You are currently viewing Ναυαγοῦ τάφος εἰμί: Ἕξι ἐπιτύμβια  ἐπιγράμματα ἀπὸ τὸ ἕβδομο βιβλίο τῆς Παλατινῆς Ἀνθολογίας (μετάφραση: Τασούλα Καραγεωργίου)   

Ναυαγοῦ τάφος εἰμί: Ἕξι ἐπιτύμβια  ἐπιγράμματα ἀπὸ τὸ ἕβδομο βιβλίο τῆς Παλατινῆς Ἀνθολογίας (μετάφραση: Τασούλα Καραγεωργίου)  

Στὴ μνήμη τῶν ἀθώων θυμάτων τῆς πρόσφατης ἀνείπωτης τραγωδίας,  ποὺ μετέτρεψε τὰ νερὰ τῆς θάλασσάς μας σὲ ἕνα ἀπέραντο κενοτάφιο ψυχῶν, παρατίθενται στὴ συνέχεια ἕξι ἐπιτύμβια ἐπιγράμματα ἀπὸ τὸ ἕβδομο βιβλίο τῆς Παλατινῆς Ἀνθολογίας. Πρόκειται γιὰ δραματικὲς ἀφηγήσεις βίαιης διακοπῆς τῆς ζωῆς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πάλης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ ἀκαταμάχητο θηρίο τῆς θαλάσσης, συμπυκνωμένες μάλιστα σὲ ἐλάχιστους στίχους. Παράλληλα ἂς ἀναγνωσθοῦν τὰ ἐπιγράμματα αὐτὰ ὡς μιὰ ἐλάχιστη  συμμετοχὴ στὸν θρῆνο γιὰ τὴν τραγικὴ μοίρα τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων ποὺ —σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ σὲ ὅλους τοὺς τόπους— καθὼς ἀναζητοῦν μιὰ καλύτερη ζωὴ ὁδηγοῦνται σὲ ἔνα ἀποτρόπαιο θάνατο, ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι πὼς «δὲν ἔχουν τελειωμὸ τὰ βάσανα τοῦ κόσμου».

Ὄλα τὰ ἐπιγράμματα προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐκτὸς ἐμπορίου —μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Σάμη Γαβριηλίδη— ἔκδοση: Ναυαγοῦ τάφος εἰμί, Ἐπιτύμβια  ἐπιγράμματα ἀπὸ τὴν Παλατινὴ Ἀνθολογία, εἰσαγωγή, ἐπιλογὴ καὶ μετάφραση: Τασούλα Καραγεωργίου,  Γαβριηλίδης 2016.

 

1.ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ 

[Ναυαγοῦ εἶμαι τάφος]

 

Ναυαγοῦ εἶμαι τάφος· μὰ ἐσὺ τὸ ταξίδι συνέχισε·

ἄ, κι ἐμεῖς σὰν χανόμασταν, τ᾿ ἄλλα καράβια τὴ θάλασσα διέπλεαν.

7.282

 

  1. ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

[τὴ δική του θρηνώντας ζωὴ]

 

Ναυαγέ, πές μου, ξένε, ποιὸς εἶσαι καὶ ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου;

Στ᾿ ἀκρογιάλι σὲ βρῆκε νεκρὸ ὁ Λεόντιχος

καὶ σὲ τοῦτον τὸν τάφο σ᾿ ἐκήδεψε,

τὴ δική του θρηνώντας τὴν ἄθλια ζωή·

— οὔτε ἐκεῖνος ποτὲ δὲν ἡσύχασε·

σὰν τὸν γλάρο τὰ πέλαγα ὀργώνει.

7.277

 

  1. ΔΑΜΑΓΗΤΟΥ

[γυμνὸς  σ᾿ ἀφιλόξενη ἀκτή]

 

Μιὰ φορὰ ὁ Θυμώδης θρηνώντας  γιὰ τὸ ἀδόκητο τέλος

τοῦ  παιδιοῦ του τοῦ Λύκου τὸν κενὸ τοῦτο τάφο

μὲ σπονδὲς νεκρικὲς τὸν τιμοῦσε·

γιατὶ ἐκεῖνον δὲν σκέπασε

λιγοστὸ ξένο χῶμα, μὰ θὰ  βρίσκεται ἴσως

σὲ ἀμμώδη γυαλὸ ἤ σὲ νῆσο ἁλίκτυπη–

καὶ χωρὶς ταφικὲς προσφορὲς τὰ ὀστᾶ του θὰ δείχνει

ἐνῶ κεῖται  γυμνὸς  σ᾿ ἀφιλόξενη ἀκτή.

7.497

 

4.ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

[Ὁ μικρούλης Κλεόδημος]

 

Τὸν μικρούλη Κλεόδημο,

βυζανιάρικο βρέφος ἀκόμα, καθώς

στὸ πλευρὸ στηριζόταν τοῦ πλοίου

βοριᾶς θρακικὸς τὸ παρέσυρε

μέσα στ’ ἄγριο τὸ πέλαγος

καὶ τὸ κῦμα εὐθὺς τὴν ψυχὴ τοῦ μωροῦ τὴν ἀφάνισε

Ἂχ Ἰνώ, ἀνελέητη νύμφη,

τὸν ὁμήλικο τοῦ Μελικέρτη

ἀπ’ τὸν Ἅδη τὸν μαῦρο  δὲν γλίτωσες.

 7.303

 

  1. ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

[Ἡ κούφια λέξη]

 

Στὴν πατρίδα μου ἤδη σχεδὸν εἶχα φτάσει καὶ «Αὔριο» εἶπα

«ἡ φουρτούνα ποὺ μ’ ἔπληξε θά ᾿χει κοπάσει»

Μὰ δὲν εἶχαν ἀκόμα τὰ χείλη μου κλείσει

ὅταν ἔγινε  ἡ θάλασσα ἴση μὲ Ἅδη

καὶ μ᾿ ἀφάνιζε ἐκείνη ἡ κούφια ἡ λέξη.

Ν᾿ ἀποφεύγεις στὰ λόγια σου τ’ «αὔριο»

(καὶ τ’ ἀσήμαντα ἀκόμα δὲν γλιτώνουν τὴ Νέμεση,

τὴν αἰώνια τῆς γλώσσας ἀντίπαλο).

7.630

 

  1. ΞΕΝΟΚΡΙΤΟΥ ΡΟΔΙΟΥ

[Λυσιδίκη]

 

Τὰ μαλλιά σου ἀκόμα σταλάζουν ἁρμύρα, κορίτσι βαριόμοιρο,

ναυαγὲ Λυσιδίκη, ποὺ ἐχάθης στὸ πέλαγος·

σὰν ἀγρίεψ᾿  ὁ πόντος, τὸν θυμὸ τῆς θαλάσσης φοβήθηκες κι ἔπεσες

ἀπ᾿  τὸ κοῖλο καράβι·

μόνο ὁ τάφος σου πιὰ τ᾿ ὄνομά σου καλεῖ καὶ τὴν Κύμη τὴ χώρα  σου,

μὰ τὰ  ὀστά σου τὸ κῦμα στὸν κρύο γιαλὸ  περιβρέχει.

Τὸν πατέρα Ἀριστόμαχο βρῆκε μεγάλο κακό·

σ᾿ εἶχε φέρει γιὰ γάμο κι οὔτε κόρη οὔτε σῶμα νεκρὸ δὲν συνόδευσε.

7.291

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.