Χειμερινές πτήσεις ευαισθησίας
‘Ο ποιητής δεν υπάρχει. Είναι ένας χαμαιλέων που προσαρμόζεται σε όλα τα περιβάλλοντα και τα είδη ποιητικής γραφής’ υποστηρίζει ο, πρόωρα χαμένος, Άγγλος ποιητής John Keats ενώ ο δικός μας Στρατής Πασχάλης εκτιμά πως ‘Ο ποιητής, πάντα ακαθόριστος, με βαρύνουσα μάλλον την εσωτερική ζωή του παρά την εξωτερική, συνιστά ένα πρόσωπο που συνεχώς διαφεύγει’. Απόψεις που, κατά την γνώμη μου, άριστα υπηρετεί η ποιητική της Φωτεινής Βασιλοπούλου, όπως αυτή εκφράζεται στην τελευταία της συλλογή με τίτλο ‘Χειμερινό πτηνολόγιο’. Αφαιρετική, αινιγματική κι έντονα αλληγορική –ίσως αυτό να υπαγορεύει το δυνητικό των πολλαπλών ερμηνειών του συγκεκριμένου- αναδεύει την δεξαμενή των συναισθημάτων της, δεν φοβάται τις δύσκολες επιλογές, τις συνταιριάζει με τα τεκταινόμενα, τις αμπαλάρει με την βοήθεια της μυθολογικής ιστορικότητας του Ελληνισμού, του κινηματογράφου ή της ζωγραφικής –αυτής της εναλλακτικής μορφής ποίησης με εικόνα- και τις προσφέρει για μετάγγιση στήριξης στον πάσχοντα ψυχισμό, μέσα σε μια εύθρυπτη συσκευασία προσωρινότητας ή ενθυλακώνοντάς τες σ’ ένα κέλυφος στέρεης μονιμότητας. Ποιος ξέρει;
‘Χειμερινό πτηνολόγιο’ λοιπόν, ένας τίτλος που, σύμφωνα με την προσωπική μου ερμηνεία υποδεικνύει την αναζήτηση ασφαλούς στέγασης της ανεμοδαρμένης ευαισθησίας, μεσούντος του συναισθηματικού χειμώνα που οι επικρατούσες σήμερα απόψεις περί υλικής απολήξεως των πάντων, επιβάλλουν. Ελέω αλληγορίας η άποψή μου και σαφής η τοποθέτησή μου πως το αληθές της σήμανσης δεν διεκδικώ. Πως θα μπορούσα άλλωστε το αισθητήριο μου στην μάνητα των σκέψεων της δημιουργού να καθελκύσω, ευκρινώς το κρυπτόμενο να διακρίνω, να το ανασύρω, με φως αδιάψευστης αλήθειας να το φωτίσω κι έτσι με σιγουριά να το προβάλλω. Δύσκολα πράγματα αν όχι και ανέφικτα. Ας αρκεστούμε στην εντύπωση, ευχόμενοι την σύμπτωση.
Πίσω στη συλλογή τώρα. Το ‘Χειμερινό πτηνολόγιο’ είναι ένας κύκλος 33 ποιημάτων που χωρίζονται σε τρείς ανισομερείς ενότητες με τίτλους : ‘Ο κήπος των οδυνών’, ‘Η σφαγή των χρωμάτων’ και ‘Πτηνά αναρριχητικά’. Ενότητες που θαυμάσια επικοινωνούν μεταξύ τους, μιας και πραγματεύονται συναφή θέματα. Πρόκειται για μια ευαίσθητη καταγραφή, φροντισμένη ακόμη και στην παραμικρή λεπτομέρεια, με το ασπρόμαυρο και έγχρωμο, καλλιτεχνικό άγγιγμα της ζωγράφου Φωτεινής Χαμιδιελή να παρέχει την προστιθέμενη αξία της ευειδούς παρουσίας. Χρήσιμη και η παροχή διευκρινίσεων που καθορίζουν το πλαίσιο γέννησης των ποιημάτων που αφορούν στη συνομιλία της ποιήτριας με πίνακες ζωγραφικής καθώς και η έντιμη αναφορά στις περιπτώσεις οικειοποίησης λεχθέντων άλλων –πάγιο φαινόμενο σε κάθε είδος τέχνης, αλλά κρυπτόμενο πολλές φορές- που αρμονικά όμως εντάσσονται στο κείμενο και την ουσία της εκφοράς του λόγου άριστα υπηρετούν. Όλα στην θέση τους για να συντρέξουν την κατανόηση και να αποκαλύψουν το αθέατο του ουρανού ή της κόλασης του καθενός. Μια προσπάθεια και τούτη εδώ, φιλοδοξεί ν’ αποκαλύψει το δικό μου.
