Τὰ καλοκαίρια ταξίδευε μὲ ξεροὺς ἀσφόδελους,
φτιάχνοντας καράβια
ἀπὸ τὰ χειμέρια παραμύθια τοῦ πατέρα του,
δίπλα στοὺς στεναγμοὺς ἀπὸ τὰ κούτσουρα
μὲ τοὺς κύκλους
τῶν περιπλωμένων ἐνιαυτῶν
ποὺ χάνονταν στὶς γλῶσσες τῆς φωτιᾶς.
Πιὸ ὕστερα ταξίδεψε
ἀνάμεσα σὲ Λαιστρυγόνες καὶ Κύκλωπες,
σὲ Σειρῆνες καὶ Κίρκες,
μὲ τὸ ἁλάτι πάντα στὰ χείλη του.
Στὸν γυρισμὸ τὸν περίμενε
μόνο ὁ Ἄργος μὲ τὸ ἡλιοβασίλεμα στὰ μάτια του.
Ὁ γέρο Εὔμαιος μᾶς ἄφησε χρόνους, τοῦ εἶπαν,
κι ἡ γριὰ Εὐρύκλεια τὸν γνώρισε
ἀπὸ τὸ φιλὶ τῆς Μέδουσας στὸ δεξί του μάγουλο
-τὸ παλιὸ φαρμάκι ἦταν ἀκόμη ἐκεῖ,
κι ὁ δερματολόγος δὲν εἶχε, εἶπε, ἄλλα ματζούνια·
ανίατον, εἶπε ἐμφατικά.
Παρηγορήθηκε, ὡστόσο,
ποὺ βρῆκε ἀνθισμένους τους ἀσφόδελους.
Ἕνα ταξίδι, σκέφτηκε,
ἀνάμεσα στὸν Διόνυσο καὶ τὸν Πλούτωνα.
Πῆρε τὸν σουγιὰ νὰ σκαρώσει πάλι ἕνα καράβι.
27.4.’24
Ἀνορθογραφίες
Πῆγε νά γράψει «καιροί» κι ἔγραψε «κεροί».
Γέλασε, γιατὶ θυμήθηκε
πὼς τόσο μοιάζει μὲ τὸ κερί·
κι αὐτὸ λιώνει
μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι τοῦ Αἰωνίου.
-Τί κρίμα, εἶπε, καὶ «οὐκέτι καιρός»,
καί μέσα του πετάχτηκε ὁ Μονόκερος
ποὺ χάνεται στὴν ἡδονὴ τῶν πραγμάτων
ἀνεπαισθήτως.
Ἔτσι δικαιολόγησε τὴν ἀνορθογραφία του,
διδακτικὴ «τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψιν»,
μέσα στὸν ζαβὸ θολὸ καιρὸ
ποὺ λιώνει τὴν προσπάθεια τοῦ Σίσυφου
ἀκαταπαύστως.
26.4.’24.
Βιογραφικό σημείωμα