
άλλη ρίζα να πιάσει
προχωρούν
Προχωρούν
κι από μέσα τυλίγουν τον κόσμο
Κόμπο κόμπο τον δένουν
Την ψυχή κόμπο κόμπο του ανθρώπου.
Τον θυμό του κυρίεψαν και τον νου
Αφανώς τις ζωές κυβερνούν. (…)
(από τη συλλογή της Λιγοστό και να χάνεται, 2002)