«Το Αμείλικτο νερό … που όλα τα παρασέρνει»
Το Αμείλικτο νερό της Φωτεινής Βασιλοπούλου από τις εκδόσεις των Φίλων (2019) παρασύρει στο ρεύμα του τον θάνατο, την απώλεια, την άνοια, τον πόνο του έρωτα και τη δύναμη της μνήμης. Το Αμείλικτο νερό γίνεται εργαλείο στα χέρια του ποιητή, του γλύπτη, του ζωγράφου και του χρόνου για να μετουσιωθεί σε έργο τέχνης.
Η Φωτεινή Βασιλοπούλου στην ποιητική της συλλογή Αμείλικτο νερό αγγίζει με ευαισθησία, ως τεχνήτρια του ποιητικού λόγου ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο διαχρονικά και κατορθώνει να αποδώσει και να μεταδώσει στον/στην αναγνώστη/-στρια την υπαρξιακή αγωνία και τον αρχέγονο τρόμο και πόνο που αισθάνεται ο δημιουργός της ποίησης. «Φρέσκα μύγδαλα με πράσινο φλούδι οι στίχοι./Σπάζω το σκληρό τους περίβλημα./Τσακίζω τις λέξεις/να μείνει η κατάλευκη σάρκα./Να μιλήσει η σιωπή/η άσπρη ψίχα» (σ. 9), θα γράψει για να αποδώσει την εναγώνια προσπάθεια του ποιητή προκειμένου να μετουσιώσει τους φθόγγους, τις συλλαβές και τις λέξεις σε ποιητική τέχνη. Η «Έμπνευση» ως η γενεσιουργός πηγή του ποιήματος δεν είναι αυταπόδεικτη και πάντα δεδομένη. Για αυτό και «Την καρτερώ από τα χαράματα./ Της στήνω ξόβεργες, της τραγουδάω./ Την δελεάζω με λαλιές πουλιών» (σ. 10) «Μα είναι λειψή η συγκομιδή/και πώς να κάνω παραδείσιο το ποίημα;» (σ. 10) θα αναρωτηθεί το ποιητικό υποκείμενο θέλοντας να αποδώσει τα στάδια της ποιητικής δημιουργίας. Και στο ποίημα «Τάφρος» (σ. 11), η ποίηση παρομοιάζεται «σαν τάφρος/τα όνειρά μας αγκαλιάζει στοργικά.[…] Και πιο πολύ πονά/το ξέρουνε και τα σκυλιά πως/πάντα η ποίηση ανοιχτή/φρεσκοσκαμμένος τάφος έτοιμος μέσα του να μας ρουφήξει» για να υποδηλώσει τη σχέση του ποιητή με το ποίημα γιατί η ποίησις κάποιες φορές γίνεται «το καταφύγιο που φθονούμε», όπως γράφει ο Κ. Καρυωτάκης στο «Σαν ξεχαρβαλωμένες κιθάρες».
«Αμείλικτο νερό» η ποίηση στο μυαλό, στην ψυχή και στο λευκό χαρτί άλλοτε δίνει χαρά κι άλλοτε λύπη. «Αμείλικτο νερό» το Αιγαίο (σ. 17) που καταπίνει στα σωθικά του «Μικρά, αθώα, πεινασμένα/όλο μάτια/τρέμουν, κρυώνουν/ξαφνιασμένα απορούν./Από το αίμα της σφαγής πλυμένα/αλατισμένα/έτοιμα σε αλουμινόχαρτο να τυλιχτούν» (σ. 17), «φωνές απόγνωσης απ’ την απέναντι στεριά/» Καιγόμαστε, πνιγόμαστε, βοήθεια!»/οι μηχανές των μισοβουλιαγμένων λέμβων/νηπίων κλάματα, μητέρων οιμωγές/κι ο ρόχθος των πνιγμένων» αποδίδοντας αντιστικτικά την απάθεια και την σκληρή αδιαφορία του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι σε σοβαρά κοινωνικά και ανθρωπιστικά προβλήματα, όπως το προσφυγικό καθώς «βουλώνουμε τ’ αυτιά μας με κερί/κι απολαμβάνουμε/τον τρυφηλό μας πάντα βίο» (σ. 16) ζώντας στη «Νήσο των Μακάρων». Η ποίηση, όμως, έχοντας κοινωνική διάσταση και αποστολή προσπαθεί να απαλύνει τον πόνο τους για αυτό και η ποιητική φωνή προτρέπει να «ξεκουραστείτε απόψε μες στο ποίημα!».
