Θα διασχίσουμε πελώριες λευκές σελίδες, στις οποίες θ’ ανακαλύψουμε ανύπαρκτα μονοπάτια. Σ’ αυτά μια πορφυρή μαγική κλωστή θα μας καθοδηγεί. Διαβαίνοντάς τα, θα ξαναβρούμε τις θύμησες που είχαμε χάσει. Θα είναι μέρα, αλλά δε θα ξεχωρίζει από τη νύχτα. Στον δρόμο θα διψάσουμε. Τότε θα εμφανιστεί μπροστά μας μια στέρνα. Θα σκύψουμε να πιούμε νερό. Κι όσο θα πίνουμε θα βρέχει, και θα ενωθεί το βρόχινο νερό με το νερό της στέρνας. Πίνοντας θα γνωρίσουμε τη σοφία των σύννεφων. Η γεύση της σοφίας θα μας φανεί γνώριμη, σαν το ζαχαρωτό που κρύβαμε στην τσέπη μας κατά τα παιδικά μας χρόνια. Και τότε θα καταλάβουμε την ατλαζένια παντοδυναμία των παραμυθιών.
Τέτοια παραμύθια θα συναντήσουμε στο νέο βιβλίο της ποιήτριας Ελένης Παπανδρέου με τίτλο Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία (Εκδόσεις Ιωλκός, 2023). Πράγματι, η μία από τις 7 ιστορίες του, «ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» αρχίζει ως εξής:
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα καφενείο γεμάτο παραμύθια. Φτιαγμένα από μνήμες και όνειρα, περιπλανιόνταν στον αόρατο κόσμο αποζητώντας το νόημα του ορατού. Αγαπούσαν τις γωνίες, τις ζουμερές συζητήσεις και τις αέρινες σκέψεις. Αν και χωρούσαν μέσα τους χαρές και λύπες που ποτέ δεν υπήρξαν, δεν άντεχαν ούτε μία στιγμή πραγματικότητας. Σύχναζαν στη χώρα του ιδεατού που υπήρχε σ’ έναν κόσμο παράλληλο με την καθημερινή ζωή του καφενείου. Διόλου δεν τα ένοιαζε που δεν είχαν δει ποτέ την πόλη ή ένα δάσος, γιατί όλ’ αυτά υπήρχαν μέσα τους. Έτσι, όποτε ήθελαν να ταξιδέψουν, απλά βυθίζονταν μες στον ίδιο τους τον εαυτό. Μια σταγόνα ονείρου τούς αρκούσε για να γεννηθεί ένας ωκεανός από τέρατα, πρίγκιπες, πουλιά και πλάσματα άλλα αληθινά, άλλα φανταστικά.
Το ονειρικό παραμύθι, το βασίλειο της φαντασίας, ο μύθος ο παρήγορος βρίσκονται ως δομικά συστατικά στον πυρήνα της ύπαρξής μας: Είμαστε από την ύλη των ονείρων πλασμένοι, κατά τον Σαιξπηρικό Πρόσπερο. Όπως διαβάζουμε και πάλι στην ιστορία «ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ»: Τα παραμύθια αγαπούσαν τους ήρωές τους. Γεννήθηκαν από την ίδια μήτρα μέσα σ’ έναν στρόβιλο από αστερόσκονη και γέλια. Κι εδώ μπορούμε να θυμηθούμε τους στίχους από τη δεύτερη ποιητική συλλογή της Ελένης Παπανδρέου Ώρες (Εκδόσεις Ιωλκός, 2019):
Το ξέρω πως ξεχνάς.
Μα κάθε πρωί να θυμάσαι
πως είμαστε φτιαγμένοι από τη σκόνη των άστρων
και λάμπουμε μες στο σκοτάδι της λήθης
ζητώντας να επιστρέψουμε στην ευτυχία που μας γέννησε.
Σ’ αυτόν τον ιδιαίτερο κόσμο, στον οποίο μας ξεναγεί η Παπανδρέου, η γη ενώνεται με τον ουρανό. Υπάρχει ελεύθερη μετακίνηση από τη μία στον άλλον: Σήκωσε τα μπροστινά του πόδια, έβγαλε δυνατή φωνή και με μεγάλα πηδήματα ανέβηκε στον αέρα. Ένας μυστηριακός χορός γέμισε τον ουρανό. Μια λευκή γραμμή από πρόβατα κάλπαζε προς το άγνωστο. Ένα προς ένα τα ζώα χάθηκαν σε μια τρύπα έναστρου ουρανού, ώσπου δεν ακουγόταν πια ούτε βέλασμα ούτε κουδούνι («Η ΘΥΣΙΑ»). Επίσης: μαζί άνοιγαν τον δρόμο στην τρυφερότητα των μικρών πραγμάτων που ταξιδεύουν τους ανθρώπους στον ουρανό («Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΦΟΡΕΜΑ»). Και: Όταν ανέβηκα στον ουρανό, θυμήθηκα πάλι ως ήμουν γη («Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΟΛΟΝΑΣ»).
