Άτιτλο
Τί νὰ σοῦ πῶ;
Τὰ πάντα ὁρίζονται
ἀπὸ τὸ ἀόριστον.
Ξέρεις, τὰ κύματα
ἔχουν καμπύλες ἀγεωμέτρητες·
τὰ δικά τους φράκταλ·
ὅλα πορεύονται
κατὰ τοῦ Ποσειδώνα τὰ κέφια
(ἔχουν κι οἱ θεοὶ τὰ βίτσια τους).
Κι ἐγώ;
Στὴν εὔθραυστη σχεδία μου,
ἀπὸ κλαριὰ δίχως ὄνομα,
ἡ καρδιά μου δέρνεται μέσα στὴ νύχτα,
καὶ τὸ τρέμω τ’ ὄνειρο
«τέλος ὁ μίτος, τέλος ὁ μίτος, σπεῦσον…»
μοῦ ὑποτονθόρυζε χτὲς ἀκόμη•
δὲω ξέρω ἄν ἦταν ὁ Ὄνειρος ἢ ὁ Θάνατος.
Δὲν πολυκατάλαβα μέσα στὸ ἔρεβος.
Μὰ κι αὐτοὶ οἱ θεοί, ὅλο αἰνίγματα·
ποῦ νὰ ξέρουν ἐκεῖ στὰ ὀλύμπια δώματα…
Σκύβουν καθόλου ἀπάνω μου;
Ἔ, μὰ πιά…
Πολύ δυνατό και παραστατικό, με νεωτερική χρήση των μύθων και σαρκασμό.