Και καθώς τα βάσανα του ανθρώπου δεν έχουν τελειωμό, η ποιήτρια μάς μεταφέρει στο «πολύβουο πεζοδρόμιο της πόλης», εκεί όπου «έστησες τη ζωή σου/χωμένους σε σωρούς απίθανων προσδοκιών» (σ. 44), εκεί όπου η ζωή κυλά σε «Χάρτινα βράδια» (σ. 44). Η ζωή των άστεγων και των ρακοσυλλεκτών, των clochards των σύγχρονων μεγαλουπόλεων και ο τρόμος που βιώνουν αποδίδονται ποιητικά με στοιχεία της φύσης: «Ψάρι τη νύχτα κολυμπάς τον τρόμο/Λύκοι/ασβοί, πιο ’κει νυφίτσες/θηλάζουνε τις μαύρες αλεπούδες» (σ. 44) και τη μοναξιά.
Το ρεαλιστικό πλαίσιο μεταπλάθεται σε ποιητικό – καλλιτεχνικό στο ποίημα «Σταθμός Ομόνοια» (σ. 42). Σκηνές, πρόσωπα και χώροι από την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Αθήνας παίρνουν άλλη διάσταση, ποιητική. Ο εξωτερικός χώρος επηρεάζει την εσωτερική ζωή του ατόμου και την διαμορφώνει. Η μοναξιά στις πολύβουες πόλεις, η φτώχεια και η οικονομική εξαθλίωση των απόκληρων της κοινωνίας και των άστεγων δεν θυμίζουν με τίποτα «Διακοπές στην Αθήνα», όπως είναι ο τίτλος της θεματικής ενότητας της συλλογής. «Ξανθό γυφτάκι/ξεκαρδιζόσουν στο μετρό/σταθμός Ομόνοια/δίπλα στις σκάλες/παίζατε εσύ κι η αθωότητα κρυφτό./ […] Μα εσύ όλους και όλα τ’ αγνοούσες/αυτόματο είχες εξασφαλίσει μέλλον/και λίγη /απεριορίστων διαδρομών/προσωρινή ευτυχία» (σ. 42). Ο καθημερινός κάματος και η εργασιακή αλλοτρίωση και μηχανοποίηση, οι σκληρές – πολλές φορές – εργασιακές συνθήκες αποτυπώνονται με την εικόνα: «Ντύθηκε το κουστούμι της δουλειάς/το φρέσκο χαμόγελο/την ευτυχία της ημέρας./Της παρωδίας άνοιξε την αυλαία/μπήκε στο δεύτερο λεωφορείο/ – το πρώτο μ’ άλλους ευτυχείς αυτόχειρες γεμάτο/ανάσανε βαθιά./Και τράβηξε κατά τον ημερήσιο πόνο» (σ. 46).
Το σκληρό πρόσωπο της ζωής γνωρίζουν και όσοι πάσχουν από άνοια και άλλες ασθένειες. «Μέσα Ιούλη ρώτησες/πώς σε λένε;/Έξω ο υδράργυρος σκαρφάλωσε σαράντα/λιώνει το χιόνι/στου μυαλού σου τις απάτητες χαράδρες./ Μέσα Ιούλη/καλοκαίρι υπό το μηδέν» (σ. 32). Η ποιήτρια επιλέγει το λευκό χρώμα για να αποδώσει την άνοια και τον κόσμο της λήθης, στον οποίο βυθίζεται το ποιητικό υποκείμενο στο «Σπουδή στο λευκό» (σ. 33): «Μ’ άσπρη μπογιά σ’ άσπρο χαρτί/ την απουσία ζωγραφίζεις./Πες μου/τι βλέπεις με τα παιδικά σου μάτια/καθώς η ζωή θρυμματίζεται/λευκή της λήθης πάχνη;» (σ. 33). Η «πορεία στη λήθη» (σ. 34) είναι μια καθημερινή διαδρομή: «Κάθε μέρα/όλο και κάτι ξεχνάς./Σβήνει απ’ τον χάρτη του μυαλού κι ένα νησί./Σε λίγο θ’ απομείνει/ένας ωκεανός/μια άβυσσος./Σιγά – σιγά οδεύεις προς τη γέννηση/τη σύλληψη/προς την ανυπαρξία./Στον ύπνο του χιονιού» (σ. 34), θα γράψει η ποιήτρια σε δεύτερο ενικό πρόσωπο δίνοντας διαλογική μορφή στην «Πορεία στη λήθη».
