Τέσσερα
Μπανανιές, φοίνικες και μονστέρες. Ξωτικά πουλιά με πολύχρωμα πούπουλα. Ράμφη παράξενα, μακριοί λαιμοί και ουρές σαν βεντάλιες. Στον αριστερό τοίχο όμως, δίπλα στην μπαλκονόπορτα, ήταν σχισμένη η ταπετσαρία. Μια άτσαλη μετακίνηση της σιφονιέρας και πάει το τροπικό δάσος.
Κάθε πρωί έμπαινε η μητέρα του και άνοιγε τα παντζούρια. Τραβούσε με μια κοφτή κίνηση τις λευκές κουρτίνες και έλεγε με θέρμη: «Ξύπνησες Γιώργο μου;» Εκείνος δεν απαντούσε, προσποιόταν τον κοιμισμένο. Μόλις έφευγε, άνοιγε τα μάτια του και το πρώτο πράγμα που αντίκριζε ήταν ένα μεγάλο πουλί. Ροζ Κοκατού, έτσι το έλεγαν. Λευκό με ροζ αποχρώσεις και ένα λοφίο τόσο επιβλητικό, που έμοιαζε με αρχηγό. Το χάζευε για κάμποση ώρα και έπειτα το βλέμμα του πετούσε από φυτό σε φυτό. Τα μετρούσε και μιλούσε με τα πουλιά. Ήξερε τον ακριβή αριθμό των φυλλωμάτων τους και όλα τα πτηνά με τις ονομασίες τους. «Φτέρες, αριθμός οκτώ, παπαγαλάκια, έξι».
Όποτε ξέφευγε ο νους του σε σκέψεις κακές, έλεγε απέξω σιγανά τις επιστημονικές ονομασίες τους με όλες τις πληροφορίες που είχε βρει στο διαδίκτυο : «Υάκινθος Μακάο, ζει σε λιβάδια σαβάνας της βόρειας Βραζιλίας, Monstera deliciosa, είδος ανθοφόρου φυτού, ενδημικό στο νότιο Μεξικό μέχρι τον νότιο Παναμά». Δεν τα κατάφερνε όμως.
Είχε σηκωθεί ευδιάθετος εκείνο το πρωινό. Πριν πέντε χρόνια ακριβώς και τρεις μήνες. Έκανε ένα κρύο ντουζ, ήπιε τον καφέ του, έστριψε κι ένα τσιγάρο. Ντύθηκε και πήρε τη μηχανή. Δεν έκανε κάποιο λάθος. Καμία παράβλεψη, καμία παραβίαση. Φορούσε το κράνος του. Σταμάτησε στο κόκκινο. Ύστερα οι τραυματιοφορείς, το λευκό δωμάτιο, οι λευκές στολές που πηγαινοέρχονταν. «Τι είναι η πατρίδα μας; » αναρωτήθηκε. «Ένα ξέφραγο αμπέλι», ψέλλισε φουρκισμένος.
«Θα βγεις σήμερα Γιώργο μου;» Πήρε το φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο απ’ την ντουλάπα κι έκανε την κίνηση να του το φορέσει. «Άστο, θα το βάλω μόνος μου», της φώναξε. Δεν του είπε τίποτα, καταλάβαινε. Βγήκε με σκυφτό το κεφάλι απ’ το δωμάτιο και επέστρεψε μετά από κάμποση ώρα για να του βάλει το παντελόνι και τα παπούτσια. Του έφερε δίπλα στο κρεβάτι το αναπηρικό αμαξίδιο και ο Γιώργος με αποφασιστικές, γρήγορες κινήσεις κάθισε πάνω και βγήκε στο διάδρομο του ορόφου. Ήξερε πόσα ήταν τα πλακάκια, πόσα ήταν φθαρμένα, πόσα κουνιόνταν, τις καμένες λάμπες, τα ονόματα στα κουδούνια των διαμερισμάτων. Έφτασε στο ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί. Περίμενε. Κάποιος άλλος το πήρε. Συνέχισε να περιμένει. Έστρεψε το κεφάλι δίπλα στο παράθυρο. Το άφηναν ανοιχτό για τις μυρωδιές και τον αερισμό του κτιρίου, εκτός βέβαια τις δύσκολες μέρες του χειμώνα. Ο ιστός της αράχνης πάντα εκεί, εδώ και δύο βδομάδες ακριβώς, ανάμεσα στην οροφή και το τελείωμα του κουφώματος.
Ήρθε ο ανελκυστήρας. Κατέβηκε την Αγγελάκη, πέρασε την Τσιμισκή. Προ ημερών άκουσε πως η Αντιδημαρχία περιβάλλοντος θα απομάκρυνε τριάντα έξι άρρωστες φτελιές απ’ τη γνωστή οδό. Προσβλήθηκαν λέει από το Σκαθάρι Galerucella. «Θα ήταν απερισκεψία να τα αφήσουμε, καθώς υπάρχει κίνδυνος να προκληθούν ατυχήματα σε διερχόμενους και οδηγούς αυτοκίνητων». Τριάντα έξι φτελιές, δεν το χωρούσε ο νους του! Τις είχε μετρήσει κι αυτές μία προς μία στους μακρινούς περιπάτους του. Έφτασε στο πάρκο του Ξαρχάκου. Κόσμος πήγαινε πάνω κάτω, άλλοι βιαστικοί, άλλοι έκαναν χαλαρά τον απογευματινό τους περίπατο. Σταμάτησε δίπλα στο αναψυκτήριο. Πάντοτε στο ίδιο σημείο. Ύψωνε το βλέμμα στις φυλλωσιές των γέρικων δέντρων και χάζευε τα ξωτικά πουλιά. Τα πράσινα παπαγαλάκια, τύπου ring neck, έτσι τα έλεγαν οι ορνιθολόγοι. Γέμισε η πόλη. Στα κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας, στο Ρέμα της Τούμπας, στην Τριανδρία έως την Καλαμαριά. Ταπετσαρία τροπικού δάσους, η συμπρωτεύουσα. Τι καλά να έτρωγαν τα ξενόφερτα πουλιά το φυλλοφάγο σκαθάρι Galerucella και να έμεναν στη θέσεις τους οι φτελιές!
Έβγαλε απ’ την τσέπη του σακακιού του ένα σακουλάκι με σπόρια και έριξε κατάχαμα για τα πετούμενα. Κοίταξε ψηλά στα κλαριά τα παπαγαλάκια, και φώναξε δυνατά αδιαφορώντας για τους περαστικούς: «Τι είναι η πατρίδα μας μωρέ;» «Καταφύγιο για κάθε εκπατρισμένο» , έδωσε μόνος του την απάντηση και συνέχισε τη βόλτα του.