You are currently viewing Νεκταρία Μενδρινού: Δημήτρη Οικονομίδη, «Ποίηση ΙΙΙ»

Νεκταρία Μενδρινού: Δημήτρη Οικονομίδη, «Ποίηση ΙΙΙ»

Ποίηση σε τρεις πράξεις.

 

Η νέα, τρίτη στον αριθμό, ποιητική συλλογή του Δημήτρη Οικονομίδη κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2023 και ονομάζεται «Ποίηση ΙΙΙ» ενώ το 2024 σε ένα μεταγενέστερο ποίημα, δημοσιευμένο στο διαδίκτυο, ο ποιητής καταλήγει «Κατανοείς τώρα, λοιπόν, αγαπητέ,/ γιατί ποίησις δεν δύναται να γραφεί». Αυτό, με μια πρώτη ανάγνωση, ίσως μοιάζει αντιφατικό, διαβάζοντας όμως ολόκληρη την ποιητική συλλογή γίνεται φανερό ότι ο τίτλος είναι εύστοχος και συνεπής στην ποιητική του Οικονομίδη, καθώς το σύνολο των ποιημάτων καταπιάνεται με θέματα πανανθρώπινα και διαχρονικά, που δεν μπορούν να εξαντληθούν ούτε στον χρονικό ορίζοντα μίας γενιάς ούτε στις αναμφισβήτητα πλούσιες εκφραστικές δυνατότητες της ποιητικής γραφής. Ποίηση, λοιπόν, ως έννοια που συνδυάζει την ομορφιά, την αναζήτηση, την φαντασία, την αναρώτηση, την δημιουργία και, κυρίως, την συνέχεια.

 

Επίσης «Ποίηση ΙΙΙ», γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες, υποδηλώνοντας, κατά την γνώμη μου, πέρα από τις τρεις ενότητες, που αρμολογούν την ποιητική συλλογή, τις τρεις από τις διαστάσεις του χώρου, που γίνονται αντιληπτές από τις αισθήσεις μας, όπως και τις τρεις από τις διαστάσεις του χρόνου, παρελθόν, παρόν, μέλλον.

 

Ο τίτλος, λοιπόν, αν και λιτός είναι περιεκτικός και προσφέρει ποικίλες ερμηνευτικές διαδρομές όπως άλλωστε και τα ποιήματα της συλλογής, τα οποία είναι γραμμένα σε γλώσσα απέριττη αλλά περιεκτική, με μελετημένα επιλεκτικά επίθετα και πλούσια σε ρήματα. Είναι ποιήματα ολιγόστιχα, που καταφέρνουν, παρά τη συντομία τους, να σκιαγραφήσουν πλήρως τις εικόνες και τις καταστάσεις που θέλει να «δούμε» ο ποιητής και, παράλληλα, να κεντρίσουν τον προβληματισμό και την κρίση μας, προκαλώντας μας να προσεγγίσουμε μία άλλη ερμηνεία της πραγματικότητας.

 

Τα ποιήματα δεν έχουν τίτλο, ούτε η συλλογή περιεχόμενα, είναι όμως πολύ προσεχτικά τοποθετημένα μέσα στο βιβλίο με αποτέλεσμα να δημιουργούν ένα λειτουργικό σύνολο. Όπως είπα και νωρίτερα χωρίζονται σε τρεις ενότητες, οι οποίες άλλωστε δηλώνονται και στο εξώφυλλο, σε παρένθεση, κάτω από τον τίτλο: Επίλογος – Λέξη – Γη μονάχη. Και είναι αυτοί οι τίτλοι των επιμέρους ενοτήτων με τα συνακόλουθα μότο τους, που αμέσως κεντρίζουν την περιέργεια και την φαντασία του αναγνώστη και, συγχρόνως, δηλώνουν την πρόθεση του ποιητή να μας δει να ανακαθόμαστε ώστε να διαβάσουμε προσεχτικότερα, να επιβραδύνουμε στους στίχους, να αφουγκραστούμε τα νοήματα.

 

Έτσι η πρώτη πρώτη ενότητα τιτλοφορείται, παραδόξως, «Επίλογος» και το μότο της είναι «Παιδί, 2040 μ.Χ.». Ο πρόλογος, λοιπόν, ως επίλογος ή το αντίστροφο; Και ποιο είναι αυτό το παιδί που ζει στο, όχι πολύ μακρινό, αλλά ούτε και απόλυτα απτό από τον αναγνώστη, 2040 μ.Χ.; Την απάντηση την δίνει το ίδιο το ποίημα, ένα μόλις, που συγκροτεί όλη την πρώτη ενότητα:

 

Έν’ αγόρι μικρό τοσοδούλι

Στων γονιών το κρεβάτι απλώνει

Το κεφάλι στη μία και τα πόδια στην άλλη

γωνιά∙ και τα χέρια φτερά.

