Θα ήταν στα δεκατρία της, όταν για πρώτη φορά ένιωσε έκπληκτη πάνω από τον αριστερό της ώμο, το βλέμμα του να επεξεργάζεται με προσήλωση την άσκηση για τα ασυναίρετα σε -μι.
-«Όλη τη β΄ συζυγία, άστη επάνω μου» της είχε πει σοβαρά, «εγώ καθαρίζω».
Έμοιαζε πάντα να ξέρει ακριβώς τι έπρεπε να κάνει για εκείνη. Και η ίδια η Ελένη τον φρόντιζε βέβαια, παίρνοντας ωστόσο πάντοτε, εξαιρετικές προφυλάξεις. Η αποκάλυψη της παρουσίας του θα τον εξέθετε σε ανυπολόγιστο κίνδυνο, όπως της είχε εξηγήσει. Βλέπεις ο Ευγένιος μόνο σ εκείνη φανερωνόταν με την μορφή που είχε: Τότε ήταν μικρούλης ακόμη, καταπράσινος και ζωηρός, με απαλά νύχια και δυο ασχημάτιστα κι αδύναμα φτεράκια. Καθώς τα παιχνιδιάρικα μάτια του την κοίταζαν με συμπάθεια και ειλικρινή αφοσίωση, συνήθισε πολύ γρήγορα την παρουσία του. Ο Ευγένιος στον περίγυρο φανερωνόταν σαν ένα κάπως σιχαμερό, για τους ευαίσθητους, ινδικό χοιρίδιο, που διαβιούσε κυρίως στο κάτω δεξιά συρτάρι του κομοδίνου της. Οι μορφές που έπαιρνε κατά περίπτωση, είχαν μεγάλη ποικιλία: άλλες φορές φαινόταν όμοιος με την αγαπημένη της παιδική κούκλα, κι άλλες με την εφηβική της τσάντα, τη ζωγραφισμένη με ονόματα από μουσικές μπάντες. Ως κάτι τέλος πάντων αναμενόμενο και απαρατήρητο.
Τα βράδια που κοιμόταν ξένοιαστη, όλα τα δύσκολα της ημέρας έβρισκαν λύση: Οι απολυτήριες εξετάσεις ήταν ένας χαλαρός περίπατος. Αργότερα, τα βήματα του χορευτικού ή τον ρόλο της στο θεατρικό ανακάλυπτε το πρωί πως τα είχε όλα ήδη δουλεμένα και προβαρισμένα. Λίγο πιο μετά, η ύλη των πανελληνίων, οι φοιτητικές εργασίες, τα «sos» των εξεταστικών, όλα στο πρωινό της ξύπνημα βρίσκονταν τακτοποιημένα και ξεκάθαρα στο μυαλό της. Ήταν πια ολόκληρη κοπέλα όταν και οι επιστημονικές και οι εργασιακές της υποχρεώσεις την περίμεναν διευθετημένες με σύστημα και επιμέλεια μέσα σε ντοσιέ και φακέλους, έτοιμες για παρουσίαση. Η Ελένη, πάντα καταδεκτική και γλυκομίλητη, διέπρεπε παντού.
Ο Ευγένιος δούλευε υπερωρίες για χάρη της και ταυτόχρονα δυνάμωνε και θέριευε. Πλέον κατοικούσε μόνιμα στην αυλή της μονοκατοικίας που εκείνη ζούσε με τον άντρα της και τα τρία παιδιά τους. Χρόνια παντρεμένη πια, μαζί με μια σκληρή δουλειά, είχε και την αποκλειστική φροντίδα όλων, και επιπρόσθετα των δυο πεθερικών της, οι οποίοι υποστήριζαν ότι υπέφεραν από κάποιες απροσδιόριστες ασθένειες που τους ανάγκαζαν να απαιτούν διαρκή περιποίηση και υποστήριξη. Όλα περνούσαν από τα χέρια της με τρόπο άνισο και υποτιμητικό, όπως της επισήμαινε αγανακτισμένος ο γιγάντιος και τώρα πλέον κυανοπράσινος, δράκος της αυλής.
Νωρίς το ξημέρωμα εκείνης της ημέρας, η Ελένη κοιτούσε με ανακούφιση και ευγνωμοσύνη τα πλυμένα πιατικά, το σκουπισμένο πάτωμα, τα σιδερωμένα ρούχα τοποθετημένα συμμετρικά πάνω στην σιδερώστρα και την κατσαρόλα που μοσχομύριζε γιουβαρλάκια αυγολέμονο.
Ο Ευγένιος είχε βάλει τα δυνατά του το βράδυ. Τον κοίταξε έτσι πελώριο και πανίσχυρο και του έστειλε ένα φιλί με το χέρι της από το ανοιχτό παράθυρο. Εκείνος της έκλεισε το μάτι συνωμοτικά.
Σε λίγο, βγήκε βιαστική γιατί ίσα που προλάβαινε, πριν ξεκινήσει για το εργοστάσιο, να τρέξει για λίγο στης μάνας της, στην απέναντι πλευρά του αυλόγυρου, όπου βρισκόταν το δωμάτιο που της είχε παραχωρηθεί.
