Φιλοκτήτης
«Ἀλλ’ οἱ μὲν ἐκβαλόντες ἀνοσίως ἐμὲ
γελῶσι σῖγ’ ἔχοντες».
(Σοφοκλέους, Φιλοκτήτης)
Τούτη τὴ μποτίλια
δὲν θὰ τὴ ρίξω στὸ πέλαγο.
Θὰ μείνει ἐκεῖ,
στὴ σκαντζιὰ τοῦ τζακιοῦ,
ὁλομόναχη.
Τὰ πρωινὰ τοῦ χειμώνα
ὁ ἥλιος θὰ μπαίνει κλεφτά,
κι ἡ ἀνάσα μου μέσα της
θὰ γίνεται μικρὲς μπαλίτσες
ἀνάλυσης τοῦ φάσματος τοῦ φωτός.
Μόνος ἐγὼ θὰ βλέπω τὰ χρώματα
σακάτικες μνῆμες ἀνάκατες
(θειάφι καὶ ἴασμον καὶ ἁλάτι καὶ δήγματα).
Κι ὅλοι θὰ λένε
ἀπορούμενοι ἀλλ’ οὐκ ἐξαπορούμενοι
΄΄Ὁ σαλός, ὁ σαλός, ὁ στηλίτης τοῦ αἰῶνος
ποὺ δὲν καταδέχτηκε
τὴ μποτίλια νὰ ρίξει στὸ πέλαγο…΄΄
Κι ἐγὼ στὴν εἱρκτὴ δίχως σίδερα.