Κοινότοπη ίσως η αναφορά μου στον έρωτα, αλλά δεν μπορώ να την αποφύγω αφού, αναντίρρητα, ως η κεντρομόλος δύναμις της ζωής, παγκοίνως, αναγνωρίζεται. Αυτοφυής και πανταχού παρών, ένας σύγχρονος Ιανός πολλαπλών προσωπείων, δεν θα μπορούσε ν’ απουσιάζει από την συναισθηματική της φαρέτρα. Άλλοτε τον παρουσιάζει ως ταξιδευτή του ονείρου (σ’ αγκαλιάζω αέρας χύνεσαι διάφανος/περνώ από μέσα σου/χορεύω στον χώρο/ταξιδεύω στον χρόνο), άλλοτε ως κερασφόρο διάβολο μετάλλαξης της χαράς σε οδύνη (είμαι εσύ είσαι εγώ για αιώνες/στον έρωτα στον χορό τυλιγμένοι/στη φρίκη) κι άλλοτε πάλι ως πολέμιο των διαζευκτικών διαχωρισμών και ως συνενωτή, εκ του αποτελέσματος, ψυχών και σωμάτων (Απ’ την αρχή όλα στα δυο κομμένα./Ήρα στάρι, φως σκοτάδι, θάνατος ζωή./Ο έρωτας, και ξαφνικά, τα δύο ένα.). Είναι αυτός που υποκινεί, ώστε το βάρος της έλλειψης (Κόβει τη σάρκα της μέρας/σε παράγωνους/μαλακούς κύβους θλίψης.) να μεταλλαχθεί σε παραισθησιογόνο πραγματικότητα (Έχει φτιάξει μια σύζυγο/από αλάτι/δεμένη στο πόδι του κρεβατιού./Όταν δεν αντέχει άλλο την πίκρα του/γλιστρά στα σπλάχνα της. … Μα εκείνη τίποτα. Δεν αντιδρά όσες ικεσίες/κι αν της ψιθυρίζει/λόγια πρόστυχα/όσο κι αν της γλύφει τις μασχάλες, τα γόνατα.) την οποία το υποκείμενο την βιώνει ως καλλιεργητής άλατος εν μέσω βροχοπτώσεων (Φοβάται την υγρασία. Τις βροχές./Πάντα μπερδεύει τον κατακλυσμό με τα Σόδομα.). Και δεν διστάζει ούτε ως ‘αδηφάγο βρέφος’ που ‘καταβροχθίζει όνειρα/αυταπάτες για άνθιση, έκφραση καλλιτεχνική/προσωπική εξέλιξη./Ρουφά δύο ανθρώπους εις φρίκην μίαν’ να τον χαρακτηρίσει, αλλά ούτε και ως παραπλανητή της συντροφικότητας να τον καταδώσει, στο εξαιρετικό ποίημα με τίτλο ‘Τα δάχτυλά του’. Ολοκληρωμένος ο καμβάς. Τα ζύγια, στις εμπειρίες που ο καθείς διαθέτει.