Ειν’ ο κόσμος δικός του

Η ζωή, η χαρά,

η δροσιά και το γέλιο

Και τα άλλα παιδιά.

 

Μια εικόνα, λοιπόν, αγαπημένη και οικεία, που εκκινεί από τα δικά μας παιδικά χρόνια, θυμίζοντάς μας εκείνη την αίσθηση κυριαρχίας και ελευθερίας, επαναλαμβάνεται στην θέαση των παιδιών μας και προεκτείνεται ως το μέλλον ώστε να συμπεριλάβει «και τα άλλα παιδιά».

Η δεύτερη ενότητα τιτλοφορείται «Λέξη» και στο μότο της διαβάζουμε «Στον Κρέοντα που τόλμησε και άλλαξε». Ας κάνουμε εδώ μία παύση και, με αφορμή το μότο, ας θυμηθούμε αυτό, που, συχνά, παραβλέπουμε, μιλώντας για την Αντιγόνη του Σοφοκλή: Ο Κρέοντας στο τέλος της τραγωδίας συνθλίβεται, παραδέχεται πως έκρινε λανθασμένα και αυτοεξορίζεται. Ποια λέξη υπονοεί επομένως ο τίτλος της δεύτερης ενότητας; Την τόλμη; Την αυτοκριτική; Τον διάλογο και την κατανόηση; Την αποδοχή και την συνύπαρξη; Την πίστη σε νόμους ανώτερους της λογικής μας; Προσωπικά νομίζω ότι η δεύτερη ενότητα δηλώνει όλα αυτά αλλά και «χιλιάδες άφωνες λέξεις…/ …λόγια που δεν ειπώθηκαν,/ που ρούφηξε η λογοφάγος σχισμή/ της συναισθηματικής δυσφωνίας σου»

 

Ξεκινώντας από το πρώτο ποίημα αυτής της ενότητας, που πραγματεύεται, με πολύ εκφραστική εικονοποιϊα , το δύσκολο θέμα της αμηχανίας ενός γιου απέναντι στον πατέρα του, την δυσκολία συνομιλίας μαζί του, ακόμη και όταν ή κυρίως όταν ο πατέρας είναι ένας ήλιος στη δύση του, ο ποιητής συνεχίζει, λέγοντας:

 

Το μαύρο αστέρι

Επισκέφτηκε κι απόψε τη μικρή ζωή μας

Όλο και πιο συχνά μάς σκέφτεται.

Περάσαμε τα σαράντα…

 

Ο θάνατος, λοιπόν, αρχίζει σιγά σιγά να κερδίζει χώρο στην σκέψη μας και, σταδιακά, μέσα από τα επόμενα ποιήματα, μοιάζει αυτό το μαύρο αστέρι να «φωτίζει» και την απουσία συντροφικότητας, την έλλειψη επικοινωνίας, την απομάγευση των φυσικών τοπίων, την απεγνωσμένη προσπάθεια να δηλωθεί η παρουσία έστω και δια της απουσίας, είτε πρόκειται για πρόσωπο αγαπημένο «Κι όταν μου λείπεις/ πάλι εδώ είσαι» είτε για Θεό:

Ξέρεις κάτι;

Καλό είναι που επικαλείσαι

Πού και πού το Θεό.

Ειδικά εσένα που δεν πιστεύεις

Είναι πιθανότερο να σε συνδράμει.

 

Στην ίδια ωστόσο ενότητα ρίχνει φως και μία άλλη αλήθεια, αυτή της Ποίησης. Είτε άμεσα

 

Ποτέ

Καμιά λιακάδα άνοιξης

Κανένα απομεσήμερο λιοπυριού

Κανένας έρωτας

Κανείς πανηγυριώτικος χορός

Καμία επανάσταση

Καμία καταιγίδα

Κανείς θάνατος

Κανένας πόλεμος

Καμία ήττα

Δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι

για να σταματήσει να γράφεται ποίηση.

 

είτε έμμεσα

 

Κάθομαι πλάι σου

Χρόνια ατέλειωτα

Κι ούτε ένα δάκρυ δε μου ΄ρχεται

Και σ’ ακούω να λες

Τι καλά που είμαστε

Και τίποτα δεν ακούω

Μόνον σκέφτομαι

Κείνο το καλοτροχισμένο

Παλιό μαχαίρι

Που ‘χω στο ράφι της βιβλιοθήκης

Πίσω από τα ποιήματα του Καβάφη και του Μπωντλαίρ.

είτε, τέλος, από όσα ακόμη δεν έχει μπορέσει να αποτυπώσει πλήρως.

 

Σταγόνα πηχτό ρετσίνι

Κυλά νωχελικά

Σε κάθε εποχή του αργού μας χρόνου

Ρίζα ποτέ δεν πιάνει

Ξεστρατίζει στ’ αυλάκια του φλοιού

Στους ρόζους κάνει γύρο

Κι αέρας, αέρας γίνεται υγρός

Και πάει για τη βροχή

Από τα μάτια σου

τ’ αόρατα.

