Ρούφηξα με απληστία τους, πρωτόγνωρης καθαρότητος, στίχους της ποιητικής συλλογής ‘Αμείλικτο Νερό’ της Φωτεινής Βασιλοπούλου. Όταν την κράτησα για πρώτη φορά στα χέρια μου, διερωτήθηκα πώς είναι δυνατός ο επιθετικός προσδιορισμός του νερού ως αμείλικτου. Μπορεί αυτό το ζείδωρο στοιχείο της φύσης να είναι αδυσώπητο; Βιάστηκα να θέσω το ερώτημα μιας και η πρόοδος της ανάγνωσης, απάντησε αβίαστα στο ερώτημά μου, τουλάχιστον όπως εγώ το κατάλαβα. Ναι. Το νερό και η ροή που συμβολίζει, μπορεί να είναι σκληρή και μη οικτίρμων. Όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν και παραδοθεί αμαχητί η αποτροπή. Πίσω όμως στη συλλογή και στα καλά κρυμμένα μυστικά της.
Η Φωτεινή, προσπαθώντας να εξιχνιάσει τις αθιβολές της και ν’ αναμετρηθεί με τους φόβους της, καταδύεται στον συγκινησιακό, συναισθηματικό και πνευματικό της αποταμιευτήρα και ως ευσυνείδητος δύτης, ανασύρει τα αλιεύματά της και τα αναδεικνύει στο προσωπικό ποιητικό της στερέωμα επιλέγοντας το κατάλληλο φόντο για την κάθε περίσταση. Ποικίλη η θεματολογία της, με κεντρικό πυρήνα όμως τον λυτρωτή μα και δυνάστη πόνο, αυτόν τον ροοστάτη της ζωής.
Με τις λέξεις και τα πάθη τους ξεκινά, ως θα έδει. Τις λέξεις που αποτελούν τους θεμέλιους λίθους τόσο της καταγραφής όσο και της εκφοράς του λόγου. Με έναν ευφυή παραλληλισμό, αναδεικνύει την απελευθερωτική αλλά και διαβρωτική δύναμή τους καθώς και το εργώδες απαιτούμενο για ν’ αποκαλυφθούν γυμνές και διάφανες.
Και με την έμπνευση τι γίνεται, αναρωτιέται. Αδύνατον παγίδες να στηθούν για τον εγκλωβισμό της. Η έλευσή της δεν εκβιάζεται με ξόρκια και άλλα περίεργα. Το μόνο που απομένει είναι η καρτερία, με τις κεραίες όμως πάντοτε αναπεπταμένες, της έλευσής της. Και τότε, κάποια στιγμή, το ασυνείδητο, που πάντοτε αδήλως ενεργεί, θα σου την προξενέψει και την σκέψη θα πάρει από το χέρι, οδηγώντας την σε γλέντι τρικούβερτο. Πώς αλλιώς;
Με στίχο τολμηρό και εναργέστατες περιγραφές, προσπαθεί να εικονοποιήσει την ποίηση παρουσιάζοντάς την ως μηχανή μετάλλαξης ˙ ως μετατροπέα και παραγωγό υψιπετών αναζητήσεων. Αναζητήσεων που, φευ, δεν οδηγούν –τις περισσότερες φορές– σε έναστρους ουρανούς, αλλά στον οίνοπα πόντο, στα σκοτεινά νερά του Ομήρου, διατρέχοντας τον κίνδυνο πνιγμού αδυναμίας ή και αντικατοπριστικής μέθης. Παρέχουν όμως την αποκάλυψη του αθέατου καθώς και την βεβαιότητα της συντροφικότητας στο πάθος. Και αυτό δεν είναι αλήθεια η ποίηση; Η προτροπή για φτερούγισμα ή η βεβαιότητα της ομοιωματικής συνύπαρξης. Τι άλλο;
Με ευαισθησία διεκδικεί το όνειρο των αψύχων και με ευφάνταστη μαεστρία, ανασκάπτει, φέρει στο φώς την ομορφιά και την γιγαντώνει. Την ίδια ομορφιά, τη ντύνει με θρησκευτικό μανδύα και ευφυώς την αντιδιαστέλλει με τα πεπερασμένα προστάγματα της ύλης που αναδύονται με την πρώτη ευκαιρία. Έστω και πεθαμένα. Και δεν γνωρίζω, ειλικρινά, άλλον τρόπο για τον εξαγνισμό της αγιότητας πέρα από το πάθος και τον κάματο αυτής της ίδιας της σάρκας.