Και θα ήταν μεγάλο σφάλμα, νομίζω, αν ιδιαιτέρως δεν προσεχθούν δύο ποιήματα της πρώτης ενότητας της συλλογής. Πρόκειται για τα ποιήματα με τίτλους ‘Μικρές Πηνελόπες’ και ‘Οικογενειακά μυστικά’. Στο πρώτο, η ευρηματικότητά της αναπλάθει τον μύθο της πιστής Πηνελόπης σε πέντε μέρη, τον προσαρμόζει στις ανάγκες των επιπτώσεων της πραγματικότητας μιας βασανιστικής νεοπλασίας που συγκινητικά συγκλονίζει (Ένα βράδυ/έκοψε τα μαλλιά της./Δεν αντέχει στο μαξιλάρι της/να βλέπει τούφες/φύλλα ξερά φθινόπωρο/χημειοθεραπείας. … Έδωσε τον Τηλέμαχο σε ανάδοχη οικογένεια./Πώς να θηλάσει βρέφος/με κομμένο στήθος;), εκχυμώνει το συναίσθημα σε μια διαδικασία εφιαλτικής αποδοχής της έλλειψης (Δεν ησυχάζει μέχρι ν’ αγγίξει/στην αριστερή μεριά του κρεβατιού/την εικοσάχρονη απουσία του Οδυσσέα.) και τέλος καταφεύγει σε ονειρικές παραλλαγές λανθάνουσας πλήρωσης που άλλο δεν κάνουν από το να υπογραμμίζουν το δυσαναπλήρωτο κενό (Βαρέθηκε να πλαγιάζει μόνη./Κάθε βράδυ/απατά/τον Οδυσσέα/με/διαφορετικό Κανένα.). Στο έτερο εξ αυτών με τίτλο ‘Οικογενειακά μυστικά’ όπου, αν αντιλαμβάνομαι σωστά, εννοεί μυστικά προερχόμενα από την καταπιεσμένη συναισθηματική έκφραση -είτε ως αποτέλεσμα ανοίκειας ενδοοικογενειακής επιβολής είτε ως προσπάθεια αποφυγής της ανεπίληπτης κοινωνικής κατακραυγής και του συνυφασμένου με αυτήν ντροπιαστικού αποκλεισμού- καλά κρυμμένα μεν αλλά αναβράζοντα, που ασμένως αναζητούν την έξοδο κινδύνου της δικαίωσής τους. Κι αν δεν την ψηλαφίσουν, εκρήγνυνται ως εσωτερική χειροβομβίδα και ολοκληρωτικά καταστρέφουν, αφήνοντας αναπάντητο το ρητορικό ερώτημα ‘Δεν ήξερες ότι στα αισθηματικά/η αλήθεια είναι μάταιος κόπος;’.
Καινοτομία της συλλογής, η παρουσίαση ποιημάτων εμπνευσμένων από πίνακες επιφανών ζωγράφων στην δεύτερη ενότητά της, που φέρει τον σημειολογικό και καθόλου τυχαίο τίτλο ‘Η σφαγή των χρωμάτων’.
Την αυλαία ανοίγει το εξαιρετικό ποίημα –κατατασσόμενο στα κορυφαία της συλλογής, κατά το προσωπικό μου αξιολόγιο- με τίτλο ‘Κυνηγοί στο χιόνι’, σε αντιστοίχιση με τον ομώνυμο πίνακα του Pieter Brueghel του Πρεσβύτερου. Είναι η στιγμή που η ποιήτρια μετρά το ύψος της ζωής και κραυγάζει : ‘Ένα τοπίο/αν δεν κατοικείται/Ένα γυμνό και άδειο σώμα είναι/νεκρή φύση ακρωτηριασμένη’.
Ακολουθεί το ποίημα ‘Εκπλήρωση τρόμου’, με το οποίο προσπαθεί να δώσει την δική της ερμηνεία στο ζωγράφημα του Egon Schiele ‘Αυτοπροσωπογραφία με Φυσαλίδα’ καταθέτοντας την προσωπική της αντιπολεμική ρητορική. Κι επειδή είναι αδύνατη η αποσπασματική αναφορά, παραθέτω το ποίημα ολόκληρο : ’Όταν οι ναζί απέσπασαν τους πίνακές του/ως εκφυλισμένη τέχνη/ο νεκρός Έγκον ένιωσε να διαλύεται/μεμιάς το υμένιο που συγκρατούσε την ύπαρξή του./Σαν εκείνες τις λεπτές φυσαλίδες στον πίνακά του/που φύλαγαν μέσα τους σπόρους της απόγνωσης/έτοιμοι να φυτρώσουν στη φρίκη κάθε νέου πολέμου.’