 

Η τρίτη και τελευταία ενότητα τιτλοφορείται «Γη μονάχη» και το μότο της είναι παρμένο από εκείνο το κεφάλαιο της Γενέσεως, που αναφέρεται στην ιστορία του Αυνάν, ο οποίος έπρεπε να αντικαταστήσει στην συζυγική κλίνη τον νεκρό αδερφό του προκειμένου η Θαμάρ, σύζυγος του αδερφού του, να αποκτήσει παιδί, το οποίο, σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο, θα διατηρούσε όλα τα κληρονομικά δικαιώματα. Ο Αυνάν όμως, θέλοντας να διατηρήσει ο ίδιος τα πρωτοτόκια, δεν ολοκληρώνει ποτέ την συνουσία του με τη Θαμάρ, αφήνοντας το σπέρμα του να κυλήσει στη γη, να χαθεί με αποτέλεσμα το σώμα της Θαμάρ να απομένει χώμα άνυδρο, γη μονάχη. Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε, ο όρος του αυνανισμού πήρε σταδιακά άλλη σημασία, ξεχάστηκε η υστερόβουλη ρίζα του και πήρε την έννοια της αμαρτίας, της επιδίωξης ηδονής μέσω του αυτοερωτισμού.

 

Ο Δημήτρης Οικονομίδης όμως πέρα από ποιητής είναι και ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής και έτσι, στην ενότητα αυτή, με διεισδυτική ματιά και ποιητική γενναιότητα καταφέρνει να αποτυπώσει βαθύτερες αλήθειες. Το «αμάρτημα» της αυτοϊκανοποίησης παρομοιάζεται αρχικά με «νευρώδες ερπετό», με «ουροβόρο στρατηλάτη», υποδηλώνοντας ταυτόχρονα την ακόρεστη και επαναλαμβανόμενα υφέρπουσα φύση του, που, ωστόσο, αργότερα, σε άλλο ποίημα, ξεπέφτει σε ξεδοντιασμένο φόβητρο.

 

Ο ουροβόρος σε σκιάζει

Μα κι εσύ δεν είδες

πως αιώνες τρώγοντας την ουρά του

Λειάναν κι έλιωσαν

Τα αιχμηρά του δόντια

Και πλέον πληγιάζει

Την ουρά του

Με τη γλώσσα

Μόνον.

 

Ενδιάμεσα έχουμε ξεκάθαρες αναφορές στο μαύρο άλογο της πλατωνικής ψυχής, στο αήττητο των πόθων, που ακόμη και όταν αναγνωρίζουμε το φευγαλέο της ηδονής που χαρίζουν, την ενδεχόμενη επικινδυνότητά τους και την συνακόλουθη μοναξιά, παραμένουν αδάμαστοι και ανερμήνευτοι.

 

Άλογο μαύρο στιλπνό αραβικό

Χυμά απ’ τον πορφυρό ορίζοντα

Υψώνεται απότομα

στα πίσω πόδια

εμπρός σου

Μ΄ένα χλιμίντρισμα θριαμβευτικό

κι απόηχο μιας λύπης

Βαθιάς και πάλλευκης

Απ’ την πηγή τη μαύρη.

Και σαν ξαναβρεθεί στη γης

Φεύγει αργά, παίρνοντας στα υγρά του μάτια

τη θλίψη

Μα το κεφάλι αγέρωχο

Κι ας είναι ψέμα.

Φεύγει για να κουρνιάσει

Στο πορφυρό το βάθος

Απ’ όπου θα ξανάρχεται, πάντα

Και πάντα κι εκεί θα φεύγει μόνο,

Χαμογελώντας, πάντα

Και λυπημένα.

 

Νιώθω ωστόσο ότι ο ποιητής χρησιμοποιεί την θεματική του αυτοερωτισμού μόνο ως αφορμή, προκειμένου να προεκτείνει ακόμη πιο τολμηρά την ποιητική του σκέψη ώστε αυτή να μας δώσει ποιήματα, που σκιαγραφούν τον οργασμό δίχως την σωματική και συναισθηματική προσέγγιση με τον άλλο και, πολύ περισσότερο δε, την μοναξιά ακόμη και εντός της συνουσίας.

Γίνεται έτσι αντιληπτό ότι δεν είναι απλά το σπέρμα, η δυνατότητα τεκνοποίησης δηλαδή, που χάνεται αλλά η ζωοποιός δύναμη του Έρωτα και η Ποίηση έχει χρέος να μας το θυμίζει αυτό. Αυτό καθώς και το γεγονός ότι ο επίλογος μιας ζωής μπορεί να είναι ο πρόλογος μίας άλλης.

 

Νεκταρία Μενδρινού

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.