Τα χελιδόνια πετούν … ποιητικά
Στο λάμδα των χελιδονιών είναι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής της Ελένης Κοφτερού, μια προσεγμένη έκδοση από τις Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 2014.
Στο λάμδα των χελιδονιών η Ελένη Κοφτερού επιμελείται τις λέξεις, τις ραβδοσκοπεί, και αφού τις επιλέξει, τις συνδυάζει προσεκτικά φθάνοντας σε έντονο αισθητικό αποτέλεσμα. Όπως φανερώνουν και οι τίτλοι των τριών ενοτήτων, «Σφηνωμένη σε φωνήεντα», «Ραβδοσκοπώντας λέξεις» και «Στο τίποτα οι ποιητές ενδίδουν» οι λέξεις ταξιδεύουν στον χώρο και στον χρόνο, γίνονται όπλο στην πένα της ποιήτριας, δραστηριοποιούν την ποιητική έμπνευση, εκφράζουν τις μύχιες αναζητήσεις και αγωνίες της, σε κάθε περίπτωση τα σύμφωνα και τα φωνήεντα «αιχμαλωτίζονται» από την δημιουργό στιγμιαία για να «πετάξουν» στη συνέχεια ελεύθερα στον χωροχρόνο της ποίησης και των ιδεών. Το ταξίδι των λέξεων Στο λάμδα των χελιδονιών έχει την αφετηρία του στον Όμηρο (σ. 92), κάνει σταθμό στους αρχαίους Έλληνες τραγικούς ποιητές, στην πορεία θα σταματήσει στην ποίηση του Γ. Σεφέρη (σ. 45), θα συναντήσει και θα υμνήσει το έργο του Κ.Π. Καβάφη (σ. 85), ενώ ενδιάμεσα θα γνωρίσει τον Λόρκα (σ. 94) και τον Τολστόι (σ. 78) και θα ταξιδέψει στην χώρα των παραμυθιών της Χιονάτης (σ. 51) και της Ωραίας Κοιμωμένης (σσ. 49-51) των αδελφών Grimm, για να φθάσει στην σύγχρονη εποχή.
«Φανερή» λοιπόν «η φροντίδα για τις λέξεις που εικονογραφούν τη φύση» (Αδαλόγλου,2019) ιδιαίτερα στις δύο πρώτες ενότητες. «Τα κοχύλια» (σ. 13), «το γαλάζιο τ’ ουρανού» (σ. 17), «το γλυκύλαλο αηδόνι» (σ. 14, 21), «οι γλάροι» (σ. 16) βουτηχτές, «το ράμφος του κοκκινολαίμη» (σ. 19), «οι στεγνές πευκοβελόνες» (σ. 19), «τα σύγνεφα της βροχής» (σ. 18), «ο σκαντζόχοιρος με τη χελώνα» (σ. 27) και «η ρίζα του Ταΰγετου» (σ. 12) συνθέτουν με οπτικές, ακουστικές και απτικές εικόνες την ελληνική φύση, ακούνε τον παλμό και τις ανησυχίες της, και σχεδόν σ’ όλα τα ποιήματα της Α΄ ενότητας έρχονται να συναντήσουν τις ανθρώπινες ανησυχίες. Έτσι βασικό θέμα πολλών ποιημάτων της ίδιας ενότητας είναι η αρχέγονη αγωνία του ανθρώπου: ο έρωτας. Τα σύμφωνα και τα φωνήεντα του αλφάβητου συνδυάζονται με χρώματα αρμονικά, φτιάχνουν συλλαβές και αυτές με την σειρά τους λέξεις κατάλληλες, που έχουν αποστολή να μεταδώσουν το ερωτικό πάθος και την αγάπη, τον αρχέγονο φόβο της απώλειας και του θανάτου. Γράφει η Κοφτερού για τον έρωτα στο έβδομο ποίημα με τίτλο «Όταν σε σκέφτομαι» (σ. 17).