Στο ποίημα ‘Η σφαγή των αθώων’ που έπεται, συνομιλεί και πάλι με τον δημιουργό του Pieter Brueghel τον Πρεσβύτερο, αποδίδοντας με μεγάλη ενάργεια την λεκτική εκδοχή του ζωγραφούμενου. Όπως δε, ευθαρσώς υπαινίσσεται ο ταυτόσημος τίτλος πίνακα και ποιήματος, πρόκειται για σφαγή που, παγίως, μόνον αθώους αφορά. Κάντε εικόνα τους στίχους που επέλεξα να μεταφέρω και πιστεύω ότι, χωρίς αντίρρηση, θα συμφωνήσετε : ‘Ένα μικρό κορίτσι γαντζωμένο/στη φούστα της μάνας/μάταια προσπαθεί να ξαναμπεί στη μήτρα/πριν το λεπίδι του στρατιώτη/την κόψει φέτες σαν συκώτι χήνας.’.
Στο ‘Λιωμένο φιλί’ που βρίσκουμε στη συνέχεια, σκιτσάρει με στίχους τη ζωγραφιά ΄Το φιλί’ του Edvard Munch, αποδίδοντας στην εντέλεια, όχι μόνον αυτό που τα μάτια της βλέπουν, αλλά και εκείνα για τα οποία η ψυχή της αγωνιά κι αναρωτιέται : ‘Το νέο πλάσμα τρέφεται όπως ένα/λαίμαργο μωρό./Ρουφά το γάλα, τη ρώγα, το στήθος/σκάβει βαθιά/ανοίγει λαγούμια/τα γεμίζει φουρνέλα/ανατινάζει τη στοά της ύπαρξης/τρώει τη μάνα του σιγά-σιγά.’.
Από το ‘Η κίσσα-στιγμή’ που είναι το απόσταγμα της συνομιλίας της με τον πίνακα του Claude Monet ‘Η κίσσα’ -όπου παρουσιάζεται ένα χιονισμένο τοπίο με μοναδική ένδειξη ζωής μια κίσσα πάνω σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο φράχτη- κρατώ την εναλλακτική παραλλαγή όρασης ‘Το ψύχος απλώνεται στο χωριό/βούτυρο στην καμένη φρυγανιά της μέρας’ καθώς και την ευαίσθητη καταγραφή για την αλλαγή που, αναπότρεπτα, θα προκύψει ‘… κι εμείς θα γίνουμε σιωπηλοί μάρτυρες/μιας υγρής στιγμής/έτοιμης να στάξει στο τοπίο.’ Δείτε τον πίνακα και τότε, χωρίς κανένα δισταγμό, θα δικαιώσετε τον συναισθηματικό αντιγραφέα της εικόνας.
Και τι να πω για το ποίημα ‘Τα δάχτυλά του’ στο οποίο, με εφαλτήριο τον πίνακα ‘Μάθημα μουσικής’ του Johannes Vermeer και αφού συνηγορήσει υπέρ της μαγείας του έρωτα, διατυπώνει σκέψεις για τις σκοπιμότητες που ενδεχομένως η ερωτική διαδικασία περιέχει, αλλά και για το άγνωστό του επέκεινα, επιλέγοντας όμως εν τέλει την ηθελημένη άγνοια για να επιτευχθεί το απολαυστικό ‘…ακόμα λίγο…’. Ακούστε τους ψιθύρους που, υπό τους ήχους μουσικών φθόγγων, ελκύουν, αμφιβάλλουν, και τέλος παραιτούνται νικημένοι, στο έλεος της μοίρας. Λέει λοιπόν : ‘Ακουμπά τα/όλο υποσχέσεις για ηδονή/δάχτυλά του στα πλήκτρα/και χαΐδεύει την αθωότητά της … Δεν ξέρει ακόμα πως αυτά τα δάχτυλα/ποτέ δεν θα χαΐδέψουν τις πληγές της/τις ουλές της ζήλειας/την κοιλία του καρπού του … Το ακροατήριο έχει πλήρη άγνοια των παραπάνω./Μα ας το αφήσουμε λίγο ακόμα/στην άγνοια και/ τη μαγεία των δαχτύλων του.’. Και το κατορθώνει. Όλα τα περί έρωτος σε μια συσκευασία. Απλώς μαγικό!
