You are currently viewing Νίκη Μισαηλίδου: Χαρά Νικολακοπούλου, Μπαμ! Εκδόσεις ΑΩ

Νίκη Μισαηλίδου: Χαρά Νικολακοπούλου, Μπαμ! Εκδόσεις ΑΩ

Ένα Μπάμ! … στην κοινωνία και την ψυχολογία

 

«Η Αγγελική είναι σατανικό πλάσμα. Γκροτέσκο απείκασμα της εποχής μας, πεινασμένο για επιτυχία, χρήμα και έρωτα. Ανθεκτικό μικρόβιο προγραμματισμένο να επιβιώνει σε κάθε περίσταση. Κωμικοτραγικό άθυρμα των καιρών μας, που δεν ορρωδεί προ ουδενός προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει». (σ. 90)

Με αυτά τα χαρακτηριστικά συστήνει η Χαρά Νικολακοπούλου την ηρωίδα της στη νουβέλα Μπαμ! που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΩ το 2020. Η Αγγελική Κουτσούλη – αυτό είναι το όνομα της ηρωίδας – ζει, κινείται, δραστηριοποιείται και ονειρεύεται στη σύγχρονη εποχή. Πρόσωπο που επιδιώκει με κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο – κυρίως αθέμιτο – να υλοποιήσει τις επιθυμίες και τα όνειρά της. Μια φυσιογνωμία γκροτέσκο της οποίας οι φυσικές διαστάσεις έχουν παραποιηθεί, η παραμόρφωση και η γελοιογράφηση αποτελούν βασικά της χαρακτηριστικά. Το φανταστικό και το ανοίκειο. Ο συνδυασμός ετερόκλητων στοιχείων και το κολλάζ. Η πρόκληση και η αναίδεια. Με αυτόν τον τρόπο η συγγραφέας συνθέτει τη φυσιογνωμία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, των ανθρώπων και των καταστάσεων που βιώνουν, τα ήθη και τα πάθη τους.

Ο χώρος που εκτυλίσσεται η ιστορία και δρουν τα πρόσωπα είναι η Αθήνα, και μάλιστα το κέντρο της, «το Γκάζι, το Κολωνάκι και το Ψυχικό» (σ. 63), «το Περιστέρι» (σ. 50). «Το σπίτι μου είναι χωμένο στην κοιλιά της θεόρατης πολυκατοικίας. Μερικές φορές νομίζω πως είναι ο απόπατος της πολυκατοικίας, καθώς φτάνουν μέχρι εδώ οι θόρυβοι από τα καζανάκια, που ξεβράζουν τα βρομόνερα των γειτόνων» (σ. 9), περιγράφεται από τη συγγραφέα με ωμό ρεαλισμό η ζωή των ανθρώπων στις ασφυκτικές πολυκατοικίες, όπως και οι σχέσεις των ενοίκων μεταξύ τους. Η αδιαφορία, η απουσία της ευγένειας και του σεβασμού αποτελούν κύρια χαρακτηριστικά του σύγχρονου κοινωνικού προφίλ. «Είναι και τα τακούνια της αποπάνω. Τακ τακ τακ, τάκα τάκα τακ, όλη μέρα κι όλη νύχτα πάνω απ’ το κεφάλι μου»( σ. 9) θα επαναλάβει η Αγγελική, ως ένα χαρακτηριστικό δείγμα της σύγχρονης ανθρώπινης συμπεριφοράς. «Ο κόσμος πρέπει να μάθει να σέβεται, δεν είναι κατάσταση αυτή, πρέπει να μάθει να υπολογίζει τον διπλανό σου, δεν γίνεται διαφορετικά άμα θέλεις να επιζήσεις» (σ. 13) είναι η βασική κοσμοθεωρία της ηρωίδας, την οποία επαναλαμβάνει με την πρώτη ευκαιρία. Με αυτό τον τρόπο η Χαρά Νικολακοπούλου κάνει έμμεση κριτική για την απώλεια της υγιούς κοινωνικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει τον κάτοικο των μεγαλουπόλεων.