Ανάλογα, κάποιες φορές η μέρα ενώνεται με τη νύχτα. Τότε ο χρόνος, όπως τον ξέρουμε, καταργείται, μετουσιώνεται σε σιωπή αιώνια: στον αλλόκοτο χρόνο της («Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΦΟΡΕΜΑ»), εκεί όπου χρόνος δεν υπάρχει («Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΟΛΟΝΑΣ»). Και παρακάτω: Δεν ήξερα από αρχή και τέλος, αλλά περίμενα κάτι να ξυπνήσει εμένα που δεν είχα ποτέ κοιμηθεί. Γιατί η γέννηση πραγματοποιήθηκε όχι από βροντή, αλλά από σιωπή («Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΟΛΟΝΑΣ»).
Στις σελίδες του βιβλίου ο κόσμος των πεθαμένων ενώνεται με τον κόσμο των ζωντανών. Ελεύθερα οι πρώτοι επισκέπτονται τους δεύτερους και το αντίστροφο. Επίσης, η παρουσία του ανύπαρκτου λάμπει πλάι στου υπαρκτού: Άστραφταν τα πέπλα της κάτω από έναν ανύπαρκτο ήλιο («Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΟΛΟΝΑΣ»). Οι ήρωες των παραμυθιών κάποτε γεύονται ανύπαρκτα φιλιά και τυλίγονται σε δίχτυα με λόγια και σκέψεις από το πουθενά φερμένα («Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΟΛΟΝΑΣ»).
Τροφοί των ονείρων, θεματοφύλακες της εντροπίας είν’ οι αλαφροΐσκιωτες γυναικείες μορφές. Αυτές εγγυώνται, θαρρείς, τη διαιώνιση του παραμυθιού και γοητεύουν τον αναγνώστη. Είναι η μικρή Σούχα: Ό,τι άγγιζε μοσχοβολούσε σαν ανθισμένη γη κι όταν περπατούσε ξυπόλυτη, κρινάκια φύτρωναν κάτω από τα γυμνά της πέλματα («Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΟΛΟΝΑΣ»). Είναι η Μάχα: Προτιμούσε να μιλά στα πουλιά, να διαβάζει τον καιρό και να χάνεται σε μακρινούς περιπάτους. Μια περίεργη διάθεση φυγής φούσκωνε μέσα της σαν μια θάλασσα ήρεμη μα και σκοτεινή («ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ»). Είναι η, ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία αιωρούμενη, γυναίκα με το λευκό φόρεμα: Πιο ψηλή απ’ όλους, πιο λεπτή απ’ το μετάξι, πιο γλυκιά απ’ το φιλί, η γυναίκα με το λευκό φόρεμα ξεχώριζε σαν ακριβό πετράδι. Περπατούσε, αλλά δεν περπατούσε. Περιπλανώμενη και ακίνητη ταυτόχρονα, διάβαινε σαν να αιωρείται σε μία μόνο αδιαμφισβήτητη στιγμή, που κανένας ποτέ δε θα θυμόταν («Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΦΟΡΕΜΑ»). Είναι η Νάντιρα: Λεπτή και μικροκαμωμένη, σαν μελαχρινό κλαράκι, άνθιζε μόνο όταν γινόταν αόρατη από τα βλέμματα («Η ΘΥΣΙΑ»). Είναι η Γιασμίν: Φτιαγμένη από την ύλη των πνευμάτων, ζούσε ταυτόχρονα σε όλους τους χρόνους. Μέσα της υπήρχαν αδιάλειπτα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Στη δική της αέρινη διάσταση, η ζωή ήταν φτιαγμένη από τις φευγαλέες εικόνες ενός ονείρου κι αυτή μια ανάσα διάφανη, που ξεχύθηκε από το σώμα της μητέρας γης για να περιπλανηθεί μέσα σε μουσικές αιώνιες και τραγούδια νοσταλγικά («ΣΚΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ»).
Συχνά οι ιστορίες ακολουθούν κυκλική πορεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΟΛΟΝΑΣ», η οποία αρχίζει με τη γέννηση της κολόνας από τη γη και την διά τ’ ουρανού επιστροφή της στη γη. Η «ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» αρχίζει και τελειώνει με την παντοδυναμία των παραμυθιών. Επίσης, η ιστορία «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΦΟΡΕΜΑ» αρχίζει και τελειώνει με την εμφάνιση (ή Σολωμική οπτασία;) της λευκοφορεμένης. Η κυκλική αφήγηση διαιωνίζει τη μουσική περιδίνηση του αναγνώστη στο καλειδοσκόπιο των παραμυθιών: Η ουσία της ύπαρξης αγκάλιαζε τη μουσική κι όλα γίνονταν ορατά και δυνατά. Ένα αληθινό θαύμα! («ΣΚΙΕΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ»). Έτσι αισθανόμαστε πως το ταξίδι στις σελίδες του βιβλίου δεν τελειώνει ποτέ.
