Αν χρειαστεί να αναφέρω την πηγή έμπνευσης αυτού του συνονθυλεύματος λέξεων. Θα είμαι λακωνικός. Δεν θα διστάσω να κατονομάσω την Πίσσα, την γάτα του Βοϊβόντα από την πολυκατοικία μας. Ειλικρινά Ας αναπαύεται εν ειρήνη. Το “ειλικρινά” αφορά τους γνωρίζοντες. Γνωρίζουν πως η γάτα αυτή είχε εξελιχθεί στον προσωπικό μου τρομοκράτη. Δεν με χώνευε! Κρυμμένη Έστηνε ενέδρες και με τα νύχια της χάραζε τις δικές της ηρωικές Ιστορίες στην περγαμηνή του δέρματος μου. Θα το ομολογήσω, πως παρά την όλη μου λεβεντιά και παλικαροσύνη, φοβόμουν τις γάτες. Και η Πίσσα δεν βοηθούσε στο να ξεπεράσω τους φόβους μου. Όσο για τον Βοεβόδα ,σαφώς και είναι παρατσούκλι. Τον λένε Ζέλιο, υπάρχει και ένα δημοτικό τραγούδι για τον Οπλαρχηγό (στα βουλγάρικα Βοϊβόντα) Ζέλιο. Μας είχε πάρει τα αυτιά στο ραδιόφωνο αυτό το τραγούδι και ο πράος και ήρεμος Ζέλιο προβιβάστηκε σε Βοεβόδας. Ό φόβος πάντως, κάποια στιγμή φεύγει….
Τα παιδικά μου καλοκαίρια ήταν γεμάτα από υποχρεωτικά ταξίδια. Κατασκηνώσεις και επισκέψεις στους συγγενείς στην Φιλιππούπολη. Εκεί έκανα το σχεδόν τελετουργικό κύκλο του μουσαφίρη σε όλους. Περισσότερο όμως έμενα στο κονάκι του θείου. Κουζίνα και δωμάτιο στην πίσω αυλή της καπνοβιομηχανίας “Ροδόπη”. Ο θείος δούλευε εκεί στην μονάδα επισκευών. Το δωμάτιο το είχε παραχωρήσει το εργοστάσιο στον Παππού, αλλά αυτή είναι μια άλλη Ιστορία, στην οποία δεν εμφανίζονται Ζωγραφιστά Ουζμπέκικα κουπάκια τσαγιού.
Το καλοκαίρι του 70 οι «Πρωτευουσιάνες» (με αυτό το τρόπο προσφωνούσαν οι συγγενείς της Φιλιππούπολης την μάνα μου και την αδερφή της, την μάνα μου ανοιχτά την θεία όχι, ήταν στέλεχος μεγάλο και τρανό) αποφάσισαν να μας στείλουν με τον ξάδερφο στην Φιλιππούπολη. Η αφεντιά μου με τα πράγματα του έτοιμα και για κατασκήνωση που θα ακολουθούσε, κάπου στα βουνά της Ροδόπης.
Τα ξαδέρφια στην Φιλιππούπολη χάρηκαν με την άφιξή μας αλλά λόγω στενότητας κάποιος από εμάς θα έπρεπε να διανυκτερεύσει στο διπλανό δωμάτιο με την θεία Μαρίτσα. Θα είμαι ειλικρινής και θα παραδεχτώ πως ενοχλήθηκα από το γεγονός ότι τα ξαδέρφια δεν με προτίμησαν να διανυκτερεύσω μαζί τους. Συχνά μου συνέβαινε. Μάζεψα τα συμπράγκαλα μου και αποκαρδιωμένος έκανα τα πέντε μέτρα ως τον τόπο της εξορίας μου. Θα έχανα τα αστεία και τα χαχανητά της στρωματσάδας, που τα διέκοπτε το όχι και τόσο αυστηρό “Ησυχία!” του θείου. Έπρεπε όμως να πάω. Στου θείου ήταν όντως στενάχωρα. Με την θεία Μαρίτσα τα πηγαίναμε καλά, μόνο που της είχε μπει η ιδέα πως τρελαίνομαι για ρυζόγαλο. Προσπαθούσα να καθησυχάσω τον εαυτό μου σκεπτόμενος πως τα καλοκαιρινά βράδια είναι σύντομα και πως νωρίς – νωρίς θα σκάσω μύτη στου Θείου. Είναι αλήθεια πως τα καλοκαιρινά βράδια είναι σύντομα, και η αφεντιά μου ξυπνάει νωρίς, οι ελπίδες μου όμως πως τα ξαδέρφια επίσης ήταν του πρωινού ξυπνήματος, θα παράμεναν φρούδες.
Ξημερώνει. Η θεία Μαρίτσα έχει πάει στην δουλειά . Στο τραπεζάκι της κουζίνας βρίσκω σκεπασμένα με εφημερίδα, το πιάτο με το πρωινό μου και τα αγαπημένα της ζωγραφισμένα κουπάκια τσαγιού. Τα έφερε από την Τασκένδη ο θείος, και ονοματίστηκαν ουζμπέκικα. Είχε αφήσει και σημείωμα η θεία Μαρίτσα. Δεν το διάβασα. Ήξερα το περιεχόμενό του. Να βάλω γάλα στα κουπάκια για τις γάτες.
