You are currently viewing Ν. Γ. Λυκομήτρος: Δημήτρης Μπαλτάς, «Υπό καθεστώς ομηρίας», Εκδ. Μετρονόμος, 2025  ISBN 978-618-5748-51-7

Ν. Γ. Λυκομήτρος: Δημήτρης Μπαλτάς, «Υπό καθεστώς ομηρίας», Εκδ. Μετρονόμος, 2025 ISBN 978-618-5748-51-7

Δύο χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου του με τίτλο «Τα λεπτά της σιωπής» (Εκδόσεις Κάκτος, 2023), ο ποιητής, φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας, Δημήτρης Μπαλτάς, μας παρουσιάζει τη νέα, έκτη κατά σειρά, ποιητική του συλλογή με τίτλο «Υπό καθεστώς ομηρίας».

 

Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί ένα έργο της Ελληνίδας ζωγράφου Αγγελικής Μουρτά, στο οποίο κυριαρχούν τρία διακριτά χρώματα: το γαλάζιο, το κίτρινο και το πράσινο. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα τρία χρώματα συμβολίζουν, τρόπον τινά, τους τρεις θεματικούς άξονες γύρω από τους οποίους κινείται η συλλογή, δηλαδή τον έρωτα, την ανθρώπινη ύπαρξη και την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Οι τρεις αυτοί άξονες σχηματίζουν, ωστόσο, ένα ενιαίο νοηματικό σύνολο, σε αντιστοιχία με τα τρία προαναφερθέντα χρώματα, τα οποία σχηματίζουν με τη σειρά τους ένα ενιαίο αισθητικό σύνολο.

 

Όπως προαναφέρθηκε, ένα από τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τον ποιητή είναι το ζήτημα του έρωτα. Σε συμφωνία με τις προηγούμενες συλλογές του Μπαλτά, ο έρωτας εμφανίζεται και πάλι ως κάτι το αποσπασματικό, το εφήμερο. Ως ένα πυροτέχνημα που φεγγοβολά μέσα στη νύχτα αλλά εξαφανίζεται αφήνοντας μια αίσθηση ανεπάρκειας. Το συναίσθημα αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στο ποίημα με τίτλο «Παράφορα» (σελ. 12). Οι επίδοξοι εραστές συναντιούνται μέσα στην παγερή νύχτα «γυρεύοντας καταφύγιο προσώρας». Το αντικείμενο του πόθου του ποιητικού υποκειμένου φωτοβολεί «απ’ την έξαψη» και το σώμα του «φλογίζει –

ποίημα αναμμένο». Ωστόσο, οι συναντήσεις αυτές αποπνέουν μία αίσθηση προσωρινότητας.

 

Η αναπόφευκτη κατάληξη αυτής της αίσθησης παρουσιάζεται στο παράπλευρο ποίημα με τίτλο «[Είναι πικρό…]» (σελ. 13). Το προσωρινό δίνει εδώ τη θέση του στην πίκρα γι’ αυτούς που αγαπήσαμε αλλά μας ξέχασαν, γι’ αυτούς που μας απαρνήθηκαν, γι’ αυτούς που «συνεχίζουν αμέριμνοι τη ζωούλα τους». Για τον ποιητή αυτή είναι η λογική εξέλιξη των πραγμάτων, καθώς, όπως αναφέρει στον καταληκτικό στίχο του ποιήματος, «είναι πικρό το αναπότρεπτο».

 

Χέρι-χέρι με την ερωτική επιθυμία βαδίζει η μοναξιά, όπως δηλώνεται στο υπέροχο ποίημα με τίτλο «Πραμάτεια» (σελ. 16):

 

Τις νύχτες που γυρεύουμε τρόπους

να βολέψουμε το πάθος μας

ξεπουλάμε όσο όσο

κι αξιοπρέπεια κι εγωισμό

για μια σάρκα ναρκωτική

για λίγες ρανίδες ηδονής.

 

Έπειτα φουντώνει η μοναξιά και μας καίει.

