(Μυρσίνη και μυρσίνες)
Κ’ εγώ δε θε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ’ έχου,
μα θέλω να φανερωθώ, κι όλοι να με κατέχου.
ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ, Ερωτόκριτος
Ψηλότερος απ’ τις ελιές,
τους σκίνους, τις χαρουπιές·
βίγλα και κάστρο δίπατο.
Στον ίσκιο του η βασιλική·
τότε τοιχογραφημένη, `
τώρα ασβεστωμένη.
Στην πέτρα της συλλαβίζω
κι αγγίζω το χάραγμά σου:
Βιτσέντζο Κορνάρος
1677
Μες τις μυρσίνες το νερό
σαλεύει πλέον λιγοστό
– φλέγα που τρέμει –
κι απ’ την «Παλιά Βάρδια» ψηλά
δεν βιγλίζεις πια πειρατές,
μονάχα δανειστές.
Βιτσέντζος είν’ ο ποιητής,
Βιτσέντζος τίνος;
Του Δράκου, του Ιακώβου,
του Μπενέτου ή τίνος;
Είσαι, δεν είσαι εκείνος;…
Όλα τριγύρω ξέρουν,
μα μόνο οι πετρωμένες
οι λέξεις σου μιλούν·
λένε και δε λένε.
Μιλούν – μα δε μαρτυρούν.