Αναρτά μυθολογικές επωνυμίες ως σημάνσεις εγκυρότητος πρέπουσας κοινωνικής συνοχής και δεν διστάζει να πιστοποιήσει, πάντοτε ποιητικά, την απεμπόλησή τους στον σύγχρονο βίο, αποκαλύπτοντας την ενσυνείδητη απομάκρυνση με τον θαυμάσιο στίχο ‘Μονάχα, Θέ ‘μου, μη μας σωθεί, μη μας τελειώσει το κερί!’.
Από το διεισδυτικό της βλέμμα δεν θα μπορούσε να διαφύγει η αθωότητα και η ευεπίφορη διάθεσή της για θυσία, αποτυπωμένη σε αλληγορία ζωής. Θυσία σε ιδανικά και αναμονές μονάκριβες που δεν επαληθεύθηκαν, σφαγές σε άγνωστους βωμούς και λήθη. Λήθη, που ο μόνος ορκισμένος πολέμιός της είναι ο ενθυμητικός, ο συναισθανόμενος ποιητικός λόγος. Αυτός ο διασώστης.
Η μνήμη. Πάντοτε η μνήμη. Αυτή που κατακρεουργεί ή διασώζει. Ταυτόσημη η δράση της παρά την έμφυτή διπροσωπία. Ήταν δυνατόν ν’ απουσιάζει αυτός ο Ιανός της παραπλάνησης από την ποίησή της; Η μνήμη προσφιλών απελθόντων που άλλους τους ονοματίζει και άλλους τους υπονοεί. Αυτών που έλαμψαν, με τον δικό του ο καθένας μοναδικό τρόπο, στο στερέωμα της ζωής της και χαράχθηκαν ανεξίτηλα σε νου, ψυχή και σάρκα, κραυγάζοντας την παρούσα, σπαραξικάρδια, απουσία τους. Αυτή την απουσία ανασύρει και την μετατρέπει, μ’ εκρηξιγενή ευαισθησία, σ’ άπνοο εγκόσμια παρουσία μέσα από τα ποιήματά της :
‘ Αμείλικτο νερό ‘ (…καθώς ο θάνατος
απ’ την περίσσια οξυγόνου μεθυσμένος
και τη νίκη του
καθάριος στον αέρα αιωρείται
πάνω απ’ το σταυρωμένο σώμα.)
‘ Παγωμένος Φλεβάρης ‘ (…Δεν κρυώνουν οι νεκροί.
Οι αφελείς.
Δεν ήξεραν πως κι οι νεκροί κρυώνουν.)
Το υπερευαίσθητο ‘ Καπάκι ‘ (…Κλαίει γιατί
σαν πεταλίδα
στης κουζίνας τον βράχο χρόνια γαντζωμένη
ξέρει καλά
πόσο αργεί να κλείσει μιά πληγή.)
‘ Τίτλοι τέλους ‘ (…Όλα τα χαιρέτησε
με πόνο και χάρη
όπως έφευγε
όπως πέθαινε
όπως έζησε.
Με πόνο και χάρη.)
‘ Αποχωρισμοί Ι & ΙΙ ‘ στην ολότητά τους και
‘ Άρωμα αφής ‘ (…Τώρα
μονάχα η μνήμη απομένει
και μια οσμή
ταριχευμένων λουλουδιών
μοναδικό αποτύπωμα ζωής.
Ενδεικτικό το ότι υπήρξες.)
