Όταν τα χρώματα αντιστοιχίζονται με λέξεις,
Πρωσικό μπλε; Δεν ανέγνωσα εξ αρχής τη σημειολογία του τίτλου. Και, ομολογουμένως, πολλά πέρασαν από το μυαλό μου έως ότου έφθασα στην σελίδα 28 και διάβασα το ‘Μπλε κοβαλτίου’. Τότε κατάλαβα, μιας και τις αποχρώσεις των χρωμάτων ουδέποτε είχα κατανεμημένες στο μυαλό μου ˙ στην φυσική τους, εννοείται, διάσταση. Κι όπως ίσως θα καταλάβατε, μιλώ για την ποιητική συλλογή της Φωτεινής Βασιλοπούλου με τίτλο ‘Πρωσικό Μπλε’ από τις Εκδόσεις των Φίλων. Μια ιδιαιτέρως προσεγμένη, στη λεπτομέρειά της, συλλογή όπως εξ άλλου και όλα τα βιβλία της Φωτεινής. Η συγκεκριμένη συλλογή ξεκινά με δύο ‘εισαγωγικά’ ή ‘εναρκτήρια’ ποιήματα, με τα υπόλοιπα να κατανέμονται σε 4 ενότητες με τίτλους : 1)Κατάδυση στη γη, 2)Ημισέληνος θλίψη, 3)Τρικυμία εντός και 4) Έρωτας στο βάθος η εννοιολογική υφή των οποίων στα μάτια μου φαντάζει διαδοχική. Ας την εξερευνήσουμε λοιπόν, για να προσεγγίσουμε το προσωπικό της ‘ορατό’, αλλά και να αντιληφθούμε, σε προσωπικό επίπεδο ο καθείς, την φανταστική διάδραση μεταξύ χρωμάτων και λέξεων. Από το άδηλο σημαίνον στο εμφανές σημαινόμενο δηλαδή. Και πρέπει εδώ να σημειώσω πως, όταν ολοκλήρωσα την ανάγνωση της συλλογής, τα χρώματα χόρευαν στο μυαλό μου τον δικό τους χορό. Με πρωτοχορευτή το μπλε.
Το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής ‘Εξορία’, συνθλίβει. Παρά το γεγονός ότι καλά γνωρίζει πως είναι αδύνατον να εξορίσεις τη μοναξιά, τολμά τον ποιητικό ακροβατισμό. Πρόκειται για ποίημα-δήλωση. Λεκτική ακολουθία που σηματοδοτεί την αξία της έκφρασης αλλά ουδέποτε επαρκεί για τη λύτρωση. ‘Αύριο θα της βρω χαρτιά γι’ άλλη πατρίδα’ γράφει, λες και πρόκειται για μεταναστευτική διαδικασία, σαφώς υπονοώντας ότι γλιστρά σαν χέλι η μοναξιά και κατακυριεύει. Μόνη σωτηρία η συντροφικότητα άλλης ύπαρξης, προς την οποία τείνει θαρρετά το χέρι με την εσωτερική της κραυγή, εντέχνως αποφεύγοντας να κατονομάσει τον προορισμό. Η μοναξιά σαν γενικότητα. Εκείνο είναι που την απασχολεί κι ενδυναμώνει την καταγραφή. Το κενό.
Δεν μασάει τα λόγια της. Πάντοτε θα υπάρχει κάποιο ‘Χαμένο μπάρκο’ στην ζωή μας, ισχυρίζεται στο δεύτερο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής. Καθώς και τ’ αναπάντητα ερωτήματα που αναπόφευκτα το συνοδεύουν. Νομοτέλεια αναπότρεπτη. Η διαχείριση της απώλειας είναι που έχει σημασία. Κι αυτό, γιατί η λήθη, για ορισμένα τουλάχιστον ζητήματα, είναι ανέφικτη. Ίσως και να μην την επιζητούμε κατ’ ουσίαν παρά το γεγονός ότι ‘σπαραχτικά αλυχτάμε ικεσίες’. Ικεσίες για την επιτάχυνση της καύσης της προσωρινής συντριβής, που εκφέρονται εν τη ρύμη της συναισθηματικής διεργασίας αλλά πολλές φορές δεν εννοούνται. Απλώς εκφράζονται σαν παράπονο, με τους στίχους να παραμένουν σαν μια απροσδιόριστη εκκρεμότητα ανατροπής που δεν θα δυνηθούμε να κατακτήσουμε. Ίσως γιατί το αποτέλεσμα είναι πάντοτε αντιστρόφως ανάλογο της εσωτερικής μας ενόρασης, πράγμα που επιβεβαιώνει ο τελευταίος στίχος του ποιήματος ‘ανάξια θύματα εκστρατείας ποιητικής’.
