Πρίαμος
Βουλιάζει τὸ Ἴλιον μέσ’ στὴ νύχτα,
στὸ Σκαμάνδριον πεδίον,
καὶ ξάγρυπνος ἐγὼ γυρνῶ στὸ στρῶμα.
Ψηλὰ, στὰ κυπαρίσσια,
σκούζουν οἱ γλαῦκες, δὲν λένε νὰ σωπάσουν
-κάνουν πώς τὰ ξέρουν ὅλα
καὶ τὰ μελλούμενα καὶ τὰ παλιά
(τὶς ξέρω αὐτὲς τὶς ὕπουλες γριές)-
καὶ πιὸ πέρα,
ἐκεῖ ποὺ ἀγγίζει ἡ Ἄσπρη θάλασσα τὴν ἄμμο,
οἱ ἐχθροὶ τροχοῦνε τὸν χαλκὸ τοῦ ὀλέθρου
(τὸ εἶδα ἀντιπροχτὲς, σὰν πῆγα
τὸ τὶμιο σκῆνος τοῦ Ἕκτορα νὰ πάρω)
δίπλα στὴ σκηνὴ τοῦ Ἄλλου,
ποὺ χάθηκε κι αὐτὸς ὁ γαῦρος
ἀπ’ τὰ δειλὰ τοῦ Ὀμορφονιοῦ τὰ βέλη.
Ναί,
ὅλη τὴ νύχτα τὸν χαλκὸ τροχοῦσαν.
Ἄχ, θὰ μᾶς εὕρει, ὡς μοῦ φαίνεται, κακὸ μεγάλο,
μ’ αὐτὴ τὴν κακοκεφαλιά του
τὴ Τυνδαρίδα νὰ μᾶς φέρει·
τ’ ὀσμίζομαι στοῦ ἀγέρα τὶς κουβέντες
ποὺ ψιθυρίζει στὸν νοῦ τῆς Θυγατρός μου
΄΄ Τ’ ἄσπρα πανιὰ ποὺ φεύγουν νὰ φοβᾶσαι,
ὡς σέρνουν τὰ καράβια μεσ’ στὴ νύχτα,
καί τ’ ἄλογο ποὺ δὲν χωρεῖ στὶς Σκαιὲς Πύλες
τό κόκκινο ἔχει στὴ θωριά του…
…ἐκεῖθε κι ὁ Ψυχοπομπὸς διαβαίνει…΄΄
μουρμούριζε στὸ παραμιλητό της.
Δὲν ξέρω…
Γέρασα κιόλας, κι ἡ ψυχή μου
βαρέθηκε πιὰ τοῦτο τὸ κουφάρι·
ἕνας ξεκούτης εἶμαι ποὺ λωλάδες λέει
μέρα καὶ νύχτα,
δίχως δόντια καὶ μὲ πόδια
ποὺ τρέμουν, και μὲ κόπο σέρνει…
Ὦ θεοί, πάνω ἀπ’ τὸ Ἴλιον σκύψτε
κι ἀφῆστε με ἥσυχα τὰ μάτια μου νὰ κλείσω…
Θυμηθῆτε
πόσα παχιὰ σφαχτάρια,
πόση κνίσα σᾶς ἔπεψα,
δῶρο ἀκριβό…
Θεοί, νισάφι πιὰ στὸ τόσο αἷμα…
Πτωχοπροδρομικόν
Ὀψοποιός,
ἀλλαντοποιός,,
ὑποδηματοποιός,
φαρμακοποιός, ταραχοποιός…
ὅλοι κάτι ΄΄ποιοῦν΄΄,
κι ἐκεῖνος
μοναχός του
στὸ κελλὶ τῆς αὐτοεξορίας του
΄΄ποιεῖ ΄΄, λέει,…
δηλαδὴ, σουβλίζει μὲ τὴν πέννα του
λεξίδια, φρασίδια, προτασίδια
καὶ τὰ σφεντονίζει
ἀπὸ τὸ παράθυρο μὲ τὸ σπασμένο τζάμι
κατὰ κεφαλῆς
τῶν ἀνύποπτων νοικοκυραίων
ποὺ διαβαῖνουν ἐδώδιμα
τα ζεμπίλια φορτωμένοι,
νὰ τοὺς σώσει, λέει, ἀπὸ τὴν τύρβη τους.
Λέει…