Καθόμουνα στα σκοτεινά
Ήσυχος επιτέλους
Χωρίς τα βάρη της ζωής
Μήτε και τις χαρές της.
Και κει που αναπαυόμουνα
Στα τρυφερά σκοτάδια
Αίφνης φωνή ακούγεται
Φωνή που με φωνάζει
-Λάζαρε βγες απ´τη σπηλιά
Τον κάτω κόσμο άσε.
Ηταν φωνή με δύναμη.
Αντίσταση δεν είχα.
Υπάκουσα, σηκώθηκα,
από τον τάφο εβγήκα
Και η ζωή με κέρδισε
Γύρισα απο τον Άδη.
Εκει που ήταν όμορφα,
Ήσυχα, μετρημένα.
Τώρα ξανάμαι στην τριβή
Την άγρια βιοπάλη,
Στου βίου τις κακοτοπιές
Αλλά και στις χαρές του.
Γιατί δεν με αφήσατε
Στον Άδη να ησυχάσω;
Δεν είναι αγάπη αδελφική
Που μ’ έφερε κοντά σας,
Μόνο ο φόβος της ζωής
Που δεν βαστιέται χώρια.