Ο πρώτος κύκλος με τίτλο ‘Κατάδυση στη γη’ μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μια συμπυκνωμένη πραγματεία ζωής και θανάτου. Ξεκινά με τον πανάρχαιο κανόνα της ανακύκλωσης της ζωής, από τον οποίο ουδείς εξαιρείται. Πάντοτε κάτι κυοφορείται στη γωνιά του θανάτου. Εκεί είναι που θ’ ανθίσει η νέα ζωή. ‘Ο θάνατός σου είναι που με γέννησε’, γράφει και δεν έχει άδικο. Ο θάνατος του ‘άλλου’ λοιπόν, εμβρυουλκός μιας νέας ζωής η οποία οφείλει να διατηρήσει την υγρασία που της προσέδωσε η κατασκευή της μυθολογικής καταφυγής. Υγρασία, την οποία θεωρεί ως ελιξίριο επανενώσεως με το φυσικό σύμπαν απ’ όπου και προέρχεται. ‘Νωποί να μένουμε’ είναι η προτροπή της. Μια αλληγορία μάλλον, που παραπέμπει στο εύπλαστο και αέρινο σάρκας και πνεύματος που πρέπει κοπιωδώς να επιτύχουμε ώστε να διεκδικήσουμε μια αξιόκτητη και διακριτή πατίνα ύπαρξης, αφού ‘Η εκκρεμής προσωρινή φυλάκιση στον πόνο και στον βίο εκπνέει πια και είσαι έτοιμος προς αναχώρηση. Να αποδράσεις από τη ζωή’. Ζωή, την οποία απορρίπτει αν πρόκειται να τριγυρνά ‘Πλάνης ανάμεσα στους άλλους άταφους νεκρούς που ζωντανοί νομίζουν ότι είναι’ και σαφώς επιλέγει τον συμβολικό ενταφιασμό του ‘είναι’ στον προσωπικό του Καιάδα από το να συμμετέχει σε μια οιονεί ζωή όπου ‘έχει τόσο κρύο τόσο μίσος’. Γεγονός αναμφισβήτητο η κατάληξη της ζωής με επιδερμικές αναφορές, πράγμα που, με νοήμονα τρόπο, επισημαίνει χρησιμοποιώντας τον σκωπτικό στίχο ‘Πράγματι, ήταν ένας σπάνιος νεκρός’. Πώς αλλιώς όμως να κανακέψεις μια λάθε βιώσασα ύπαρξη που αδήλως πολιορκήθηκε, ακουσίως και κατ’ ανάγκην υπέκυψε και δεν μπόρεσε ν’ αναστηθεί; Άχρηστη παρηγοριά, θα πεις. Ίσως. Αυτό ακριβώς διαπραγματεύεται στο εμβληματικό και μεταφορικό ‘Θα μείνω μέσα’. Ζωγραφεί και κραυγάζει τον απομονωτισμό των σύγχρονων κοινωνιών –πάντοτε όμως δεν ήταν κάπως έτσι;- αντιστρέφει την εικόνα και αναγορεύει την απελπισία σε διασκεδαστικό φάντασμα συνένωσης ψυχών. Και δεν θα μπορούσε να τελειώσει αυτή την ενότητα χωρίς ν’ αναφερθεί στις αυταπάτες, στα ανεκπλήρωτα όνειρα, στον εμπαιγμό της ελπίδας και των θεμελιωδών κανόνων με τον εξαιρετικό αλλά και σκληρό συνάμα στίχο ‘Και τ’ όνειρο του ουρανού μπαίνει βαθιά στο χώμα’. Μια υδάτινη αναρρίχηση χωρίς προοπτική που αναγκαστικά θα την κάνεις, θέλεις δεν θέλεις, και αναγκαστικά και πάλι θα αποτύχεις.
