Η ποιητική συλλογή «Τετράδιο παράπλευρης επιβίωσης», από τις εκδόσεις Ιωλκός, δίνει την αίσθηση μιας ρωμαλέας χειραψίας με την οποία μας συστήνεται ο Φώτης Παναγόπουλος. Συνήθως το ντεμπούτο ενός ποιητή εμπεριέχει σπέρματα, εν υπνώσει ακόμα, της μετέπειτα ανθοφορίας του. Δε συμβαίνει έτσι εδώ. Ωριμότητα γραφής, δυναμισμός, πλαστικότητα στην εικονοποιία, τόλμη εκφραστική, στίχος ή και μεμονωμένη λέξη πολλές φορές, που συμπυκνώνει με τρόπο εύστοχο το νοηματικό περιεχόμενο, αυτές είναι ορισμένες από τις αρετές του, τις οποίες συνήθως δεν τις συναντάμε αθροισμένες σε πρωτόλεια έργα.
Ιδιαιτέρως εντυπωσιάζει η με άνεση κίνησή του ανάμεσα στη ρεαλιστική, πεζολογικού σχεδόν ύφους από τη μια, διατύπωση που αποπνέει υφολογική οικειότητα και από την άλλη η υπερρεαλιστική, έντονα συνειρμική σε ορισμένα σημεία, έκφραση. Στο πρώτο για παράδειγμα ποίημα της συλλογής διαβάζουμε:
«Οι δρόμοι αργούν να ζεσταθούν ακόμα,
γιατί οι αστερισμοί εξημερώθηκαν ως Άρκτοι και ως οικόσιτοι Κένταυροι
μόλις απασφαλίσαμε τους εποικισμούς
στη Μασσαλία και το Τρινιντάντ,
μα ανώφελα ανασαίνουν προς το λίκνο μας
αφού διαστέλλονται.
Έναν ήλιο η γη
κι απάνω της οι άνθρωποι χωρίζονται
–πάντα χωρίζονται».
Πρόκειται για έναν ευφυή συνδυασμό των δύο αυτών ρευμάτων, που αποτελεί πρωτότυπη επιλογή και επιφυλάσσει αναγνωστικές εκπλήξεις. Στο ίδιο ποίημα διαβάζουμε:
«Κι είναι οι κάδοι που ανοιγοκλείνουν,
οι σωληνώσεις της θέρμανσης, το βουητό του ψυγείου
και ο αντίλαλος της κλειδαριάς,
τα φτηνά υλικά που συνοδεύουν το παραμιλητό μου
–ό,τι πιο κοντινό έχω σε προσευχή!»
Αναγνωρίζουμε την υποβόσκουσα τελεολογία που εμπεριέχεται στο απλό και στο καθημερινό (που ανερμάτιστος κι υπό σύγχυση το ψάχνει ο σύγχρονος άνθρωπος), το αξιοποιεί ποιητικά και αντιλαμβανόμαστε την υποκειμενική, απόλυτα προσωπική προσέγγιση του τέλους, με την αριστοτελική του έννοια. Σε εποχές πνευματικής αφλογιστίας, σε εποχές που η τέχνη φαντάζει να μην έχει ούτε μια σφαίρα πια στη θαλάμη και παροπλισμένη έχει ίσως χάσει την επιδραστική της δύναμη, ο Φώτης Παναγόπουλος τοποθετεί στο γονιδίωμά της ουσία, την επανασυνδέει με την έννοια της εντελέχειας και δηλώνει με σθένος στο ποίημά του «κατάσταση ομηρείας»:
«Κι εγώ έχω μια σφαίρα ακόμα στη θαλάμη»
«Εγώ! Που ειδικεύτηκα στην ανωνυμία»,
για να κάνω έναν ίσως όχι και τόσο αυθαίρετο συνδυασμό των δύο αυτών στίχων καθώς βρίσκονται σε διαφορετικά ποιήματα. Η δεδομένη κρυπτικότητα του εσκεμμένα δυσερμήνευτου στίχου δίνει τη θέση της στην αμεσότητα και στην αποκαλυπτική σαφήνεια του απλού λόγου, του χωρίς συμβολισμούς και νεφελώδη τοπία. Στο ποίημα «Χάμελιν» διαβάζουμε:
«Απόψε κρυφτείτε στον ύπνο σας.
Μαύρα παραμύθια θα πάρουν τα παιδιά χωρίς δάκρυα,
απόψε, χωρίς άλλο θα εξοφλήσει η πολιτεία την παλιά υποθήκη,
απόψε
το σημάδι από αίμα στο κάσωμα, ένα γράμμα κενό. […]
Και δεν αναγνωρίσατε τα μαύρα παραμύθια
γιατί κανείς δεν ακούει τα Φράικορπς
να σφυροκοπούν με τα κοντάκια
παρά όταν πια έχει παραμορφωθεί η Βαϊμάρη σε Μέδουσα.