Όταν σε σκέφτομαι
τεντώνεται απαλά
ο λαιμός μου
το βλέμμα μου πέφτει
καταποντίζεται
στον ουρανό
χαμογελώντας φυσικά
στα χέρια σου
πάντα πλεγμένα
στα μαλλιά μου
Και στη «Χρυσή Βροχή» (σ. 18) θα πει για την αγάπη: «η αγάπη μου για σένα/χρυσή βροχή γλυκοκοιμίζει/σε σύννεφο εξορισμένο/που με τ’ αδέρφια του δε μοιάζει». Και στο «Ο Χωροχρόνος του Φόβου» (σ. 27): «του φόβου ο χωροχρόνος/τόσο μα τόσο προβλέψιμος/αυτά πια να προκαλεί». Προσδίδοντας ψυχή στα πράγματα η Κοφτερού πλάθει συνδετικούς κρίκους, συνειρμούς ανάμεσα στα υλικά αντικείμενα και τα ανθρώπινα συναισθήματα. «Τα Σκουλαρίκια» (σ. 26) αποτελούν δείγμα ύπαρξης της αίσθησης της ακοής ως δίαυλου επικοινωνίας του ερωτικού λόγου, του ερωτικού ψίθυρου.
Με την αφή
κάθε τόσο
επιβεβαιώνω
ότι
στη θέση τους
είναι ακόμη
τα σκουλαρίκια
που μου χάρισες
Στην πραγματικότητα
ότι έχω αυτιά
θέλω να σιγουρέψω
την πιθανότητα
ν’ ακούσω πάλι
τον μακρινό σου
φίθυρο
επιθυμώ να διασφαλίσω
Και στο «Αντίδοτο» (σ. 39) ο έρωτας, ενώ στην αρχή του ποιήματος παρουσιάζεται βεβαιωτικά ως αντίδοτο στον θάνατο, στο τέλος το ποιητικό υποκείμενο τον ταυτίζει με τον θάνατο. Έρωτας και θάνατος σε μια σχέση αμφίδρομη, καταλυτική. Ο θάνατος είναι αναπότρεπτος, άφευκτος αλλά και ο έρωτας αναπόφευκτος και αυτός.
«Ο έρωτας
είναι το αντίδοτο στο θάνατο»
μου είπες σιγανά
στην κόψη των χειλιών.
[…]
«Τι να το κάνω το αντίδοτο;
Στην αγκαλιά σου τ ώ ρ α θέλω να πεθάνω».
Σε άλλα ποιήματα, ιδιαίτερα της Γ΄ Ενότητας με τίτλο «Στο Τίποτα οι ποιητές ενδίδουν», «τα χελιδόνια» δηλώνουν και μεταφέρουν τον έντονα πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό της ποιήτριας. Η γλώσσα, λέξεις εκφραστές των «κόκκινων» ονείρων κινούνται στον χώρο της ουτοπίας αλλά και της δυστοπίας στα «Κόκκινα φιλιά» (σ. 21), καθώς το ποιητικό υποκείμενο βιώνει την σκληρή κατάρρευση των ονείρων του, όταν θα τα δει πεταγμένα στον κάδο ανακύκλωσης. Στον κάδο ανακύκλωσης θα βρεθεί και η αφίσα από την εποχή στο Μάη του ’68. Η Ελένη Κοφτερού με πικρία θα εκφράσει την ματαίωση και την διάψευση των προσδοκιών καθώς «δεν κατάφερε/τη φαντασία στην εξουσία να χωρέσει» με μια συγκρατημένη αισιοδοξία αφού «στην παλιά ντουλάπα/υπάρχει ακόμη/ένα τετράγωνο κομμάτι/τ’ ουρανού μου» (σ. 87). Η πολιτική διάσταση της ποιητικής τέχνης της για την δικαιοσύνη και την ελευθερία διαφαίνεται και στα ποιήματα «Οι εξόριστοι της Μακρονήσου» (σσ. 