Και να που Ιατρική και Ποίηση μπορούν να συμπορευθούν. Καλεσμένες στην γιορτή της νόησης, πιασμένες χέρι-χέρι, χορεύουν τον χορό της συνύπαρξης, εκτελώντας μ’ επιμέλεια και ακρίβεια τις, επιτυχώς, ευφάνταστες οδηγίες της χορογράφου. Που συμβαίνουν όλα αυτά; Μα στην δεύτερη ενότητα της συλλογής, με τίτλο ‘Ημισέληνος θλίψη’. Μοναδική η ευρηματικότητα και η επιτυχημένη αντιστοίχιση αλλά και οι γλωσσικές αντιστίξεις που, αρχικώς ξαφνιάζουν, αλλά στη συνέχεια με θαυμασμό αποκαλύπτουν και με άπλετο φως λούζουν την αιτιώδη συνάφεια. Και δεν ξενίζουν οι εξεζητημένες λέξεις. Αντιθέτως, με μεγάλη προσοχή επιλεγμένες δίνουν τις απαραίτητες διακριτές πινελιές που αναδεικνύουν το θέμα. Παίζει μ’ αυτές, χαρίζοντας του ένα γλυκό, ανεπισκίαστο, ένδυμα διάφανο στην διερευνητική όραση. Δεν διστάζει να χωρέσει στον ποιητικό της λόγο ασθένειες που ταλανίζουν, να τις γλυκάνει αναμειγνύοντας τες με παιδικούς μύθους (‘Πομφολυγώδης επιδερμόλυση’) και να στήσει μ’ αυτές σύντομες αλλά εύγλωττες παραστάσεις που ελαφρύνουν το βαρύ τους έρμα, εξασφαλίζοντας μια ευγενική κι ευαίσθητη προσέγγιση που ανακουφίζει έστω και στιγμιαία (‘Σπινθηροβόλο σκότωμα’ & ‘Απορία’). Με όχημα τον βιολογικό μηνίσκο, ευφυώς αντιπαραβάλλει συμπαντικά δεδομένα με ψυχικά πάθη γράφοντας ‘Επιτολή μηνίσκου σεληνιακού, Επιτολή θλίψης ημισελήνου’ ενώ στο καταληκτικό ποίημα της ενότητας ‘Στον ορθοπεδικό’ διακρίνει και αναδεικνύει την ελλοχεύουσα διαφορετική κατεύθυνση ψυχικού και πραγματιστικού διακυβεύματος. Ποίηση και Ιατρική λοιπόν, μια ασπρόμαυρη συνύπαρξη ενοποιημένη σ’ έναν πολύχρωμο καμβά.
Εύκολη η αποκρυπτογράφηση της φράσης ‘Τρικυμία εντός’, με την οποία τιτλοφορείται η τρίτη ενότητα της συλλογής. Νομίζω ότι σ’ αυτό το κομμάτι η ποιήτρια απελευθερώνεται από τις όποιες συμβατικές δεσμεύσεις κι αφήνει ελεύθερο κι ανυπεράσπιστο τον συναισθηματικό της κόσμο να εκδηλωθεί, αδιαφορώντας για τα καλοπροαίρετα αλλά κυρίως για τα κακοπροαίρετα ‘πώς’ και ‘γιατί‘. Κι αυτή η έκθεση δεν είναι τίποτε άλλο πέραν μιας ‘κατάδυσης στο πιο βαθύ σημείο του εντός‘, όπως η ίδια ομολογεί μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα του δυστοπικού ‘Απόψυξη‘. Μια εκτεταμένη και διαρκής συνομιλία με την κατ’ ουσίαν μοναξιά, τόσο την προσωπική όσο και την πανανθρώπινη, αλλά και με τα συναφή και τα παράγωγά της. Να τι είναι. Με τον πόνο και την απόγνωσή του που ‘ποτέ δεν ήτανε πιο μπλε‘ στην θαυμάσια ποιητική μεταφορά του ‘Μπλε κοβαλτίου‘, αλλά και με την απώλεια και τ’ ανεκπλήρωτα όνειρα τόσο στον ζωγραφικό πίνακα του ‘Εντός σου‘ όπου ‘τα πένθη συναντούν τις τέφρες τους‘, όσο και στο ιδιαίτερο ‘Αντίπνοια’ με κυρίαρχο στίχο την ‘Ρεστία του απόλυτου χαμού’. Συνεχίζοντας, την βρίσκουμε να αναμετράται με Θεούς και Δαίμονες στην ‘Τρικυμία’ δηλώνοντας την αδιαπραγμάτευτη επιλογή της να συντριβεί ‘με τον δικό της τρόπο’, καθώς και να καταγράφει τον τρόμο του κενού της ζωής και την αγωνία της για την πλήρωσή του στο ‘Horror vacui’, ενώ στο εκρηκτικό ‘Δαγκώνει’, παρακολουθούμε τη ματωμένη συμφιλίωση με τη μοναξιά την οποία επισφραγίζει με την δήλωση, ‘Σ’ όλο τον δρόμο περπατούσα μόνος, Μόνος δεν ένιωσα ούτε στιγμή’. Και η ενότητα αυτή τελειώνει με το ιδιαίτερης ευαισθησίας ‘Σκόνη’ όπου παλεύει με τις ήττες και τα όνειρα που διαψεύσθηκαν και το βασανιστικά τρυφερό ‘Συναίσθημα αποδημητικό’ που το αισθάνθηκα σαν φόρο τιμής στον αποδημητικό έρωτα και άγγιξε τα βάθη της ψυχής μου.