Μέγα το βάρος της ενθυμήσεως, μεγίστη η χαρά της όποιας συνευρέσεως. Ως το τέλος…
Αλλά η ενασχόληση με την μνήμη δεν περατούται με τις αναφορές στην απουσία αγαπημένων που έφυγαν. Πάει πιο βαθιά. Στο αίτιό της, που άλλο δεν είναι από τον τον θάνατο. Αυτόν τον άσπονδο εραστή της ζωής μα και τον θεριστή της, που κινείται με την ίδια χαρακτηριστική ευχέρεια σε παλιούς και καινούργιους δρόμους, δεν γνωρίζει εμπόδια και σκηνοθετεί άριστα την απώλεια σε δυστοπικά αλλά και σε ονειρώδη παρόντα χωρίς να σηματοδοτεί τα μέλλοντα. Και είναι τόσο ευαισθητοποιημένη με αυτό το θέμα που τον αναγνωρίζει σε κάθε μορφή ύλης, αφήνοντας όμως ανοικτές διόδους προς τα χρώματα και τις εικόνες για να τονίσει την ομορφιά και ν’ ανοίξει διάπλατα τις πόρτες του ονείρου. Και νομίζω πως δεν επιζητεί την επιστροφή στην ‘ ενδομήτριο ανεμελιά ‘ όπως κάποια στιγμή αφήνει να εννοηθεί. Διεκδικεί το σήμερα και το γεύεται χωρίς φειδώ, έστω κι αν χάνεται προσωρινά μέσα σε ‘ θανατηφόρες χιονοθύελλες ‘ ˙ έστω κι αν, στιγμές-στιγμές, βρίσκεται κάτω από ‘ παγωμένα δοκάρια ‘ έτοιμα να καταρρεύσουν. Γιατί ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από θραύση αντοχής υλικών. Ενυπάρχει στην ύλη από την στιγμή της γέννησης έως την στιγμή που το ‘ σαρανταπεντάρι ‘ του αθέατου σκοπευτή, θα εκπυρσοκροτήσει.
Δύσκολη η σύμπτωση και πολύ περισσότερο η ταύτιση.
‘ ..Ωραίο οικόπεδο, γωνιακό, μου είπες.
Εμείς οι δύο αμέσως φάνηκε
ήμασταν δίχως μέλλον. ‘ , αντιγράφω από το ‘ Χάλασμα γωνιακό’.
Ασυγκράτητος στην αρχή ο έρωτας, παραβλέπει τα ‘θέλω’ των εμπλεκομένων μερών, τις ευαισθησίες, την ιδιαίτερη ορατότητα. Τον τρόπο, βρέ παιδί μου, που βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Την αδυναμία θραύσης του κελύφους που μας περιέχει. Του προστατευομένου ‘ εξωμητρίου οίκου ’ μας. Επίμονος, θέλει να ζήσει και να οικηθεί. Κι έρχεται εκείνη η στιγμή που η επιμονή ζητά επιτακτικά την πληρωμή της. Και τότε, τις πιο πολλές φορές, μετατρέπεται σε χάλασμα. Γωνιακό ή μη αδιάφορο. Πάντως χάλασμα ζωής, κάτι σαν ‘ αποτοίχισις έρωτος ‘ ή σαν πράξη αντίστασης, νοητικής ή πρακτικής, ασυνειδήτως υφέρπουσας στον χρόνο και σωτήρια εκδηλούμενης την στιγμή του μη περαιτέρω. Ως πυρκαγιά. Ως πύρινη λαίλαπα χωρίς όνομα και χωρίς έλεος.