– «Για όσο με αναγνωρίζει ακόμα, η γλυκιά μου» του είπε περνώντας τρεχάτη από μπροστά του.
-«Την έρμη κι αυτή την κυρά – μάνα, τί θ’ απογίνει;», σκέφτηκε αποκαρδιωμένος γι αυτά που δεν είχε την μπόρεση να φτιάξει ο θηριώδης φίλος της. Το ένιωθε με οδύνη, πως η Ελένη συντηρούσε την μάταιη ελπίδα, ότι εκείνος θα μπορούσε ίσως να καθαρίσει κι αυτήν ακόμα την αμείλικτη καταχνιά που εξάλειφε ραγδαία το μνημονικό της μητέρας της.
Στο μεταξύ, με το που απομακρύνθηκε εκείνη, ακούστηκε η εξώπορτα του σπιτιού να ανοίγει. Γρήγορα ο πελώριος δράκοντας τεντώθηκε νωχελικά στο τριμμένο χαλάκι που βρισκόταν ακριβώς απέξω, μεταμορφωμένος στο αγαπημένο της γκρίζο, αναμαλλιασμένο γατί.
-«Κάτι πρέπει να γίνει επιτέλους!» είπε ο γέρος βγαίνοντας.
-«Έχει ξεφύγει τελείως η αλαφροΐσκιωτή σου». «-Μας έχει κάνει ρεζίλι σε όλο το χωριό»…κλαψούρισε η ηλικιωμένη γυναίκα, δίπλα του.
– «Το βλέπεις κι εσύ παιδί μου, είπε ο πρώτος, πιο ήπια τώρα, στον νεότερο άντρα που στέκονταν συνοφρυωμένος μαζί τους. Γυναίκα σου είναι, αλλά κάπου να μπει και η λογική μπροστά, γιέ μου».
-«Κάθε βράδυ, τόσα χρόνια λαχταράει η καρδιά μας που ζούμε με ένα βρικόλακα», υψώνει την φωνή η ηλικιωμένη τρέμοντας από τα νεύρα. – «Μη με κοιτάς έτσι! Μέχρι τα ξημερώματα την βλέπουμε και την ακούμε να πλένει, να μαγειρεύει, να σιδερώνει, να σκουπίζει, μέχρι να φέξει ο Θεός τη μέρα. Υπνοβασίες και κολοκύθια! Η γυναίκα δεν είναι καλά!»
-«Τα ’χει παίξει, η μαμά», συμπλήρωσε μισογελώντας η πιο μικρή της παρέας, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το κινητό της».
-«Έτσι είναι τα πράγματα, παιδί μου, σου μιλάω και σαν πατέρας και σαν παππούς! Ορίστε! -έδειξε προς το μέρος της νεαρής και του μεγαλύτερου αδελφού της, που χαμογελούσαν μακάρια, παραδομένοι στα θαύματα της φωτεινής οθόνης- μέχρι και τα παιδιά σου το λένε! Αν δεν φερθείς εσύ υπεύθυνα, θα ζητήσω να εγκλειστεί με εισαγγελική παραγγελία! Έλεος πια!»
-«Δεν ξέρω, κάντε ότι θέλετε, εγώ πείνασα, πάω να δω τι φαγητό έχουμε», είπε βιαστικά ο νεαρός σύζυγος και μπήκε στο σπίτι.
Ο Ευγένιος, κοίταξε προς την πλευρά της Ελένης που στεκόταν ακόμη μπροστά στην πόρτα της μάνας της. Ήταν βέβαιο ότι τα άκουγε όλα…
… Αποφασισμένος να κινηθεί γρηγορότερα απο τις εξελίξεις, ξεδιπλώθηκε θεόρατος, δρασκέλισε με τη μια όλη την αυλή και ξεφυσώντας αιφνιδιαστικά την πιο πυρακτωμένη γλώσσα φωτιάς που είχε βγάλει ποτέ δράκος απο το στόμα του, πυρπόλησε την πόρτα, η οποία δεν είχε ακόμη κλείσει καλά-καλά πίσω από τους τέσσερις. Κατόπιν, με ένα χτύπημα της φολιδωτής ουράς του, γκρέμισε, θα έλεγε κανείς απόλυτα στοχευμένα, όλη την πρόσοψη του κτιρίου. Λίγο πριν εισβάλλει ορμητικά μέσα στις στάχτες με όλο το, πλέον, δυσθεώρητο παρουσιαστικό του, προκειμένου να την απαλλάξει, με όλους τους φριχτούς και εντελώς απερίγραπτους τρόπους που διέθετε, απ’ ό,τι βάραινε κι έκλεβε τις μέρες της, για μια ακόμη, μάλλον τελευταία, αλλά -οπωσδήποτε- καθοριστική φορά, φώναξε καθησυχαστικά προς την απέναντι πλευρά στην αγαπημένη του φίλη, στέλνοντας της παράλληλα κι ένα δροσερό φιλί:
-«Μη σε νοιάζει τίποτα εσένα, εγώ θα καθαρίσω»…