Και ασφαλώς ο έρωτας δεν θα μπορούσε να είναι αποσυνάγωγος από αυτή την ευαίσθητη συλλογή. Του αφιερώνεται καθ’ ολοκληρίαν η τέταρτη και τελευταία ενότητα με τίτλο ‘Στο βάθος έρωτας’. Ένας τίτλος που, στην δική μου οπτική, αφήνει ανοιχτό το παράθυρο της λύτρωσης από τα δεινά που προηγήθηκαν. Υπαίτιος κι αυτός για άλλα δεινά, μα λυτρωτής σαν υπερούσιος Θεός, όταν αποφασίσει τα βέλη της φαρέτρας του σε στόχους πάσχοντες ευθύβολα να κατευθύνει. Ύμνος στον έρωτα. Αυτό κάνουν τα πέντε τελευταία ποιήματα της συλλογής. Υμνούν τα δώρα του, καταγράφουν τις απώλειες και κυοφορούν την αναμονή. Κι αν μου ζητούσαν με τους τίτλους αυτών των πέντε ποιημάτων να γράψω κάτι που ν’ αποπνέει την αισιοδοξία στην οποία αναφέρθηκα, θ’ αντέστρεφα τη σειρά της καταχώρισης και θα ‘γραφα κάτι σαν κι αυτό : «Ανάφλεξη βραδυφλεγής η Βροχή της Απουσίας, ακουμπά τις ελπίδες ηλιοφάνειας στην Επιστροφή μιας ελπιδοφόρου, ερωτικής Άνοιξης!». Ολοκληρώνοντας την αναφορά μου σ’ αυτή την ενότητα, θα ήταν παράλειψη να μην σταθώ στους στίχους που με πυρωμένο, αιχμηρό μέταλλο χαράχτηκαν στο μυαλό μου. Κι αυτοί δεν είναι άλλοι από την τρυφερότατη υπόσχεση ‘Ένα σούρουπο γλυκό πλήρης θα δέσω στον κάβο της μοναξιάς σου’ στην ‘Επιστροφή’ και η διαπίστωση ‘Και στάλα να μη λέω να ξεδιψάσω!’ στην ‘Άνοιξη’, που αποτελεί και το ουσιώδες συστατικό του έρωτα. Την ατέρμονα προοπτική.
Στο τέλος της ανάγνωσης κάθε βιβλίου, ακολουθώ ένα προσωπικό τελετουργικό το οποίο, ασυνειδήτως, αποκτήθηκε σε ανύποπτο και παρελθόντα χρόνο και έκτοτε τηρείται ευλαβικά. Κλείνω τα μάτια και το κρατώ σφιγμένο πάνω στο στήθος μου για μερικά δευτερόλεπτα. Έτσι σαν ένα σιωπηλό ‘ευχαριστώ’ για το ταξίδι. Σαν κίνηση επιδιωκόμενης τροφοδοσίας του εσωτερικού μου κόσμου με τις ιδέες και τα συναισθήματά που γεννήθηκαν. Και τούτη εδώ η συλλογή είχε πολλά να μεταγγίσει. Κάνω χώρο σε νου και ψυχή και απλώνω χαλί υποδοχής κατά πως τους πρέπει.