Στου νερού και της μνήμης… τ’ αυλάκια
Το κελάρυσμα του ρ, ξεκινώντας από τον τίτλο της ποιητικής συλλογής της Γιώτας Αργυροπούλου, διατρέχει όλους τους στίχους και τις σελίδες του βιβλίου ώστε να επηρεάσει λυρικά, συναισθηματικά και συνειρμικά τα ποτάμια του νου και της ψυχής μας.
Στις τρεις ενότητες της συλλογής, «Νερά απαρηγόρητα», «Στην αγκαλιά τους στερεώθηκα στον κόσμο» και «Σαν τη δροσιά στο φύλλο» το νερό ως πρωταρχικό στοιχείο της δημιουργίας του κόσμου κατά τον φυσικό φιλόσοφο, Θαλή τον Μιλήσιο (Guthrie, 1987),αποτελεί τη ζωογόνο δύναμη για το πλάσιμο των λέξεων, τη σύνθεση των στίχων και του ποιήματος. Το νερό ως η πηγή έμπνευσης της ποιήτριας ρέει στο μελάνι της πένας της και «διαβρέχει» την ελληνική φύση, την αγροτική ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου, την παιδική ηλικία και τη μνήμη, τον κόσμο του ονείρου και της πραγματικότητας, τη ζωή και τον θάνατο, που «γέμιζε ξεροπήγαδα/μόλευε τα νερά» (σ. 36), την άφευκτη δύναμη και ροή του χρόνου καθώς «τη ζωή μας/πορφύρα περιβάλλεται/ο χρόνος/και περνάει» (σ. 42).
Ο καμβάς της ελληνικής υπαίθρου φιλοτεχνείται με λεπτομερείς ζωντανές εικόνες που άλλοτε ερεθίζουν την όραση, άλλοτε την ακοή και την όσφρησή μας. Εικόνες της γνήσιας φυσικής ομορφιάς του ελληνικού τοπίου με την μυρωδιά από τα «άνθη νεραντζιάς» (σ. 9) και οι «υγροί πράσινοι λόφοι/και οι σταγόνες της βροχής/μικρές εγκυμονούσες» (σ. 10) λούζονται στο φως, όπως χαρακτηριστικά γράφει: «Εδώ όλα λούζονταν στο φως» (σ. 17). Η Γιώτα Αργυροπούλου υφαίνει την φύση της καρδιάς της με πρωταρχική πνευματική και υπαρξιακή ύλη το νερό. Το ύδωρ ως «αρχήν των πάντων» παρουσιάζεται σε όλες του τις διαστάσεις: σαν το ποτάμι του Πάμισου του Γιώργου Μαρκόπουλου, του Αλφειού του Γιώργου Παυλόπουλου, του Αμφίτα της ποιήτριας και το ποτάμι των γυναικών που «πλένουν […] στρωσίδια του χειμώνα» (σ. 15)ˑσαν το «ηλεκτρισμένο πρωτοβρόχι» (σ. 16) του φθινοπώρου που ξεπλένει τη σκόνη του καλοκαιριού και τις ψυχές μαςˑ σαν «το νερό στο ρέμα γάργαρο» (σ. 13)ˑσαν το στόμιο του πηγαδιού, το φιλιατρό (σ. 14)ˑ σαν την πηγή που «αναβλύζει το νερό με φυσαλίδες/ανασηκώνει τα χαλίκια» (σ. 18)ˑ σαν τον ιδρώτα του αλόγου που αλωνίζει τον Ιούλιο (σ. 20) και σαν το χιόνι (σ. 25). Το νερό ως το πιο ουσιαστικό συστατικό στοιχείο των έμβιων όντων, ως το sine qua non της ζωής, όπως θα γράψει η ποιήτρια στην «Κυριακή» (σσ 26 – 27): «Η καρδιά μου δίψασε η καρδιά μου αρρώστησε».
