You are currently viewing Νίκη Μισαηλίδη: Δημήτρης Στατήρης, Σκάλωμα, εκδόσεις Γκοβόστη, 2024

Νίκη Μισαηλίδη: Δημήτρης Στατήρης, Σκάλωμα, εκδόσεις Γκοβόστη, 2024

«Θάλασσα εντός μου και εκτός μου»  

 

«Ίσως όταν κάνω τέτοιες σκέψεις να φταίει κάποιο σκάλωμα απευθείας από το βάθος του υποσυνείδητου. Ένα σκάλωμα που θα μεγάλωσε και θα μεταμορφώθηκε σε κάτι που δεν μπορώ να αναγνωρίσω» (σ. 44), γράφει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ο Δημήτρης Στατήρης στην τρίτη νουβέλα του, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη (2024) με τίτλο Σκάλωμα.

«Κάθομαι στην άκρη του γκρεμού, στα βράχια. Αγναντεύω τη θάλασσα. Ώρες αμέτρητες έχω περάσει εδώ. Να παρατηρώ το θέριεμα των κυμάτων της. Να ακούω τον αχό της. Να ησυχάζω με τη σιωπή της» (σ. 9), διαβάζει ο/η αναγνώστης/-στρια στις πρώτες σελίδες της νουβέλας. Οι έντονες οπτικές και ακουστικές εικόνες δημιουργούν μια ήρεμη, σχεδόν διαλογιστική, εξωτερική ατμόσφαιρα, με επίκεντρο τη θάλασσα. Τα «βράχια» και το αγνάντεμα του πελάγους επανέρχονται σε κομβικά σημεία της αφήγησης, λειτουργώντας ως σταθερές αναφοράς. Η σχέση του αφηγητή με τη θάλασσα είναι ιδιαίτερη, βαθιά προσωπική, και εδραιωμένη από την παιδική του ηλικία – άμεσα συνυφασμένη με το παρελθόν και τα αγαπημένα πρόσωπα. «Θυμάμαι πόσο λαχταρούσα να κολυμπήσω τα καλοκαίρια, αλλά ο πατέρας, μου έλεγε ότι βουνίσιες μουτσούνες σαν τις δικές μας δεν είναι γι’ αυτά. Και το έσκαγα και ανέβαινα στην κορυφή του βουνού- το χωριό μου ήταν χτισμένο σε μεγάλο υψόμετρο- και κοιτούσα προς το βάθος του ορίζοντα για να δω τη θάλασσα. Το μπλε αγκάλιαζε το πράσινο και ακουμπούσε τον ουρανό και ονειρευόμουν.» (σ. 41), θα πει ο αφηγητής με μια αναδρομική αφήγηση στο παρελθόν.

Η θάλασσα ως το σύμβολο του άγνωστου και του μυστηριώδους, της ελευθερίας και της διαφυγής από κοινωνικούς ή προσωπικούς περιορισμούς, της ζωής και του θανάτου, της εσωτερικής αναζήτησης, της μεταμόρφωσης και της κάθαρσης, της αναγέννησης ή της εσωτερικής αλλαγής (Cirlot:1995,265) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πλοκή της ιστορίας. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «πρόσωπο» της ιστορίας, στενά δεμένο με τον ήρωα, του οποίου το «μυαλό γυρίζει πίσω σε εκείνο το καλοκαίρι που η μάνα βρήκε τον τρόπο και τούμπαρε τον πατέρα και πήγαμε στη θάλασσα, για πρώτη φορά και μοναδική φορά. Όταν βούτηξα, ένιωσα σα να μπήκα σε έναν κόσμο διαφορετικό απ’ τον έξω.[…] Όταν έφτασε η ώρα να φύγουμε, σφίχτηκε το μέσα μουˑ έσκαγε το κύμα μπροστά μου και, ήδη, τη νοσταλγούσα. Και έδωσα κρυφή υπόσχεση με τον εαυτό μου να μείνω σε ένα μέρος, όταν μεγαλώσω, που θα την φτάνω όποτε θέλω.» (σσ. 62 – 63). Υπόσχεση που φαίνεται να κρατά ο αφηγητής στο αφηγηματικό παρόν. Η θάλασσα, πάλι, είναι το καταφύγιό τουˑ αυτή στην οποία εξωτερικεύει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς τουˑ αυτή με την οποία συν-ομιλείˑ αυτή που, πιθανόν, θα του δώσει τη λύση στο πρόβλημά τουˑ αυτή στην οποία ελπίζει πως θα τον απελευθερώσει από το «σκάλωμά» του.

