You are currently viewing Νάνση Εξάρχου: Περί έρωτος
a hotel room bed, messy and unmade. 2 pillows and a duvet, all white, against a deep purple headboard.

Νάνση Εξάρχου: Περί έρωτος

Περί έρωτος

 

Χρωματιστοί κύβοι, νεοκλασικά σπίτια χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σκαρφαλωμένα μέχρι την κορυφή του λόφου, λάμπουν στον ήλιο. Οι εραστές ξυπνούν τυλιγμένοι στο ροδακινί φως της μέρας που τρυπώνει μέσα από την κουρτίνα. Ακούγεται να χτυπάει η καμπάνα μιας κοντινής εκκλησίας. Σήμερα δεν γιορτάζει κανένας Άγιος, μάλλον θα είναι για μνημόσυνο.

Μέσα από τον καθρέφτη παρατηρεί τον Νικήτα που χτενίζει με απαλές κινήσεις και τρυφερότητα τα μαλλιά της κι αφήνεται στην ευχαρίστηση της φαντασίωσης  πως ένας εραστής – μπαμπάς την φροντίζει. Τώρα που είναι μια όμορφη γυναίκα που φοράει κραγιόν, ακριβώς όπως η μαμά, σίγουρα θα παντρευτεί τον μπαμπά.

Τον βλέπει που σηκώνει τα μαλλιά ψηλά πάνω από τον λαιμό της και σκύβοντας φιλάει εκείνο το κρυφό σημείο που οι Γιαπωνέζοι θεωρούν το πλέον ερωτικό του γυναικείου σώματος, τον αυχένα της. Την πλημμυρίζει κύμα ηδονής και ταραχής, λες και είναι η πρώτη φορά που αντρικά χείλη την αγγίζουν.

Ο τρυφερός εραστής που στέκεται πίσω της την τυλίγει στην αγκαλιά του σφιχτά σαν κισσός και της ψιθυρίζει πως εκείνη είναι η πατρίδα και η πλάστρα του. Ο έρωτας του κάνει την καρδιά της Μύριαμ να φουσκώνει, πανί μιας βάρκας το στήθος της, στον νου της φυσάει αέρας χαράς που την στροβιλίζει ψηλά σε σφαίρες πληρότητας.

Περπατούν χέρι χέρι στους δρόμους της μικρής πόλης, όταν περνούν μπροστά από μιαν απεριποίητη αυλή. Μέσα από την ανοιχτή καγκελόπορτα φαίνονται δυο γεροντάκια που κάθονται ζαρωμένα γύρω από ένα παλιό και ξεβαμμένο τραπέζι, το βλέμμα τους απλανές, δεν μιλούν.

Με μια κίνηση του κεφαλιού της τα δείχνει και λέει χαμογελώντας πως έτσι θα γίνουν κι αυτοί.

Αυτή  η κίνηση, αυτή η κουβέντα έφτασε για να γκρεμίσει την Μύριαμ από τα ύψη ευδαιμονίας που πετούσε, στα σκοτεινά Τάρταρα.

Στη θλιβερή εικόνα του ζευγαριού, κόπασε με μιας ο αέρας χαράς που φούσκωνε την καρδιά της. Την τύλιξε μαύρος πανικός.

Ο Νικήτας αμέριμνος της μιλούσε για το τελευταίο κομμάτι της ζωής που θα περνούσαν μαζί, πως θα γερνούσαν παρέα και όσο εκείνος έκανε όνειρα, τόσο εκείνη μέσα της πάγωνε, ζάρωνε, η εικόνα των γερόντων της φάνηκε η προσωποποίηση της παρακμής, μια καταδίκη.

Η χαριστική βολή έπεσε όταν το απόγευμα έκαναν έρωτα.