92-93) και στον «Λόρκα» (σ. 94). Το όνειρο ενυπάρχει και στο «Γαλάζιο βουνό» (σ. 28) και στο «Γαλάζιου Βουνού Συνέχεια» (σσ 29-30). Η χρωματική κυριαρχία του γαλάζιου στο βουνό, στο φως και στη θάλασσα συνθέτουν μια υπόκωφη πολιτική ποίηση που αγγίζει την υπερρεαλιστική τεχνική «για να φωτίσει τα παιχνίδια/που παίζανε τ’ ουρανού τα χαϊδεμένα παιδιά». Όπως γράφει ο Charles Baudelaire «βρίσκουμε μέσα στο χρώμα την αρμονία, τη μελωδία και την αντίστιξη» (Baudelaire, 2005:32). Οι υπερρεαλιστικές εικόνες «εκεί τα ψάρια έβγαζαν φτερά/και τα πουλιά ανάσαιναν με βράγχια» αναπτύσσουν μια οπτικώς σημαίνουσα τυπογραφία ως αναπόσπαστο τμήμα του νοήματός τους και του ερμηνευτικού παιχνιδιού στο οποίο καλούν τον αναγνώστη. Η ποιήτρια πλάθει και εντάσσει στα ποιήματά της με τέτοιο τρόπο σαν να εφαρμόζει τη ρήση του Γάλλου ποιητή Paul Eluard: «Οι εικόνες σκέπτονται για μένα» (Balakian, 1986:143), εννοώντας εικόνες που δίνονται ως αποτέλεσμα του ελεύθερου συνειρμού.
Και στις τρεις ενότητες της συλλογής διαφαίνεται η ανάγκη της Ελένης Κοφτερού να μιλήσει για την ποίηση μέσα από το ποιητικό της έργο συνθέτοντας ποιήματα ποιητικής. Η ποίηση ως χώρος λύτρωσης του ποιητή, η διαδρομή του ίδιου και του έργου του, η σχέση του αναγνώστη με την τέχνη της ποίησης, η «τύχη» του δημιουργού και της ποίησης παρομοιάζεται με ένα «Καραβάκι χάρτινο» (σ. 84) που
ένα παιδί
το ρίχνει στο νερό
προαναγγελία διάβρωσης
μα ως να χαθεί
απ’ τα μάτια του
μια διαδρομή
το ποίημα θα έχει ασφαλώς
διανύσει […]
Στο εργαστήρι του δημιουργού θα μας μεταφέρει και το αυτοαναφορικό ποίημα «Στα σύρματα» (σ. 23):
Όλες οι λέξεις μας
μικρά μικρά σπουργίτια
στα τεντωμένα σύρματα
γράφουνε παρτιτούρες.
Ακούς εωθινή τη μελωδία;
Το ταξίδι των χελιδονιών συνεχίζεται… Υπερπηδάει τα «τείχη» και τα σύνορα του υλικού – φθαρτού κόσμου για να περάσει στον χώρο του πνεύματος και της Τέχνης. Το ποιητικό – καλλιτεχνικό παρελθόν βρίσκεται ολοφάνερα σε σύζευξη με το ποιητικό παρόν καθιστώντας την διακειμενικότητα όπως και την αυτοαναφορικότητα βασικά χαρακτηριστικά που πετούν με την βοήθεια της ψαλιδωτής ουράς των χελιδονιών προσδίδοντας ταυτόχρονα και μια σταθερότητα στο πέταγμα. Πέταγμα διανοητικό και ταυτόχρονα συναισθηματικό και φιλοσοφικό – στοχαστικό. Οι λέξεις και ο γλωσσικός και ποιητικός κώδικας το υλικό και το ποιητικό αισθητικό αποτέλεσμα της έμπνευσης της ποιήτριας.