Αλληγορικός και συμβολικός, πολλές φορές, ο λόγος της, σπαρταράει πιασμένος στο δίχτυ της αδυναμίας για επικοινωνία, ευφυώς αναγορεύει το άσπρο ως το χρώμα της απουσίας, ανασύρει εύθραυστες στιγμές και συνομιλεί μαζί τους, διαμορφώνοντας ερωτήματα για την λήθη που φαίνεται ότι την απασχολεί ιδιαίτερα. Λήθη την οποία στην συνέχεια πιστοποιεί ως νομοτέλεια, επικουρούμενη από την παύση του λόγου στην εποχή της
‘ Ερημίας ‘ όπου όλοι θα κληθούμε κάποια στιγμή, αναπότρεπτα, να μαθητεύσουμε. Άλλοτε πάλι αφήνει ελεύθερη την γραφίδα της να περιπλανάται και ανακαλύπτουμε την δύναμη του στίχου της να θωπεύει ζεστές, γεμάτες χυμούς, καθημερινές ανεκτίμητες στιγμές και στη συνέχεια να τις αντιδιαστέλει με την ψύχρα της εγκατάλειψης. Τίποτε δεν διαρκεί και τίποτε δεν είναι αρκετό, κραυγάζει. Άδειο θα παραμείνει το σώμα να ‘ προσποιείται ζωή ‘, εγκλωβισμένο σε ‘ πνιγμούς δωματίου ‘ και σε παλιά αλλά και φρέσκα τραύματα –αέναη διαδικασία ο καθημερινός τραυματισμός- που χρειάζονται φροντίδα επούλωσης. Είναι όμως αυτό που δικαιούμεθα; Ρητορικό το ερώτημα. Δηλαδή αναπάντητο. Κι έτσι θα παραμείνει.
Η αγαπημένη της αλληγορία – διατρέχει ένα μεγάλο μέρος του έργου της – διαθλάται σε έμψυχα, σε άψυχα και σε καταστάσεις, αιχμαλωτίζει εικόνες και τις μετατρέπει σε λόγο πλουραλιστικό. Αποδέχεται τον ‘ ημερήσιο πόνο ‘ ως πόλο μυστηριακής κι ακατανίκητης μαγνητικής έλξης, αντιλαμβάνεται ατελέσφορα μυστικά καλέσματα που προσκαλούν σε ανθοφορία κάτι ‘ χάρτινα βράδια ‘ μοναξιάς, ρίχνει αγκίστρια δολωμένα με ψυχή μπας και τσιμπήσει τ’ όνειρο και αιχμαλωτισθεί, τις σκοτεινές ώρες η ζωή της αποκαλύπτεται ως ‘ μαστίχι στα δόντια σαρκοβόρου καρχαρία ‘, αποδέχεται ορθολογιστικά την αλλαγή κατάστασης, όταν η απώλεια χτυπήσει την πόρτα, περιγάφοντάς την με άφατη πίκρα αλλά και μ’ εγκαρτέρηση, ενώ φορές-φορές οι αναζητήσεις της κινούνται σε μεταφυσικό επίπεδο. Κι όταν ο έρωτας ξεφτίσει ή αποδράσει, δεν διστάζει ούτε να τον απομυθοποιήσει αλλά ούτε και να πιστοποιήσει, σπαρακτικά, την έλλειψή του.
Και πάλι αναφορά στις λέξεις το ποίημα που κλείνει την παρούσα συλλογή. Οι λέξεις που στοιχειώνουν αλλά και απελευθερώνουν, εκείνες που πληγώνουν μα και φροντίζουν πληγές, οι λέξεις που χαρίζουν ουράνιες πτήσεις ή καταδικάζουν σε υπόγειες διαδρομές. Λέξεις αντιμαχόμενες ή και αλληλοσυμπληρούμενες που, πιεστικά, ζητούν την πρωτοκαθεδρία σε κάθε επικείμενο σχηματισμό.
Και, κακά τα ψέματα, είναι αυτές που κουβαλούν αγόγγυστα κάθε πόνημα σκέψης και κάθε καταγραφή συναισθήματος, όπως η εξαιρετική και ιδιαιτέρως καλαίσθητη ποιητική συλλογή της Φωτεινής Βασιλοπούλου, την οποία σας προτείνω ανεπιφύλακτα και σας προτρέπω να διαβάσετε για ν’ αρδεύσετε τον αγρό της ψυχής σας. Χαρείτε την!
Μηνάς Θεοδώρου