Ενώ ο Νικήτας χαιρόταν το σμίξιμο τους, η Μύριαμ δεν κατάφερε να κρύψει τη βδελυγμία της όταν είδε το πηχτό σαν ασπράδι αυγού σπέρμα του να απλώνεται στην κοιλιά της. Δεν είχε δει ποτέ της παρόμοια εκσπερμάτωση. Άσπρη και συμπαγή! Πάλι καλά που δεν τελείωσε στο στόμα της. Στο μπάνιο, εκεί που βιάστηκε να κρυφτεί, να ξεπλύνει τη σιχασιά, τον είδε μέσα απο το τζάμι που τους χώριζε, να μαζεύει με μια κίνηση τα μπουκαλάκια με τα σαμπουάν και τα αφρόλουτρα, καθώς και το χαρτί υγείας με το όνομα του ξενοδοχείου τυπωμένο στο περιτύλιγμα του. Αναρωτήθηκε ποιός να είναι ο βαθύτερος λόγος που οδηγεί κάποιον να κλέψει το χαρτί υγείας ενός ξενοδοχείου. Να παίρνει μαζί του τα σαπούνια, σαν ανάμνηση της διαμονής, το καταλαβαίνει. Αλλά το χαρτί;

Η έλξη που ένιωθε γι αυτόν, ο ερωτισμός, ξαφνικά εξατμίστηκαν. Τη θέση τους πήρε η περιφρόνηση, ένα αίσθημα ασφυξίας, μία ματαίωση.

Η έκφραση αηδίας στο πρόσωπο της του φάνηκε σαν χαστούκι. Χαστούκι που του έδωσε αμέσως μετά την ηδονή που του προκάλεσε με το χέρι της, με αυτό το ανεπανάληπτο άγγιγμα της που και νεκρούς ανασταίνει. Καλλίτερα να ήταν σκοτάδι, μαύρα μεσάνυχτα, να μην είχε αντικρίσει εκείνη την τρομερή έκφραση που πήρε το πρόσωπο της λίγες μόνο στιγμές αφ’ ότου εκείνος την είχε κοιτάξει κατάματα με λατρεία, καθώς έκαναν έρωτα.

Η μέρα που ξεκίνησε ηδονικά και αμέριμνα έκλεισε με ύπνο μοναχικό, χωρίς να αγγίζονται, χωρίς να δώσουν φιλί ή να πουν καληνύχτα. Το πρωί βγήκαν από το ξενοδοχείο σιωπηλοί, απέφυγαν να κοιταχτούνε στα μάτια, ο καθένας με την αποσκευή του στο χέρι γύρισαν την πλάτη και οι δρόμοι τους χωρίσανε.

 

 

Η Μύριαμ που τον σκέφτεται ακόμα, τις νύχτες ακούει στο σκοτάδι το δέρμα της να τρίζει. Φουσκώνει η λύπη μέσα της, γίνεται λίπος που προσπαθεί να γεμίσει το κενό που έχει αφήσει πίσω του ο Νικήτας. Τα συναισθήματα της όμως παραμένουν ανάμεικτα. Η λατρεία χορεύει στροβιλίζοντας με την απέχθεια και πότε η μια, πότε η άλλη σέρνει τον χορό. Αλλά έτσι είναι ο έρωτας: του ύψους και του βάθους, συγχρόνως. Διπρόσωπος, ασπρόμαυρος. Η άσπρη, ζαχαρένια όψη, κρύβει τη ζάλη του πρώτου ενθουσιασμού, τη ζάλη της έλξης, της ηδονής. Ενώ η μαύρη έχει φαρμακερή γεύση δυσφορίας, απογοήτευσης, εγκατάλειψης.

Η σκουριά του χρόνου αλλάζει το σώμα. Γαλάζια ποτάμια διατρέχουν τα πόδια, μικρά πυροτεχνήματα κόκκινα και μωβ σκάζουν στις γάμπες, είναι νύχτες που οι μύες των ποδιών, γίνονται σαν ξύλινοι, ακίνητοι από τις κράμπες. Ισως κάνουν πρόβα για τότε που θα έρθει ο θάνατος. Κι όμως, ενώ το σώμα βαραίνει, νους και καρδιά πάλλονται ακόμα με νεανικό ενθουσιασμό. Η καρδιά του Νικήτα πάντα ερωτευμένη, ο νους του σε εγρήγορση, σκαρφίζεται τρόπους να προσεγγίσει το αντικείμενο του πόθου.

Μάζεψε όλο του το θάρρος και πήγε να χτυπήσει την πόρτα της. Μόνο που το όνομα στο κουδούνι της έχει αλλάξει.

Από τότε βλέπει στον ύπνο του πως ανεβαίνει σε λάθος λεωφορείο, πως βλέπει την Μύριαμ να περνάει από μακριά, την φωνάζει αλλά δεν βγαίνει ήχος από το στόμα του, πως χάνονται σε μια πόλη ξένη, άγνωστη, ανεξερεύνητη.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.