Το ταξίδι στον κόσμο των παραμυθιών η Ελένη Παπανδρέου το θεωρεί επιστροφή στον πραγματικό μας εαυτό. Καθώς γράφει στον πρόλογο: Οι τόποι που συναντήσαμε είναι μικρές επιστροφές σ’ έναν ακριβό όσο και αλλοτινό εαυτό. Ταξιδεύουμε συχνά εκεί, μέσ’ από φωτογραφίες και αναμνήσεις, αναζητώντας την επίγευση μιας προσωπικής αλήθειας. Πάντα συναντάμε αυτό που είμαστε. Με τον τρόπο αυτό, κάθε ιστορία προσπαθεί ν’ αποτελέσει αφορμή να ανασηκώσουμε το πέπλο της αυταπάτης και να θυμηθούμε την υπαρξιακή μας αλήθεια: Είμαστε μια ανάσα, ένα φλεγόμενο αντίκρισμα της ματαιότητας και λίγο πριν χαθούμε, καλούμαστε ─ όντας θνητοί και γυμνοί ─ να στρέψουμε το βλέμμα στη σιωπηλή ομορφιά της ύπαρξης.
Όπως δηλώνεται στον τίτλο, οι ιστορίες εκτυλίσσονται στη Συρία. Πράγματι, στην «ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΓΕΥΜΑ» αναφέρεται το Χαλέπι. Η Συρία ως σκηνικό μαρτυρείται και από τις υποβλητικές φωτογραφίες, οι οποίες συνοδεύουν τις ιστορίες. Στο πλαίσιο αυτό θα συναντήσουμε και αναφορές στον πόλεμο: Χαμογέλασε και αποκοιμήθηκε θαμμένος με όλα του τα όνειρα. Επάνω ο πόλεμος λυσσομανούσε («Η ΘΥΣΙΑ»). Και αλλού: Η πόλη ξηλώθηκε. Οι τοίχοι έγιναν κλωστές, που η μία τραβούσε την άλλη. Ήταν αχόρταγες οι φωτιές. Έκρυψαν σε μαύρο σεντούκι τη ζωή, που τόσο προσεχτικά είχαν σκαλίσει οι γενιές των ανθρώπων («Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΟΛΟΝΑΣ»). Ωστόσο, περαιτέρω ταύτιση με τη Συρία δε χρειάζεται. Καλύτερα να τη δούμε ως αφορμή για την ύφανση του παραμυθιού, χάρη στο οποίο έχουμε την ευκαιρία να ξαναβρούμε τον πραγματικό μας εαυτό: Κάθε παραμύθι είναι μια επιστροφή. Αυτή είναι η δική μου («ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ»).
Το ύφος είναι ιδιαίτερα έντεχνο με πλούσιο λεξιλόγιο. Εύστοχα και με αφθονία χρησιμοποιούνται τα επίθετα και οι εικόνες. Οι χρόνοι των ρημάτων ιριδίζουν, για να υποδηλώσουν την πολύτιμη συνύπαρξη όλων των επιπέδων του χρόνου. Κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις, άλλοτε σύντομες κι άλλοτε εκτενέστερες, υφαίνονται αρμονικά σ’ ένα εργόχειρο με ιδιότυπη γοητεία. Η αφήγηση καθηλώνει τον αναγνώστη. Το βιβλίο κερδίζει τη θέση του στο ράφι με τα πιο αξιόλογα ποιητικά παραμύθια ενηλίκων, πλάι σ’ εκείνα του Novalis και του Oscar Wilde.
Τελικά, με Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία έχουμε την ευκαιρία ν’ αφεθούμε στην αρχέγονη, ονειρική δύναμη του παραμυθιού, να θυμηθούμε τις υπαρξιακές μας αναζητήσεις, να θαυμάσουμε τη λυτρωτική δύναμη της γραφής:
Ο Νουρεντίν μπορούσε ν’ ακούσει ξεκάθαρα τη σκέψη τους, λεπτή κι ανάλαφρη γεμάτη από τοπία, όπου ο ίδιος ποτέ δεν είχε δει.
«Εδώ ο καθένας γίνεται τ’ όνειρό του» είπε ο Αζίμ και συνέχισε τη διδασκαλία.