Δεν βαριέμαι. Βγάζω το κρυμμένο ανάμεσα σε βρακιά και μπλούζες «μυστικό τετράδιο». Φοβάμαι μόνο πως, αν πέσει σε λάθος χέρια, θα κερδίσω πολλά και δυσάρεστα πράγματα, όπως το δούλεμα από τους συνομήλικους και αυστηρές παρατηρήσεις, να μην γεμίζω το κεφάλι μου με βλακείες. Περισσότερο φοβάμαι το δούλεμα των συνομήλικων. Είναι ανελέητοι, και τον πιο δοξασμένο Ινδιάνο πολεμιστή σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα τον μετατρέπουν σε καλαμαρά. Στο διπλανό δωμάτιο τα ξαδέρφια ακόμα κοιμούνται. Όταν ξυπνήσουν, ελπίζω να προλάβω και να χώσω το τετράδιο πίσω στην ασφαλή κρυψώνα του.
«Τα πέλματα του ερευνούν την μεθοριακή γραμμή μεταξύ, της στρωμένης ζεστής κουρελούς και το τραχύ, δροσερό τσιμέντο του πατώματος. Στο τραπέζι της κουζίνας κάθεται το Αδύνατο Αγόρι. Τα γυμνά του πόδια χαϊδεύουν τις πολύχρωμες λωρίδες (γραμμές ) της κουρελούς. Με την αφή προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τα μυστικά νοήματα που κρύβουν, και σαν να αντιλαμβάνονται χάδι από γυναικείο χέρι.
Το Αδύνατο Αγόρι βλέπει να εμφανίζεται και η γυναίκα. Κάθεται μπροστά σε αργαλειό και με τις μαγικές κινήσεις αναγκάζει την σαΐτα να ψάχνει κρυμμένα μονοπάτια ανάμεσα στης κλωστές του στημονιού. Ο ρυθμός από τα υπόκωφα χτυπήματα των ποδαρικών, προσπαθεί να του θυμίσει τραγούδι. Το αγόρι τινάζεται ,θέλει να απελευθερωθεί από το όραμα. Η γυναίκα με την σειρά της μεταμορφώνεται σε κοριτσάκι, βγάζει γλώσσα στο Αδύνατο Αγόρι και εξαφανίζεται, λες και την ρούφηξε η φωτεινή οθόνη της πόρτας.
Το Αδύνατο Αγόρι σηκώνεται, προσέχοντας να μην αναποδογυρίσει την καρέκλα, στην οποία καθόταν μέχρι πριν λίγο. Στο πλατύσκαλο της πόρτας φυλάει σκοπός μια κιτρινομάτα γάτα. Μοιάζει με Αιγυπτιακή θεά και σαν θεά απαιτεί θυσία. Το αγόρι αγνοεί τι προτιμούν οι Αιγυπτιακές θεότητες για θυσία. Γνωρίζει όμως καλά πως οι απλές γάτες πίνουν γάλα. Θυμάται πως στο τραπέζι είναι αραδιασμένα κάτι ζωγραφιστά Ουζμπέκικα κουπάκια τσαγιού. Είναι έτοιμο να πει δυνατά πως τα κουπάκια είναι ότι πρέπει για σκεύος θυσίας. Σταματάει όμως έγκαιρα. Η μυσταγωγία της στιγμής απαιτεί απόλυτη σιωπή. Ακούγεται μόνο η ροή του γάλακτος. Η Αιγύπτια θεά τεντώνει τα αυτιά της και νιαουρίζοντας ψιθυρίζει Αρχαία Αιγυπτιακά ξόρκια. Το Αδύνατο Αγόρι αντιλαμβάνεται πως τίθεται υπό την προστασία της Θεάς. Με τελετουργικές κινήσεις προφέρει τα ζωγραφιστά κουπάκια της θυσίας.
Από το πουθενά μπροστά στη πόρτα εμφανίζονται και άλλα γατιά. Κρίνοντας από τα μάτια τους, πρέπει να είναι τα τέκνα της Θεάς. Πάντα έτσι γίνεται με τους θεϊκούς απογόνους, ιδιοποιούνται τις θυσίες και τις προσφορές στους γονείς τους. Το Αδύνατο Αγόρι είναι απορροφημένο από ένα άλλο θαύμα που συντελείται μπροστά στα μάτια του, και δεν του επιτρέπει να φτάνει σε βαθυστόχαστα μυθολογικά συμπεράσματα. Οι γατίσιες γλώσσες λες και ανασκάπτουν αρχαιολογικό χώρο, σιγά – σιγά βγάζουν στην επιφάνεια τις κρυμμένες από το γάλα ζωγραφιές στα κουπάκια. Βγαίνουν από την αφάνεια του γάλατος, γαλάζια άνθη πλεγμένα μεταξύ τους και περιστέρια που κρατάνε στο ράμφος τους κλαρί ελιάς. Το αγόρι προσπερνάει τον εύκολο συμβολισμό της ζωγραφιάς, του φαίνεται αστεία η προσπάθεια που καταβάλουν οι γλώσσες των γατιών να φτάσουν γρήγορα στα ζωγραφισμένα πουλάκια. Από μόνο του επιβάλεται το συμπέρασμα ,πως τα θεϊκά τέκνα δεν…”
Η πόρτα του θείου κλείνει με κρότο. Κάποιος με φωνάζει . Πετάγομαι αλαφιασμένος και τρέχω να κρύψω το τετράδιο. Αρχίζει η μέρα μου. Απορροφημένος από τις ασχολίες μας δεν προσέχω τον θόρυβο του εξαερισμού του εργοστασίου, το βαρύ άρωμα ξερού καπνού, που ξερνούν οι ανεμιστήρες των αποθηκών, την ασχήμια της αυλής. Άσχημη ή όχι παραμένει το τέλειο μέρος για παιχνίδι. Μαζεύω από το πλατύσκαλο τα άδεια ζωγραφισμένα Ουζμπέκικα κουπάκια τσαγιού.
Βιογραφικό