Δε γνωρίσατε
να κουρνιάζουν σαν πιστή σκόνη
κάτω από τα κρεβάτια τους
και κάτω από το μελάνι των βιβλίων τους.
Απόψε είστε τόσο τυφλά πεπεισμένοι
ότι τίποτα δε βαδίζει στους υπονόμους,
γιατί νομοθετήσατε επιταγές
ώστε να πληρωθεί ο λογαριασμός σας
από κατοπινούς.
Γιατί εξόρισαν τους πολύχρωμους μάγους
οι ασπρόμαυρες εξισώσεις σας
κι απαγορέψατε το κάλεσμα της φλογέρας
ρυθμίζοντας την ύπαρξή σας σε θόρυβο.
Γελάσατε δυνατά τόσο
που δεν περίσσεψε γέλιο στους γιους σας.
Και τους αφήσατε να μεγαλώνουν
σαν αγριόχορτα στην Εδέμ […]
Απόψε κρυφτείτε στον ύπνο σας,
στο μαλακό πάτωμα κάθονται τα πνιγμένα παιδιά
χωρίς να τα νοιάζει το αίμα στους τοίχους
–οι πλαστικοί ήρωες που τα προστάτευαν
από εσάς
έπεσαν ο ένας μετά τον άλλο νεκροί. […]
Μονάχα,
μονάχα όταν τα μαύρα παραμύθια ορμήσουν επάνω σας
σαν πεινασμένοι αρουραίοι που παραμόνευαν στους υπονόμους,
να τραφούν το λίπος των πανηγυρισμών
για τις ξέφρενες επενδύσεις σας,
μονάχα μην καλέσετε σε βοήθεια τα παιδιά
γιατί δε συμπαθούν τις κραυγές των αδύναμων.
Και μονάχα,
μονάχα μην προσδοκάτε δάκρυ για σας,
γιατί είναι παιδιά χωρίς δάκρυα».
Έντονα καταγγελτικό το β΄ πληθυντικό πρόσωπο καταδεικνύει τη σήψη και τη διαφθορά μιας χρεοκοπημένης, εκ των αποτελεσμάτων της, στάση ζωής, με κεντρικό πυρήνα την ευθύνη απέναντι στα παιδιά. Ο Κρόνος ή η Μήδεια, σε διατεταγμένη υπηρεσία υφαρπαγής ή υπονόμευσης του μέλλοντος. Τακτική που θα γυρίσει νομοτελειακά ως αυτεπίστροφο εναντίον των ίδιων των θυτών, όπως αποκαλύπτουν οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος.
Έντονα υπαρξιακός ο Φώτης Παναγόπουλος τολμά τη γενναία αυτοκριτική στοχαζόμενος και το ρόλο της ποίησης. Στο αυτοναφορικό ποίημά του «Φαλτσέτα», διαβάζουμε:
«Οι στίχοι μου, φαλτσέτα στομωμένη.
Θα ’κοβα τον κόσμο βαθιά, αλήθεια,
μα όλο θυμόμουν ότι δεν είναι γερά μοιρασμένος
σε εκείνους και σε εμάς.
Μπερδεύτηκα και δεν ήξερα πού να χτυπήσω,
πού να μην αδικήσω.
Οι στίχοι μου, φαλτσέτα στομωμένη,
όχι, όχι του καιρού διαβρωμένη,
εγώ δε μπόρεσα να τη σπάσω κοφτερή,
εγώ, που θα έκοβα τον κόσμο στα δυο. […]
Οι στίχοι μου, πραγματευτές και πωλούνται όσο όσο
για μια απαγγελία τους από ξανθιά ηθοποιό
και τρεις χιλιάδες πρωτότυπες υπογραφές.
Οι στίχοι μου, κηφήνες. Θα μου εξασφάλιζαν
έρημο να φωνάζω για ειρήνη και παγκόσμια τάξη
κι εκδόσεις αρκετές για πρόωρη σύνταξη και ιδιωτική παραλία,
με δε μου πλήρωσαν ακόμα ούτε λογαριασμό νερού.
Τους τρέφω να χασμουριούνται στον καναπέ μου
με ντοκιμαντέρ για τις κραυγές στο Μιανμάρ
μα ερεθίζονται κάθε που η Νόλα Ράις
υποτάσσεται στο σιτοβολώνα. […]
Στίχοι μου, οι τελευταίοι χαφιέδες,
κι όπως βρήκαν κάπως αστείο
αβράκωτοι δημοκράτες να ψηφίζουν αυτοκράτορα,
από σφαίρες της Βαστίλης κατέληξαν
κονίαμα για ένα ακόμα θεμέλιό μας Γκουαντανάμο.