Σε αυτόν τον τόπο που «φωτολόλαγε» (σ. 40) ζουν και ονειρεύονται, ζουν και μοχθούν, ζουν και γελούν, ζουν και πεθαίνουν οι άνθρωποί του καθημερινά. «Η μάνα μου στα λιόπανα με το ραβδί ο πατέρας» (σ. 11) σε έξοχο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο το λιομάζεμα, εμπνευσμένο από τη ζωγραφική του Θεόφιλου, υπόθεση οικογενειακή – συλλογική όπως συμπληρώνει ο επόμενος στίχος: «και ο παππούλης στα σακιά./Πρόσωπα που εξάγνισε ο μόχθος», πρόσωπα εξαϋλωμένα που προσπαθούν να δαμάσουν τη φύση γιατί «Ο τόπος μόνο είναι ορεινός. ‘Πυργάκι’ ή ‘Παναγίτσα’» όπως ορίζεται με έναν άλλο δεκαπεντασύλλαβο. Σε άλλο ποίημα, την «Κόκκινη κλωστή δεμένη» (σ. 23) οι γυναίκες «ύφαιναν στον αργαλειό/ τα μυστικά του κόσμου με τραγούδια» σαν την ομηρική Πηνελόπη φυλάσσοντας «ευλαβικά προγονικό αδράχτι/ […] /Ο ήχος που ύφαινε ξερός των γυναικών το πεπρωμένο»ˑ υφαίνουν την μοίρα τους έχοντας ρίζες στην ομηρική και παραδοσιακή δημοτική ποίηση.
Από την φωτεινή και ονειρική παιδική ηλικία η ποίηση της Αργυροπούλου περνάει στην ενηλικίωση, τότε που «Κι ο ύπνος μας είναι ελαφρύς/κι όσο περνούν τα χρόνια/λιγοστεύει» (σ. 9). Η περίοδος της ενηλικίωσης συνδέεται άρρηκτα με την παιδική ηλικία μέσα από τους μηχανισμούς της μνήμης. Σαν το νερό ρέει ο χρόνος, σαν το νερό που σηματοδοτεί τη συλλογή και φεύγει ταχύτατα, συμπαρασύροντας τη ζωή, τα νιάτα, τους έρωτες. «Πάντα ρει» θα πει ο Ηράκλειτος, και η ζωή αλλάζει στα ποιήματα της δεύτερης ενότητας. Η ζωή και τα πάθη – «πήματα» (σ. 28) της ποιήτριας στην αγκαλιά και τη δροσιά της ελληνικής υπαίθρου, οι βουτιές των αγοριών στο ποτάμι, «ο Μίμης και η Άννα αδέρφια αγαπημένα» (σ. 29) στις σελίδες του αναγνωστικού του δημοτικού δίνουν την θέση τους στο σύγχρονο αστικό τοπίο της Αθήνας. Η «στενοχωρία» της πόλης των Αθηνών (σ. 27), οι βιτρίνες των εμπορικών καταστημάτων στην Πατησίων, τα ραντεβού στο φαρμακείο του Μπακάκου (σ. 32), η ζωή στο τριάρι (σ. 34) έρχονται να συναντηθούν αντιστικτικά με «τον ανοιχτό ορίζοντα» (σ. 34), «με το σπάρτο και το σφάλαχτο» (σ. 27), με τη «γλώσσα περισπώμενη/των μελισσών και των πουλιών» (σ. 27) με το «ασφόδελο χωριό» (σ. 31). Το κάποτε «κλεινόν άστυ» «Έχασε κήπους και αυλές/ένα γλυκό αεράκι/έχασε τις εποχές» (σ. 33) και έγινε «κλειστόν άστυ». Ένα άστυ όπου η ζωή από «χειροποίητη» είναι «ετοιματζίδικη» (σ. 26), όπου «έμεινε η Κυριακή/σαν καλαμιά/στον κάμπο» (σ. 30) και όπου ο σύγχρονος άνθρωπος έχει χάσει την υπόστασή του, νιώθει την ανοικείωση γιατί βαδίζει «εν μέσω αγνώστων/υλικών/και ξένων/τρόπων». (σ. 33).