Το κεντρικό πρόβλημα του αφηγητή – πρωταγωνιστή είναι η κρίση ταυτότητας που αναδύεται με αφορμή την αιφνίδια απόκτηση ενός μεγάλου χρηματικού ποσού από τυχερό παιχνίδι. Το τυχαίο αυτό γεγονός φέρνει σημαντικές αλλαγές όχι μόνο στο κοινωνικό του προφίλ, αλλά κυρίως στην αληθινή εικόνα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του και θέτει υπό αμφισβήτηση τις αξίες και τις επιλογές του. Το κέρδος λειτουργεί ως καταλύτης μιας βαθύτερης μεταμόρφωσης –  όχι μόνο οικονομικής, αλλά, κυρίως, υπαρξιακής. Το δίλημμα – να εξαργυρώσει ή όχι το τυχερό δελτίο –  καθιστά την ταυτότητα ένα ρευστό και μεταβαλλόμενο στοιχείο. Δίλημμα που επαναλαμβάνεται στο κείμενο, κυρίως, με τη χρήση του μικροπερίοδου, κοφτού, ασθματικού λόγου αποτυπώνοντας τη συναισθηματική ένταση του κεντρικού προσώπου. «Βγάζω το δελτίο απ’ την τσέπη και το κοιτάζω. Πώς να το πιστέψω; Το είδα στην τηλεόραση. Το άκουσα στο ραδιόφωνο. Το διάβασα στο ίντερνετ.[…] Και το επιβεβαίωσα. Είχα κερδίσει.[…] Βγήκα έξω και ακούμπησα σε έναν τοίχο. Κοιτούσα το βρώμικο τσιμέντο. Ένιωθα πολλά και τίποτα ταυτόχρονα. Ένα γεμάτο κενό. Ένα κενό γέμισμα. Όχι ότι δεν χάρηκα, όμως ήταν κάτι πολύ ξένο για εμένα. Ποτέ δεν με είχα σκεφτεί ματσωμένο.» (σ. 9).

Οι χαρακτήρες της νουβέλας και οι μεταξύ τους σχέσεις αλληλεπίδρασης καθιστούν το αφήγημα πολυφωνικό και ταυτόχρονα ενδιαφέρον, καθώς παρουσιάζονται από τον συγγραφέα με ρεαλιστικό αλλά και ευαίσθητο τρόπο. Ο κεντρικός χαρακτήρας – αφηγητής, υπάλληλος σε καφετέρια αυτοπαρουσιάζεται ως «Είμαι κοντός, κοκκαλιάρης και έχει καμπούρα η μύτη μου. Μοιάζει πρησμένο το μέτωπό μου απ’ τη μια πλευρά. Το στέρνο μου προεξέχει σα ραχοκοκαλιά ψαριού. Και κοντεύω τα σαράντα.» (σ. 10). Σε μια προσπάθεια ενδοσκόπησης, δηλώνει πως «Από μικρός, θυμάμαι, δεν μου άρεσε να βρίσκομαι στο επίκεντρο. Όλα φάνταζαν καλύτερα από απόσταση» (σ. 10), στοιχείο που τον καθιστά κοινωνικά αόρατο. Στον αντίποδα βρίσκεται ο συνάδελφός του, Σάκης: «Έχει ίσια μύτη, πυκνά φρύδια, μυώδη χέρια και το μαλλί που θυμίζει ηθοποιό της δεκαετίας του ογδόντα» (σ. 17). Γοητευτικός, δυναμικός και κοινωνικά πετυχημένος λειτουργεί ως αντίπαλο δέος και αντίζηλος που φέρνει στην επιφάνεια την εσωτερική πάλη του πρωταγωνιστή. Το ψηφιδωτό των χαρακτήρων συμπληρώνεται από την όμορφη Μάρα, σύντροφο του Σάκη, και «δασκάλα μπαλέτου» (σ. 14), η οποία, στα μάτια του αφηγητή, μοιάζει σχεδόν απόκοσμη: «Όταν τη βλέπω να περπατάει νομίζω ότι θα ξεδιπλωθούν δυο άσπρες φτερούγες απ’ την πλάτη της και θα πετάξει» (σ. 14). Η παρουσία της τον αναστατώνει καθώς «Με κάθε στροφή της στον αέρα, σφίγγεται μια αλυσίδα γύρω απ’ την καρδιά μου και, με το ανάλαφρο αλματάκι που επακολουθεί, η αλυσίδα σπάει και η καρδιά μου ελευθερώνεται και χτυπάει δυνατά και πάλι.» (σ. 14). Η Μάρα αποτελεί τον μοχλό που κινητοποιεί τον ήρωα να εξερευνήσει τα όριά του και να αποκαλύψει τι πραγματικά επιθυμεί. Η τριγωνική αυτή σχέση ενισχύει την πλοκή και εστιάζει στη σύγκρουση ανάμεσα στις εσωτερικές επιθυμίες και τις εξωτερικές φιλοδοξίες.