 

Το ίδιο ζήτημα θίγει ο Μπαλτάς και στο ποίημα με τίτλο «Αμυχή» (σελ. 30). Αφού διατρανώνει και πάλι την πεποίθησή του για το εφήμερο του έρωτα («Δεν μπορώ να παγώσω τη στιγμή»), το ποιητικό υποκείμενο μοιραία εγκαταλείπει το αντικείμενο του πόθου του το ξημέρωμα και, καθώς αντικρύζει τις αμυχές από την ερωτική περιπέτεια που προηγήθηκε, συνειδητοποιεί ότι «σε κάθε αθώα αμυχή βρίσκει τρόπο να τρυπώνει η μοναξιά».

 

Μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή του έρωτα πραγματεύεται ο ποιητής στο ποίημα με τίτλο «Σε μια κωμόπολη λίγο έξω από την Αθήνα» (σελ. 23). Η μη αποδοχή των ερωτικών επιλογών ενός ανθρώπου από το κοινωνικό σύνολο τον ακολουθεί έως την τελευταία του κατοικία. Ο ποιητής μάς μεταφέρει σε ένα σκηνικό κηδείας σε μια επαρχιακή πόλη. Το ζευγάρι των εραστών που παρευρίσκεται στον καφέ της παρηγοριάς δεν ανταλλάσσει κουβέντα. Τους προβληματίζει, όμως, το ίδιο πράγμα. Όχι ο φόβος του θανάτου, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά ο φόβος για «τα λόγια που θ’ ακολουθήσουν, τα βλέμματα, την επιτίμηση, τη σούμα». Ο κοινωνικός ρατσισμός μάς ακολουθεί κατά πόδας, ως το τέλος.

 

Τον δεύτερο θεματικό άξονα της συλλογής συναπαρτίζουν ποιήματα που πραγματεύονται τα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα που απασχολούν τους ανθρώπους, όπως ο θάνατος. Στο ποίημα με τίτλο «Μεγάλο Σάββατο ΙΙ» (σελ. 15) δεσπόζει το βράδυ της Ανάστασης η απουσία της μάνας («Έφυγα βιαστικά χωρίς να πάρω το φως. Πρώτη φορά έμεινε το κερί σβηστό, μάνα»).

 

Από την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου μεταφερόμαστε, στο ποίημα με τίτλο «Νυχτοβάρδια» (σελ. 22), στον κόσμο του περιθωρίου όπου η απώλεια παίρνει τη μορφή μιας νεκρής συναδέλφου. Καθώς ξεκινά άλλη μια νυχτοβάρδια, μια ιερόδουλος συλλογιέται μια φίλη της, η οποία χάθηκε πρόσφατα. Ο θάνατος είναι πανταχού παρών, σε κάθε έκφανση της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ανάμνηση των τεθνεώτων προσφέρει, ωστόσο, μια απρόσμενη παρηγοριά. Όπως αναφέρει ο Μπαλτάς στο ποίημα με τίτλο «Των προσφιλών» (σελ. 40) «τα νεκροταφεία αποπνέουν μια περίεργη γαλήνη· κάθε φορά ανάλαφρος φεύγω από τα μνήματα».

 

Πέρα από τον θάνατο, ο ποιητής πραγματεύεται και το ζήτημα της υπαρξιακής θλίψης στο συγκινητικό ποίημα με τίτλο «Το σκυλί μου» (σελ. 34). «Τα βράδια της θλίψης», εκεί που δεν υφίσταται ανθρώπινη παρουσία, το ποιητικό υποκείμενο έχει ως άξιο συμπαραστάτη τον τετράποδο φίλο του. Εκείνον που χωρίς να ζητά εξηγήσεις και ανταλλάγματα τού «παραστέκεται αγόγγυστα». Κι αυτός φοβάται μην χάσει «αυτή την τελευταία μονάκριβη παρηγοριά».