Σε όλες τις ενότητες, και ιδιαίτερα στη Γ΄ ενότητα, η Αργυροπούλου δίνει λόγο και ποιητική φόρμα στη μνήμη, ατομική και συλλογική. Η μνήμη, που με την αστείρευτη και διηνεκής δύναμη και δυναμική της, συν -ταξιδεύει με τον χώρο και τον χρόνο καθώς είναι «αχώριστο του χώρου και του χρόνου» κατά τον Bachtin (2008:7). Ο άνθρωπος, με τη βοήθεια της μνήμης δένεται με το παρόν, ταξιδεύει στο παρελθόν και ονειρεύεται το μέλλον. «Τους βλέπω στις φωτογραφίες./Με το άσπρο και το μαύρο της ζωής τους/κοιτάζουν σοβαροί τον φωτογράφο» (σ. 35), λέει η ποιητική φωνή στην προσπάθειά της να ανασύρει το παρελθόν, βιώματα, εμπειρίες και αγαπημένα πρόσωπα σε διάφορες εκφάνσεις της καθημερινής τους ζωής κοιτάζοντας το άλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες. Η μνήμη παρουσιάζεται ως ο εσώτατος δεσμός του ιστορικού παρελθόντος της ποιήτριας με τις υπαρξιακές αναζητήσεις της στον σύγχρονο κόσμο, μια διαδρομή από το υποσυνείδητο στο συνειδητό, που «όπου και να την αγγίξεις πονεί», όπως θα γράψει και ο Γ. Σεφέρης (2002). «Μετακομίζω στα όνειρα τις νύχτες./Στα όνειρά μου κυλούν νερά […]/Και το χωριό μου μετακομίζει/μετακομίζει στον ουρανό/κι όσοι προλάβαν στην Αθήνα» (σ. 31), για να έρθει το όνειρο να αποδείξει, κατά τον Halbwachs (1992:41), πως η ατομική μνήμη δεν είναι παρά αποσπασματικές εικόνες. Εικόνες από τη ζωή στο χωριό, ακουστικές εικόνες από τα μοιρολόγια, τους θρήνους και τα λυπητερά τραγούδια που λέγονται για τους νεκρούς εν είδει συνοδείας τους στον Κάτω Κόσμο. Οι νεκροί, όμως, όπως και στη δημοτική ποίηση ζωντανεύουν, μιλούν και συν-ομιλούν με τους ζωντανούς. Ο στίχος «Έτσι μιλούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους» (σ. 46), παραπέμποντας στην παραλογή του Νεκρού αδελφού (1885), αναδεικνύει αφενός την επίδραση του δημοτικού τραγουδιού στην ποίηση της Αργυροπούλου αφετέρου την μεταστοιχείωση της μνήμης που τελείται με τους όρους μιας αισθητικής προσέγγισης.
Ποια είναι όμως η διάθεση της ποιήτριας; Τι επιδιώκει με την μεταφορά κομματιών του παρελθόντος στο παρόν της καλλιτεχνικής δημιουργίας; Θέλει να τα περισώσει από τη λήθη; Ή μήπως θέλει να ψηλαφήσει και να ξεπεράσει το παρελθόν, να το λησμονήσει έχοντας όμως αποτίσει σε αυτό τον πιο άξιο φόρο τιμής, το ποίημα;
Νίκη Μισαηλίδη
Βιβλιογραφία
Bachtin, Μ. (2008). Chronotopos. Μεταφρ. Από M. Dewey, Berlin: Suhrkamp
Guthrie, W. K. C. (1987). Οι έλληνες φιλόσοφοι από το Θαλή ως τον Αριστοτέλη, μτφ. Α. Σακελλαρίου. Αθήνα: Παπαδήμας
Halbwachs, M. (1992). On Collective Memory. L.A. Coser, επιμ., Chicago, London: The University of Chicago Press.
Vegetti, M. (2000). Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφ. Γ.Χ. Δημητρακόπουλος. Αθήνα: Τραυλός
Πολίτης, Ν. (1885).Το δημοτικόν άσμα περί νεκρού αδελφού Ελλάδος. Αθήνα: Αδελφοί Περρή
(πηγή: Ανέμη – Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Πανεπιστημίου Νεοελληνικών Σπουδών Πανεπιστημίου Κρήτης)
Σεφέρης, Γ. (2002). Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄. Αθήνα: Νεφέλη