Το μοτίβο του αποχωρισμού από τη ζωή και απ’ όσα την συνθέτουν για την πορεία προς τον θάνατο αποτυπώνονται ποιητικά παραπέμποντας στον αλεξανδρινό ποιητή Κ. Π. Καβάφη, και συγκεκριμένα στο ποίημά του «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» και τον στίχο «Αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που έφυγε». Η Φ. Βασιλοπούλου γράφει: «Όλα τα αποχαιρέτησε./Από μέσα του/-δεν ήξερε αν ήξεραν./Όλα τα χαιρέτησε/με πόνο και χάρη/όπως έφευγε/όπως πέθαινε/όπως έζησε./Με πόνο και χάρη» (σ. 36). Αποχωρίζονται από τη ζωή και «Οι δανεικές αυτόχειρες ψυχές» (σ. 23), οι οποίες «Δείχνουν η ομορφιά μπροστά στον θάνατο/ως υποκλίνεται/με όρθια δικάταρτα φτερά ιστιοφόρα» (σ. 23). Τα ποιήματα της Φ. Βασιλοπούλου συν-ομιλούν με αυτά του Κ.Π. Καβάφη και του Κ. Καρυωτάκη, βρίσκονται σ’ ένα συνεχή διάλογο όπως έχει παρατηρήσει ο Μπαχτίν. Τα διακείμενα (όπως λέξεις, φράσεις, θέματα) λειτουργούν ως κλειδιά τα οποία ξεκλειδώνουν την ερμηνεία του Αμείλικτου νερού κι αναδεικνύουν τη συγχρονική και διαχρονική σχέση συνύπαρξης των ποιητικών στοιχείων κατά την Κρίστεβα.
Αποχωρίζεται από τον κόσμο των ζωντανών και το ποιητικό υποκείμενο του ποιήματος «Γενέθλια» (σ. 25). Η αυτοχειρία έρχεται ως λύση για το ποιητικό υποκείμενο το οποίο «εκλιπαρώντας τον ουρανό του ταβανιού/για μια θανατηφόρα χιονοθύελλα./ Η θερμοκρασία ψυχρό άζωτο» (σ. 25) καθώς «Σε παγωμένους χανόταν λαβυρίνθους./Μόνο η σκέψη του ανάσαινε ακόμη./Βαριά /» (σ. 25). Γιορτάζει τα γενέθλιά του μ’ «ένα σαραντάρι [που] εκπυρσοκρότησε /Τώρα νεκρός, παγωμένος ολόκληρος» (σ. 25).
Σε άλλα πάλι ποιήματα «Ανυπόφορος ο έρωτας θάνατος» (σ. 26). Και ταυτίζεται ο έρωτας με τον θάνατο γιατί «Κατόπιν γυρνά ο καθένας στο σώμα του/στον καλά πληρωμένο/με αίμα/ιδιόκτητο εξωμήτριο οίκο./Στο οστέινο κέλυφος./Την δική του αλήθεια κι ανάγκη» (σ. 26). «Στο τελευταίο φιλί/του αποχωρισμού/κοπήκανε τα χείλη απ’ τη ρίζα/άφαντα πλέον τα χειλικά/άφατα τώρα πια τα /φως μου/αγάπη μου/ψυχή μου» (σ. 57).
Η Φ. Βασιλοπούλου αγγίζει τα θέματα, που περιλαμβάνει στη συλλογή της, με μια ιδιαίτερη και προσωπική χρήση του γλωσσικού οργάνου. Τολμάει και πλάθει τις δικές της σύνθετες λέξεις για την απόδοση των εννοιών προσδίδοντας ταυτόχρονα εσωτερικό ρυθμό στους στίχους και λυρικότητα στο ύφος. Η «θρακόβολη» (σ. 29), οι «πυργοδέσποινες» (σ. 59) και οι «οδοδείκτες» (σ. 54) συνθέτουν τα «νεραϊδοπιάσματα» (σ. 24) και τις «Υδροχαρές» (σ. 14). Τ’ αντικείμενα, πάλι, παίρνουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και διαστάσεις με την αξιοποίηση της προσωποποίησης: «Στο λατομείο κοιμάται η πέτρα/κι ονειρεύεται/κορμό, δυο πόδια γερά/κεφαλή και βοστρύχους» (σ. 12) ενώ «το άγαλμα ονειρεύεται ανασκαφή/ […] αργοσαλεύει/ […] και αναρριγεί./Κανονικά ξυπνά και ζωντανεύει.» (σ. 13). Αποτέλεσμα είναι η ποίηση να κινείται σ’ έναν χώρο ανάμεσα ονείρου και πραγματικότητας «με τη μοναδικότητα του θέματος, του στίχου, του ρυθμού» (σ. 11).
Νίκη Μισαηλίδη
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-
Καβάφης, Κ. (1990). Άπαντα Ποιητικά. Αθήνα: Ύψιλον
-
Καρυωτάκης, Κ. (1927). Ελεγεία και Σάτιρες. Αθήνα: “Αθηνά” – Α.Ι. Ράλλης & Σία, σ. 37, σσ. 78 – 79
-
Bakhtin, M.M. (1981). The Dialogic Imagination. Austin: University of Texas Press.
-
Kristeva, J. (1969). Σημειωτική: Recherches pour une semanalyse. Paris: Seuil.