Τέλος για το ποίημα με τίτλο ‘Το μαχαίρι του πρωινού’ που σχετίζεται με τον πίνακα ‘Architecture of a dream’ του Mike Worrall μου είναι αδύνατον να διατυπώσω έστω κι ετοιμόρροπους σχολιασμούς μιας και ούτε τον πίνακα γνωρίζω, ούτε και τα κατάφερα στα άδυτα της ψυχής και της σκέψης της ποιήτριας να εισχωρήσω. Έντονη η αλληγορία της κι εγώ αδύναμος για να κατανοήσω. Κρατώ μόνον τους στίχους, που αποσπασματικά με συγκίνησαν : ‘Το ρυάκι που κατεβαίνει από τον ακάλυπτο/στον βορινό τοίχο/δεν μπορεί να σβήσει τους εμπρησμούς μιας σχέσης/τον πόθο, πόσο μάλλον/να ξεπλύνει τα εγκλήματα της χτεσινής νύχτας.’.
Πλησιάζοντας στο τέλος της προσπάθειάς μου να εισχωρήσω, να κατανοήσω, να δω πέρα από το προφανές της έκφρασης και να εξορύξω την ουσία –όπου και όσο μπορώ-, πέντε ακόμη στάσεις σ’ ετούτο το ταξίδι μου επιθυμώ να κάνω.
Στην πρώτη συναντιέμαι με το ‘Σαν ακριβό κρασί’ αλλά, όπως διαπιστώνω, τίποτε δεν σηματοδοτεί την εύφρανση χαράς και ξενοιασιάς που αυτό μπορεί να δώσει. Εδώ όλα συμβαίνουν ή δεν συμβαίνουν σε χρόνο απροσδιόριστο ή ίσως και απόντα. Η άρνηση της κατάφασης. Αυτό είναι. Η εξεγερμένη σκέψη που ξεπερνά τα όρια, τραυματισμένη ξεστρατίζει προς την μη εφικτή επιθυμία και, ασυνείδητα επιλέγει να ζει σε μια ονειρική σύγχυση παράνοιας όπου όλα είναι δυνατά ˙ ακόμα και ‘… η θέση μιας λαντζιέρας, που κανείς δεν θα της αρνηθεί, στη μικρή κωμόπολη της ρώσικης ενδοχώρας.’. Τραγικό!
Στην δεύτερη, ο δρόμος μου διασταυρώνεται με τις ‘Προετοιμασίες ταξιδιού Ι’ που τα της εκδημίας μας από τούτη τη ζωή πραγματεύεται, όταν το καμπανάκι της ανάκλησης ηχήσει. Λόγος για την απώλεια λοιπόν -της δικής μας για τους άλλους και των άλλων για εμάς- που με την σκληρότητα της απόλυτης διαφάνειας απλώνεται μπροστά μου, πακεταρισμένη όμως μ’ ευαισθησία περισσή. Μια ευαισθησία που ξεκαθαρίζει ότι το μόνο που θα χρειαστείς, είναι οι ψυχικές δωρεές που, εν ζωή, έλαβες. Είναι αυτές που θα σε προετοιμάσουν ‘Έβαλε στη μικρή βαλίτσα/Καβάφη, Κάλβο, Σολωμό/προσευχητάρια Ποιητών και Αγίων Πάντων./Τα διηγήματα επίσης. … Πήρε και τι δεν πήρε;/Μαζί/ειλικρινείς πλην μάταιες ευχές φίλων, για ταχεία ανάρρωση.’ και θα σε συντροφεύσουν ‘Σαχτούρης, Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης,/Κώστας Καρυωτάκης/τη συνοδεύουν τώρα στο ταξίδι της/στη νύχτα.’ όταν η ταχεία της επιστροφής σου στο σύμπαν θα ‘Διασχίζει το παγωμένο/άπειρο στερέωμα/καθώς αφήνει πίσω/αναπάντητα/τα πιο μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης.’. Κάτι σαν χορός αρχαίας τραγωδίας που, ξεπροβοδίζοντας, θα σχολιάσει τα γεγονότα και θα καταθέσει το επιμύθιο.
