Ας αρχίσω με τον ποιητάκο μέσα μου*
ΑΚΟΥ, ΠΟΙΗΤΑΚΟ
Για άλλη μια φορά
το γραφόμενό σου σε αντιγράφει.
Επιφανειακώς. Δουλοπρεπώς. Ανιαρώς.
Κοιτάξου στο γραφόμενό σου,
γεγραμμένο πια, ω αντιγεγραμμένε του
κι εντός του καθρεπτίσου-συλλαβίσου,
δες πόσο μοιάζετε εσύ κι εκείνο:
ένα ακόμη γλαφυρό αντίγραφό σου.
Πώς περιμένεις να πει κάτι διαφορετικό
απ’ την ηχώ σου;
Ας συνεχίσω…
ΑΚΟΥ, ΠΟΙΗΤΑΚΟ
Ψηλά πάνω στη γέφυρα,
εμφορούμενος απ’ την
αρχαία ημών μεσότητα,
διαπεραιώνεις με ασφάλεια
τη χρυσή σου μετριότητα
(που την είπαν: μεστότητα)
κι από κάτω σου χάσκει
τρίσβαθο και σκοτεινό
το Καινό. Ποιητάκο, πέσε!
Κι ας τελειώνω με τον ποιητάκο μέσα μου
ΑΚΟΥ
Η ανάγκη σου
για κοινο-
ποίηση·
η ανάγκη κάτι
νέο να εν-
τυπώσεις.
Η ανάγκη σου:
τριακόσια ή πες
πεντακόσια
αντίτυπα.
(Η ανάγκη σου
ή η μίμηση
ανάγκης,
ποιητάκο.)
*Βίλχελμ Ράιχ: Ας αρχίσω με τον Ανθρωπάκο μέσα μου