 

Ξεχωριστή μνεία αξίζει να γίνει στο ποίημα ποιητικής με τίτλο «Τα βραβεία» (σελ. 26). Θίγοντας με καυστικό τρόπο το ζήτημα της ατέρμονης προσπάθειας ορισμένων για την κατάκτηση ενός βραβείου, προκειμένου να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία τους, καταλήγει στον ακροτελεύτιο στίχο του ποιήματος: «Αν αυτοί περνιούνται για ποιητές/εγώ προτιμώ να παραμένω άνθρωπος». Η ρήση αυτή απηχεί τον στίχο της Κατερίνας Γώγου «Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος» από το 32ο ποίημα της συλλογής «Ιδιώνυμο» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1980), αποτελώντας το νήμα που συνδέει τον ποιητή με τους λογοτεχνικούς του προγόνους.

 

Ο τρίτος και τελευταίος άξονας της συλλογής απαρτίζεται από τα ποιήματα με κοινωνικοπολιτική χροιά. Στο ποίημα με τίτλο «Κοινωνικές υποχρεώσεις» (σελ. 10), ο Μπαλτάς καταδικάζει την υποκρισία ορισμένων κυριών της «καλής κοινωνίας», οι οποίες πίσω από το προσεκτικά φιλοτεχνημένο προφίλ του κοινωνικά ευαισθητοποιημένου ανθρώπου κρύβουν το μίσος τους για τους «αναξιοπαθούντες».

 

Ακολουθεί το ποίημα με τίτλο «Έγκλημα» (σελ. 20), όπου ο ποιητής εκφράζει την αλληλεγγύη του στους εργατικούς αγώνες και προτάσσει την Ποίηση ως ασπίδα ενάντια στην αστυνομική καταστολή.

 

Στο πεζοποίημα με τίτλο «Εν απορία» (σελ. 21) η δράση εκτυλίσσεται σε ένα συνοικιακό βιβλιοπωλείο. Όταν ο βιβλιοπώλης ερωτά τον ποιητή γιατί δεν σταματούν οι πόλεμοι, εκείνος του απαντά αποστομωτικά: «Είναι ποτέ δυνατόν να πάψει η πιο επικερδής επιχείρηση; Να πτωχεύσουν την πιο προσοδοφόρα μπίζνα; Στο όνομα τίνος; Της ειρήνης; Μα, η ειρήνη, φίλε μου, είναι σαν την ποίηση. Δεν πουλάει».

 

Κλείνοντας την αναφορά μας στα πολιτικά ποιήματα της συλλογής, αξίζει να αναφερθούμε στο ποίημα με τίτλο «Ασυμπτωματικός» (σελ. 32). Σχολιάζοντας τη μεταστροφή ενός προσώπου, το οποίο στα νιάτα του εμφορούνταν από επαναστατικές ιδέες αλλά, όπως συμβαίνει συχνά, ως μεσήλικας μετατράπηκε σε έναν συμβιβασμένο μικροαστό, ο ποιητής καταλήγει: «Το πιο παράξενο: η μετάλλαξη επήλθε εν κρυπτώ,/τίποτα δεν την πρόδιδε· ήταν απολύτως ασυμπτωματικός».

 

Μέσα από την ποιητική συλλογή «Υπό καθεστώς ομηρίας» ο Δημήτρης Μπαλτάς συνεχίζει με σταθερό βηματισμό την ανοδική του πορεία στη Νεοελληνική Ποίηση. Άλλοτε με γλώσσα λόγια και άλλοτε με γλώσσα λαϊκότροπη, μα πάντοτε με ολιγόστιχα ποιήματα, παρουσιάζει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο όψεις της ερωτικής ζωής, της ανθρώπινης ύπαρξης και της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. Με λόγο άλλοτε λυρικό και άλλοτε καταγγελτικό δομεί μια ισορροπημένη ποιητική συλλογή, προσφέροντας στο αναγνωστικό κοινό «ένα σημείο αναφοράς/όταν όλα μυρίζουν σήψη και ναφθαλίνη» («Κάστρο άπαρτο», σελ. 35).

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.