Μην ακούτε τους στίχους μου
και δε λένε ποτέ αυτά που τους ζητώ,
θα ακούγονταν μακριά
μα φιμώνουν τα ουρλιαχτά μου που πια
δε διαταράσσουν ούτε την κοινή ησυχία.
Μόνο το φεγγάρια ακούγεται».
Πικρή, άλλοτε εμφανής κι άλλοτε αδιόρατη, ειρωνεία το διατρέχει, αποκαλύπτοντας την ασίγαστη επιθυμία του να βγει ο στίχος από τη σιωπή και να ακουστεί έστω ως ουρλιαχτό, σε όσους εσκεμμένα κωφεύουν. Είναι η ανάγκη για έξοδο από την ατομικότητα, η ανάγκη για κοινωνική αφύπνιση και προβληματισμό, ανάγκη τόσο έντονη (και εδώ αποκαλύπτεται και το κοινωνικό πρόσημο της γραφής του), που σχεδόν με θυμό μοιάζει να απορρίπτει την ίδια την ποίηση.
«Μην ακούτε τους στίχους μου
και δε λένε ποτέ αυτά που ζητώ».
Βέβαια, απορρίπτει την ποίηση γράφοντας ποίηση. Πρόκειται για την ωραία αντίφαση που χαρακτηρίζει τους αληθινά προσανατολισμένους στη συλλογικότητα ποιητές: Θέλουν η ποίηση να είναι πράξη κι η πράξη να έχει το βάθος της ποίησης. Ο Εγγονόπουλος, για παράδειγμα, καταδεικνύει την ακαταλληλότητα της εποχής για τέχνη… κάνοντας τέχνη. Έγραψε στο ποίημά του με τίτλο «Ποίηση 1948»:
«Τούτη η εποχή του εμφυλίου σπαραγμού
δεν είναι εποχή για ποίηση κι άλλα παρόμοια.
Σαν πάει κάτι να γραφεί
είναι ως αν γράφονταν
από την πίσω πλευρά αγγελτηρίων θανάτου».
Ο Αναγνωστάκης «απαντά» την επόμενη χρονιά με ποίημα που γράφει στη φυλακή του Γεντί Κουλέ, όπου είχε οδηγηθεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου κι όπου έζησε την εφιαλτική εμπειρία του μελλοθάνατου. «Στον Νίκο. Ε…. 1949» ο τίτλος του. Θα παραθέσω τους τελευταίους στίχους:
«Εφιάλτες
στα σιδερένια κρεβάτια
όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)»,
αφήνοντάς μας να δώσουμε την απάντηση εμείς στο εν είδει υστερόγραφου ρητορικό ερώτημα. Δηλαδή αν όχι ο ποιητής, τότε ποιος; Ο τρόπος των ποιητών για να πράττουν είναι ο στίχος. Ο στίχος είναι πράξη.
Η συλλογή αποτελείται από 13 πολύστιχα ποιήματα. Η μεγάλη φόρμα εμπεριέχει τον κίνδυνο της αδολεσχίας ή τουλάχιστον της νοηματικής υπερανάλυσης, στοιχεία που εκ των πραγμάτων βρίσκονται στον αντίποδα του μεστού ύφους που προκρίνει ο ποιητικός λόγος. Θα πρέπει να έχει εξαιρετικές αρετές για να μπορέσει να καθηλώσει το δέκτη, μία εκ των οποίων είναι η νοηματική πυκνότητα. Και αυτή την αρετή τη συναντάμε στη γραφή του Φώτη Παναγόπουλου. Κάθε στροφή, και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και μεμονωμένοι στίχοι, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ολοκληρωμένο ποίημα, ενώ ταυτόχρονα στην πολύστιχη έκτασή τους, παρουσιάζουν μια εσωτερική αρραγή δομή που λειτουργεί σαν τη σπονδυλική τους στήλη. Αυτή είναι που δίνει την αίσθηση πως πρόκειται για αυτοτελή ποιητικά σύμπαντα.
Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι οι τίτλοι. Πέρα από τον τίτλο της συλλογής («Τετράδιο παράπλευρης επιβίωσης»), η τυχαιότητα που εκφράζει η φράση «παράπλευρα θύματα» μεταφέρεται τώρα σε όσους επιβίωσαν (κοινώς ζούμε κατά τύχη), πέρα λοιπόν από τον γενικό αυτό τίτλο, έχουμε και τίτλους όπως: Χάμελιν, Ξυλοκόποι στο Yosemity National Park, Παρειδωλία, Johatsu. Δημιουργούν μέσω της αινιγματικής κρυψίνοιάς τους ένα κλίμα υποβλητικό που διαπερνά όλο το βιβλίο πυροδοτούν την αναγνωστική περιέργεια κι ερεθίζουν τη φαντασία. Λειτουργούν ως πρόναος, αλλά ταυτόχρονα, όσο οξύμωρο κι αν ακουστεί αυτό για έναν τίτλο, λειτουργούν κι ως επίλογος, αν τελειώνοντας το κάθε ποίημα ο αναγνώστης τους ξαναδιαβάσει. Νιώθει ότι συμπληρώνουν νοηματικά κι αποκαλύπτουν καινούριες κάθε φορά οπτικές γωνίες θέασής τους. Σαν ένα πρίσμα που διαχέει την ακτίνα φωτός σε πολύχρωμο φάσμα.
Επιλέγει κυρίως το α΄ ενικό ρηματικό πρόσωπο, πράγμα που δίνει στη γραφή του έναν τόνο εξομολογητικό, έντονα προσωπικό, με διάθεση ενδοσκόπησης κι εσωστρέφειας. Αυτή η πρωτοπρόσωπη επιλογή καταφέρνει να αγγίζει τον αναγνώστη εξαιτίας της αλήθειας της και έτσι μετουσιώνεται και σε μια αντικειμενική προσέγγιση των ανθρωπίνων αφού ο άνθρωπος είναι πάντα ένας, πάντα ίδιος, στις αγωνίες, στους προβληματισμούς, στη χαρά, στη θλίψη, στη συντριβή. Κι έτσι, ή μάλλον εξαιτίας αυτού, η προσωπική ματιά του ποιητή γίνεται οικουμενική κι η εσωστρέφεια είναι τελικά μια προσπάθεια εξωτερίκευσης, μια προσπάθεια να ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με τον μεγάλο άγνωστο, το συνάνθρωπο.
Ως επίλογο θα ήθελα να παραθέσω το ποίημα με τίτλο «Σινεμά – Κεφ. 7», καθώς θεωρώ ότι αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς το ατομικό βίωμα αντανακλάται στο συλλογικό γίγνεσθαι. Η εκφραστική επιλογή της εναλλαγής από το α΄ ενικό στο γ΄ ενικό ρηματικό πρόσωπο διευκολύνει την ταύτιση του αναγνώστη, το αναγνωρίζει ως δικό του βίωμα και κατά συνέπεια το ποίημα γίνεται από κάτι προσωπικό, πανανθρώπινο.
«Αγόρασα δύο εισιτήρια,
όχι ένα.
Η βόλτα στο εμπορικό
απέχει από μια κινηματογραφική σκηνή,
δηλαδή, δραματική μελωδία δε θα καλύψει
το ανοιγόκλεισμα του ταμείου,
το σκάσιμο του καλαμποκιού,
ή τη μουρμούρα της παρφουμαρισμένης κυρίας
που δεν παραδεχόταν άλλο Ριχάρδο από το Χορν,
ούτε, βέβαια, θα αρχίσουν οι άνθρωποι να χειρονομούν αργά
ότι κάτι σημαντικό συμβαίνει.
Αγόρασα δύο εισιτήρια·
πως περιμένω κάποια που άργησε
–πρέπει κανείς να φτιάχνει τους σωτήρες του
όπως φτιάχνει κάθε μέρα τις θανάσιμες παγίδες
που πέφτει ο ίδιος μέσα: όχι με το σημερινό τρένο, αύριο.
Σίγουρα αύριο.
Στον έλεγχο, για να μην πέσω σε γνωστούς,
ανακατεύτηκα με ένα κοπάδι διαφημιστικά καπέλα.
Στην αίθουσα δε με ένοιαζε
–τυλίχτηκα το σκοτάδι σαν ζεστή κουβέρτα.
Κάποτε θυμήθηκα ότι το διπλανό κάθισμα το είχα πληρώσει
και ήταν το μόνο δικό μου για δυο ώρες,
φτάνει να μην καθόταν κανείς.
Με πατρική πυγμή το φρόντισα
διώχνοντας κανά δύο·
πως περιμένω κάποια που άργησε.
Δε συνέβη κάτι σημαντικό·
ένας άντρας αγόρασε δύο εισιτήρια κι όχι ένα,
αλλά να,
ας μη χρειάζονταν τόσες δικαιολογίες
οι κρυμμένοι».
Νικολέττα Κατσιδήμα Λάγιου