Η συγγραφέας θα βγει έξω από τα στενά όρια της «πολυκατοικίας» στην ευρύτερη κοινωνία. Καθώς η κοινωνία καταρρέει γύρω της, θίγει σοβαρά κοινωνικοπολιτικά προβλήματα. Η φτώχεια ως επακόλουθο της ανεργίας ή της υποαμοιβόμενης εργασίας και της ημι-απασχόλησης, αλλά και το φαινόμενο των αστέγων πολιτών μπαίνουν στο στόχαστρο της κοινωνικής κριτικής και προσέγγισης της συγγραφέως. Στο κεφάλαιο 4 με τίτλο «Οδός αστέγων αριθμός 0» η Αγγελική σχολιάζει: «Ένα σωρό φουκαράδες κοιμούνται κατάχαμα, σκουπίδια παντού, βρώμικα γκράφιτι σε βρώμικους τοίχους, κάτι σκυλιά λιμασμένα ψάχνουν για φαγητό, ταλαίπωροι άστεγοι με θολωμένο βλέμμα ψάχνουν στους σκουπιδοτενεκέδες» (σ. 26). Οι απάνθρωπες συνθήκες, που βιώνουν οι άστεγοι, εντείνονται από την αντίθεση με τις εστίες συσσώρευσης του κεφαλαίου, τις τράπεζες. «Καταλήγουν σε μια εσοχή έξω από μια τράπεζα Πειραιώς κι εκεί απλώνουν την αρίδα τους πάω σε κάτι χαρτονένια στρώματα, έχουν όμως και μια καρό κουβερτούλα μούρλια για σκέπασμα. Η γυναίκα ρίχνει πάνω της το σκέπασμα με κομψότητα και χάρη» (σ. 28), θα σχολιάσει με έντονο ειρωνικό, καυστικό και σαρκαστικό ύφος τις άθλιες συνθήκες τω clochards. Στον αντίποδα της ανέχειας και της πείνας των ανθρώπων που τρώνε «στα συσσίτια του δήμου» (σ. 31) βρίσκεται η καταναλωτική μανία και το παραλήρημα μιας άλλης κοινωνικής ομάδας, όπως σκιαγραφείται στο πρόσωπο της ηρωίδας. «Ολημερίς σουλατσάρω στα πιο trendy μαγαζιά στο Κολωνάκι και τα σηκώνω στο αέρα, μετά κομμωτήριο, μανικιούρ […] τρέλα!» (σ. 62). Ο κόσμος των media προβάλλει τη μόδα σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς: «Αγοράζω περιοδικά. Ξεφυλλίζω μετά μανίας. Ψάχνω τις τάσεις της μόδας. Ψωνίζω τσάντες σούπερ […]» (σ. 62) και το ξέφρενο πανηγύρι της υπερκατανάλωσης δεν έχει τέλος! Η ατομική ταυτότητα προσδιορίζεται ή το άτομο αυτοπροσδιορίζεται από την απόκτηση της ύλης, καθώς το πνεύμα έχει παραγκωνιστεί από τον υλικό ευδαιμονισμό, όπως στηλιτεύει με ενάργεια η Χαρά Νικολακοπούλου. Το χρήμα, η διαφθορά, ο αριβισμός και η ματαιοδοξία αποτελούν γνώμονα της κοινωνικής καταξίωσης και της ανόδου. Οι ηθικοί φραγμοί καταλύονται, ο θεσμός του γάμου περνάει έντονη κρίση, οι οικογενειακοί δεσμοί χαλαρώνουν και ο άνθρωπος – κάποιες φορές – εναποθέτει τις ελπίδες του, το μέλλον και την ευτυχία του σε κάποια μαντάμ «Φατιμά» (σ. 50), η οποία είναι «καφετζού, χαρτορίχτρα, μάντισσα και τα συναφή» (σ. 50) και φορτώνει το θύμα της με «βότανα, μπελαντόνα και μανδραγόρα, κάτι κεράκια κόκκινα, ένα μπουκάλι άρωμα, έναν σταυρό, κάτι μαγνήτες […]» (σ. 51), όπως περιγράφεται στο όγδοο Κεφάλαιο, «Μου ’πε η μάντισσα…»..

