Στο γεμάτο αμφιθέατρο επικρατούσε μια τεχνητή σιγή. Στις κερκίδες ο κόσμος είχε παραλύσει και καθώς ερχόταν η νύχτα, μόνο το κρώξιμο των βατράχων ακουγόταν από μακριά. Στη σκηνή, οι ηθοποιοί στέκονταν ακίνητοι, μάρτυρες μιας παράστασης που εκτυλισσόταν μπρος τους δίχως πρόβες και πολύωρα δοκιμαστικά. Ο ηχολήπτης άφαντος, κι όμως η ακουστική του χώρου ήταν εξαίσια: ο απόηχος των βημάτων, ξερός, στέρεος. Η θυμέλη στο κέντρο της ορχήστρας γέμισε άντρες, γυναίκες και παιδιά. «Όλοι κάτω», φώναξε ο ένστολος. «Κάποιος να τους φυλάει ρε» , είπε αγριωπά κι έσπρωξε άγαρμπα τον διπλανό του.
Η αρχαία τραγωδία είχε προγραμματιστεί να μεταδοθεί σε απευθείας σύνδεση απ’ την κρατική τηλεόραση και η ηλικιωμένη κυρία είχε από ώρα ανοίξει τον δέκτη της. Έριξε μια ματιά και συνέχισε να στρώνει ατάραχη το τραπέζι για το βραδινό φαγητό. Έπειτα στράφηκε στο παράθυρο και το έκλεισε εκνευρισμένη. Ο κωφός ένοικος του τρίτου είχε πάλι στη διαπασών τη μουσική. Η μελωδία του Forza del destino της είχε πάρει τα αυτιά.
Κοίταξε ασυναίσθητα την ανοιχτή συσκευή. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος και τα διαμελισμένα σώματα σκορπίστηκαν στο κοίλον. Τίποτα όμως δεν ήταν ορατό. Ατάραχες πυγολαμπίδες φώτισαν αδρά τον χώρο και για μια στιγμή ένα τεράστιο μοιρογνωμόνιο φάνηκε στην οθόνη. Η εικόνα κουνήθηκε. Μοιρογνωμόνια παντού, μέχρι που χάθηκε ολωσδιόλου η σύνδεση.