Στην τρίτη στάση, βρίσκω το ποίημα ‘Προετοιμασίες ταξιδιού ΙΙ’ που περιληπτικά, αλλά σε αδρές γραμμές, περιγράφει το αιώνιο παιχνίδι γάτας και ποντικού που οι τρείς μοίρες (Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος) ακούραστα παίζουν με τις ζωές των ανθρώπων. Πρόκειται για την αιφνίδια αντιστροφή του υποκειμένου της προετοιμασίας με την δύναμη που, αφειδώς, παρέχει η αυτοσυντήρηση και η υπευθυνότητα, ηθελημένα αγνοώντας την ειρωνεία του τρισδιάστατου πεπρωμένου που τελικώς θα επιβάλλει το τετελεσμένο της επιλογής του. Κι επειδή κι εδώ η αποσπασματική αναφορά είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την αυτούσια παρουσίασή του επιλέγω : ‘Όταν την στείλαν άρον άρον στην Αθήνα/νοσοκομείον ‘Ο Άγιος Σάββας’/η πρώτη σκέψη στην υπέργηρη μητέρα./Λες να μου φύγει πριν προλάβω να γυρίσω/κούφια η ώρα;/Συνεννοήθηκε με τη γυναίκα που την φρόντιζε/ποια ρούχα να της βάλει στο ταξίδι./Αυτά να της φορέσεις, είπε κάπως λυπημένα/ανυποψίαστη/πως θα αντιστρέφονταν οι όροι.’
Στην προτελευταία στάση της διαδρομής μου, στέκομαι απέναντι στο ποίημα ‘Σκωρία σιδηροβόρος’ και βλέπω από πίσω του να στοιχίζονται πλήθος άνθρωποι, εμού συμπεριλαμβανομένου, που καταθέτουν το παράπονο της μη εκπλήρωσης των ονείρων τους ˙ της μη άφιξης των πόθων τους. Ακούω την κραυγή τους ‘Κάρβουνο έστω το κορμί στη μηχανή/στα γράσα./Μονάχα όχι εδώ./Άγκυρες σκουριασμένες αρχαίου σκαριού/μπηγμένες στο πουθενά/σε λάθος ντόκο.’, μνημονεύω Κώστα Βάρναλη ‘… Ω πόσο βάσανο μεγάλο, το βάσανο είναι της ζωής …’ χωρίς ωστόσο να παρηγορούμαι από την καταγεγραμμένη γενικότητα αλλά και χωρίς να καταστέλλω την ορμή που με σπρώχνει προς το ανέφικτο.
Καταληκτικός σταθμός της διαδρομής μου, το ‘Flora horribilis’. Αυτή η εναλλακτική ωδή για την μητέρα. Για την βέργα που στηρίζει τον βλαστό. Για το στήριγμα των φυτών που ανεφύησαν. Για εκείνη που, με αυτοθυσία, την ανάπτυξή τους στήριξε. Τυχεροί όσοι βίωσαν τη στοργή της ˙ όσοι κοιμήθηκαν κάτω από το πάπλωμά της. Όσοι αντιλήφθηκαν τη θυσία των καταπιεσμένων αναγκών της και την δόξασαν. Έστω και μετά θάνατον. Μα ούτε και δω αποσπάσματα χωρούν. Χαρείτε το ολόκληρο : ‘Η μητέρα δεν αγαπούσε τον εαυτό της./Μονάχα τα φυτά./Τα σκάλιζε. Τα τάιζε χώμα. Τα πότιζε δάκρυα./Πολλά δάκρυα./Γιατί η μητέρα δεν εκφραζόταν. Ούτε φώναζε./Μόνο έκλαιγε κρυφά./Δημιουργούσε κατάλληλες συνθήκες και τροφή/για τα φυτά της./Πολλά βράδια κρυμμένη πίσω απ’ το παντζούρι/την άκουγα να τους μιλά./Τώρα πια δε μιλά, δεν περπατάει, δε γελά./Δεν κλαίει./Ευτυχώς./Σχεδόν φυτό./Σε λίγο καιρό θα αγαπάει και τον εαυτό της.’.