Οι ήρωες της νουβέλας είναι οι καθημερινοί άνθρωποι, οι ήρωες της διπλανής πόρτας ώστε ο/η αναγνώστης/-στρια να μπορεί να αναγνωρίζει και να διαβλέπει σ’ αυτούς, πρόσωπα που συναναστρέφεται καθημερινά αλλά και τον/την εαυτό του/της. Η συγγραφέας επιχειρεί/επιδιώκει μια «κατάβαση» στον εσωτερικό κόσμο του σύγχρονου ατόμου που πάσχει από «ψυχικές ασθένειες […] με τα μούτρα χωμένα μέσα στον βούρκο»(σ. 30), τη διαφθορά και το κυνήγι του συμφέροντος, τον ρατσισμό και τις στερεοτυπικές αντιλήψεις. Η Αγγελική – που μόνο άγγελος δε είναι – καθώς το βαπτιστικό της όνομα λειτουργεί αντιστικτικά με την στάση ζωής της, διαπράττει μια σειρά από φόνους προκειμένου να πετύχει τα όνειρά της καθώς είναι θύτης και θύμα του εαυτού της. Η δράση της, όπως και ο ψυχικός της κόσμος, παρουσιάζονται από τη συγγραφέα με το ιδιαίτερο χιούμορ της μαύρης κωμωδίας, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φροϋδικό. Το φροϋδικό χιούμορ αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή του κωμικού, που δίνει τη δυνατότητα στο εγώ να το στρέψει στο ίδιο του το πρόσωπο και να γίνει συγχρόνως θεατής και πρωταγωνιστής, να συμπεριφερθεί στο εαυτό του ως παιδί και ταυτόχρονα να παίξει απέναντι σ’ αυτό το παιδί τον ρόλο του ενήλικα. Το μαύρο χιούμορ, το οποίο αξιοποιεί λογοτεχνικά η Χ. Νικολακοπούλου, θα μπορούσε να οριστεί απλά ως το γέλιο του τραγικού, η ένωση των αντιθέτων, η μετατροπή του τραγικού σε κωμικό. Και πράγματι, η ηρωίδα Αγγελική Κουτσούλη, η οποία μετονομάστηκε σε Άντζυ Κάτσου – Δαρδαμπάση (σ. 77) για λόγους καλλιτεχνικού πρεστίζ, είναι τραγική φιγούρα στην οποία συμβαίνουν μια σειρά από ατυχή γεγονότα, την οποία η συγγραφέας συνθέτει με χιουμοριστικό ύφος. Έτσι το χιούμορ αντιστρέφει τα τραύματα της εξωτερικής πραγματικότητας μετατρέποντάς τα σε στοιχεία ευχαρίστησης, σύμφωνα με τον Freud. [1] Ταυτόχρονα η συγγραφέας με χιουμοριστικό τόνο θίγει και τον τρόπο λειτουργίας της λογοτεχνικής παραγωγής. Η απόκτηση φήμης και πλούτου, η έπαρση και η κενότητα, ο ρόλος των εκδοτικών οίκων αντιπροσωπεύουν τους ήρωες του βιβλίου.

Η απλή και καθημερινή γλωσσική φόρμα, οι αγγλικές λέξεις και φράσεις του συρμού, οι διάλογοι και τα στοιχεία της προφορικότητας προσδίδουν στο Μπαμ! ρεαλιστικό και θεατρικό χαρακτήρα. Ο/Η αναγνώστης/-στρια αναγνωρίζει μέσα στις σελίδες του βιβλίου την δική του, προσωπική καθημερινή ομιλία αλλά και συνήθειες καθώς η ηρωίδα είναι «αραχτή στην πιο must to go καφετέρια […] και ρουφάω την φραπεδιά μου, όταν να ’σου ένας μυστήριος να με κοζάρει.[…] Μαλλί, γυαλί και παντελόνι Lee» (σ. 56).

Η νουβέλα Μπαμ! της Χαράς Νικολακοπούλου προκαλεί ετερόκλητα συναισθήματα στον/στην αναγνώστη/-στρια. Από τη μια το κωμικό, το γέλιο και τα ατυχή γεγονότα που συμβαίνουν στα πρόσωπα και από την άλλη ο προβληματισμός για τα σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που πλήττουν την κοινωνία. Από την μια το πραγματικό – ρεαλιστικό τοπίο και από την άλλη το φανταστικό – ανοίκειο έρχονται να συναντήσουν το τελευταίο σχέδιο που καταστρώνει η ηρωίδα: «Λοιπόν, πλησιάζουν Απόκριες. Θα νοικιάσω μια στολή μούρλια και θα στηθώ κάτω από το σπίτι του. Εκεί, μπροστά στα μάτια όλων, θα τον πυροβολήσω τρεις φορές! […] Α, δεν σας είπα τι θα ντυθώ. Μαύρη χήρα! Τέλειο;» (σ. 93). Το καρναβάλι παρουσιάζεται ως «αντίδραση στην ένταση της κανονικής τάξης που επιβάλλει το σύστημα».[2] Αυτή την ανατροπή επιδιώκει και επιτυγχάνει σε μεγάλο βαθμό η συγγραφέας αφήνοντας το τέλος της νουβέλας «ανοικτό» με τον/την αναγνώστη/-στρια να δώσει την δική του απάντηση στο ερώτημα: «Τέλειο;» (σ. 93).

 

[1] Freud, 2009, σ. 313
[2] Cirlot, 1995 σ. 283

 

 

Βιβλιογραφία

Cirlot, Juan – Eduardo (1995). Το Λεξικό των συμβόλων. Αθήνα: Κονιδάρης
Freud, Sigmund (2009). Το ευφυολόγημα και η σχέση του με το ασυνείδητο. Το χιούμορ. Αθήνα: Πλέθρον

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.