Η μάνα του αφηγητή αποτελεί μια φιγούρα που, αν και δεν κυριαρχεί με την παρουσία της στο προσκήνιο της πλοκής, ασκεί βαθιά επιρροή στον ψυχισμό και τις επιλογές του. «Η μάνα έχει φορέσει τα ρούχα της δουλειάς. Έχει την κακιά συνήθεια να ροκανίζει με το μαχαίρι το ξεραμένο δέρμα γύρω από τις φτέρνες της λίγο πριν και λίγο μετά τη δουλεία-κυρίως πριν. Από παλιά. Έτσι κάνει και τώρα. Ολόκληρες φέτες νεκρής σάρκας. Δεν φαίνεται να πονάει. Περισσότερο μοιάζει σα να καθαρίζει και να πετάει τα περιττά μέρη από ένα κομμάτι κρέας. Το δικό της κρέας.» (σ. 12), όπως παρουσιάζει ο συγγραφέας με ωμό ρεαλισμό τη φθορά και την αθόρυβη αυτοθυσία της. Η σωματική αυτή πράξη καθρεφτίζει την ψυχική της κατάσταση – μια γυναίκα που έχει συνηθίσει να ζει χωρίς να παραπονιέται, αποδεχόμενη τη φθορά ως αναπόφευκτο μέρος της ζωής. Μέσα από αυτή τη λεπτομερή εικόνα, αναδεικνύεται και το βαρύ αποτύπωμα που αφήνει πάνω στον αφηγητή, καθώς μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον σιωπής, φθοράς και υποδόριου πόνου.

Το παζλ των χαρακτήρων συμπληρώνεται με τη Λουκία: «Παρατηρώ μια κάποια ακαμψία στο κορμί της κοπέλας, δεν υπάρχει μια φυσικότητα στην κίνησή της. Η Λουκία με οδηγεί στην τουαλέτα. Παράλληλα, μου εξηγεί με την ίδια επίπεδη και μεταλλική φωνή ότι, με βάση την ερώτησή μου, είναι πολύ πιθανό να θέλω μια σεξουαλική επαφή μαζί της αφού, σύμφωνα με το αρχείο της[…]» (σσ. 59 – 60). Η περιγραφή σκιαγραφεί μια φιγούρα που στερείται φυσικής ροής και αυθορμητισμού, έναν απρόσωπο, ψυχρό και πιθανώς τεχνητό χαρακτήρα. Αυτό ενισχύει την εντύπωση στον/στην αναγνώστη/-στρια ότι πρόκειται για ρομπότ, android ή κάποιο είδος τεχνητής νοημοσύνης. Η Λουκία λειτουργεί με αλγοριθμική λογική — σαν να «τρέχει πρόγραμμα», γεγονός που υπονοεί, με ευρηματικό λογοτεχνικό τρόπο, την κριτική του Στατήρη στην απανθρωποποίηση των σχέσεων ή την τεχνοκρατική προσέγγιση της ανθρώπινης επαφής, σε ένα πλαίσιο δυστοπικής αφήγησης και φιλοσοφικού στοχασμού γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη, την επιθυμία και την ελευθερία της βούλησης.

Μέσα σε αυτό το πλέγμα των σχέσεων ο Δημήτρης Στατήρης θίγει ένα βαθιά ανθρώπινο ερώτημα: Μπορεί κανείς να παραμείνει ο εαυτός του, όταν αλλάζουν ριζικά οι εξωτερικές του συνθήκες; Ή μήπως η πραγματική ταυτότητα αναδύεται μόνο μέσα από τη σύγκρουση, την αμφιβολία και την επιστροφή στο αυθεντικό; Τελικά, η προσπάθεια του ήρωα να διαχειριστεί το «σκάλωμα» του και να επανασυνδεθεί με τον εσωτερικό του κόσμο αποτελεί μια πορεία αυτογνωσίας. Μια πορεία δύσκολη, αλλά αναγκαία για τη διατήρηση μιας αληθινής και ουσιαστικής ταυτότητας, και μια ευκαιρία για αυτοπροσδιορισμό. Πλάι στο ερώτημα «ποιος είμαι» προστίθεται συχνά και το «πώς πρέπει να πράξω», που είναι ερώτημα «ηθικής τάξης» (Λιποβετσκί:1999, 25).

«Βγαίνω στον γκρεμό και αντικρίζω τη σκοτεινή θάλασσα. Ένα αχανές ερπετό, με γυαλιστερές φολίδες, που σέρνεται και περιστρέφεται ασταμάτητα. Πιάνω μια πέτρα και την πετάω στο κενό. Μακρινές φωνές ακούγονται απ’ την πόλη. Με δροσίζει ο θαλασσινός αέρας. Γέρνω πίσω στα νοτισμένα βρύα. Ρωτάω τη θάλασσα αν τα λεφτά φέρνουν την ευτυχία. Εισπράττω τη σιωπή της. Είναι κι αυτό μια απάντηση όμως-δεν είναι;» (σσ. 55-56).

 

Βιβλιογραφία

Cirlot, J.-E. (1995). Το Λεξικό των συμβόλων. Αθήνα: εκδόσεις Κονιδάρη.
Λιποβετσκί, Ζ. (1999[1992]). Το Λυκόφως τον Καθήκοντος, μτφρ. Β. Μηγιάκη, Αθήνα: Καστανιώτης.
Στατήρης, Δ. (2024). Σκάλωμα, Αθήνα, εκδόσεις Γκοβόστη.

 

 

 

Νίκη Μισαηλίδη

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.