Καιρός όμως να φεύγω και από την φλυαρία της ψυχής μου να σας απαλλάξω. Να σας αφήσω κι εσάς να καταδυθείτε και τα δικά σας αλιεύματα να φέρετε στο φως. Ένας σπαραγμός, μια κραυγή αλληλεγγύης ήταν για μένα ετούτη η συλλογή. Για τις επιθυμίες που αρνούνται να μας επισκεφθούν ως πραγμάτωση αλλά επιμένουν να ζουν ως ανεκπλήρωτοι πόθοι, για την βασανιστική αρρώστια αλλά και για την απώλεια που ανατρέπει σχεδιασμούς ζωής, για τα πάθη του έρωτα, για την ανιδιοτελή θυσία, για την άδικη ανισοκατανομή του κοινωνικού αλλά και του συναισθηματικού μερίσματος, για την απουσία ουσιώδους στήριξης, πανταχόθεν. Για όλα αυτά που η κοινωνία που δομήσαμε δεν φαίνεται έτοιμη να ακούσει κι ενσυνειδήτως να προσπαθήσει να περιθάλψει και να απαλύνει. Όσο για τους υπεύθυνους του σχεδιασμού δεν το συζητώ, μιας κι οι κραυγές των ποιητών ουδέποτε την ακοή τους προσεγγίζουν. Μοναχική η πορεία του καθενός κι αυτή, με την ζωή του πρέπει να την δικαιώσει για να μην φθάσει ν’ αναρωτηθεί : ‘Ποιος φταίει; Ο πόλεμος/η παλέτα, ο χρωστήρας/ο θάνατος, η διεστραμμένη εποχή/πολλαπλασιαστής χρόνου και πλήξης;’ όπως η ποιήτρια σοφά αναρωτιέται στην ‘Αυτοπροσωπογραφία’, μα ούτε και να κατηγορηθεί ή ακόμα και να διαπιστώσει : ‘Ω μωρία των μωρών παρθένων!/Δεν ξέρατε θα έρθουν χρόνοι δίσεκτοι/θα έρθει χιόνι καταμεσής καλοκαιριού/θα έρθει πείνα, το χώμα πριν ρουφήξει/αίμα ζεστό απ’ τις παχιές σφαγμένες αγελάδες; … Τώρα σιωπή. Μονάχα οι χρησμοί./Τις σάρκες κατασπαράξτε ο ένας του άλλου./Μπορεί και ο καθένας τη δική του./Αρχίστε απ’ το δεξί σας χέρι. Το καλό.’, δικαιώνοντας τον προφητικό της λόγο στην ‘Επιδημία’, ένα ποίημα με το οποίο θα έπρεπε να είχα ασχοληθεί περισσότερο αλλά, εκ προθέσεως δεν το έκανα, μιας και οι στίχοι του ήταν το καταληκτικό μου ατού.
Τέλος λοιπόν και τούτο μόνον απομένει. Αν τα ποιήματα αυτά μετείχαν σε διαγωνισμό κι εγώ ο, τάχατες, σοφός κριτής τους, να πως τα βραβεία θα κατένειμα : 1ο ‘Τα δάχτυλά του’, 2ο ‘Καλλιεργητής άλατος’, 3ο ‘Flora horribilis’ κι έπαινο σ’ όλα τ’ άλλα, μιας και η αρίθμηση, υποχρεωτικά, στο τρία πρέπει να τελειώσει.
Ευχαριστώ θερμά τον ποιητή Μηνά Θεοδώρου για τη διεισδυτική ματιά του και το Περί Ου για τη φιλοξενία του κειμένου.