Η σιωπή ως κραυγή. Του τραύματος ο διαρκής αντίλαλος.
Aφετηρία και τέρμα μας η παιδική ηλικία. Κατοικεί μέσα μας, όχι μόνο ως ομιχλώδης ανάμνηση ή ως νοσταλγία της μνήμης, αλλά πιο μόνιμα, πιο σταθερά, ως μια παράμετρος, που μας ορίζει και μας καθορίζει, ως ένας πόλος που τον αναζητούμε όταν πελαγώνουμε και μας αναζητά κι εκείνος μέρα και νύχτα, όταν προσποιούμαστε πως τον αγνοούμε ή παλεύουμε μάταια να τον αποφύγουμε.
«Έλα να παίξουμε» φωνάζει το παιδί, μέσα στην βαθειά καρδιά του γιατρού Στέργιου Σιδέρη, ήρωα του ομώνυμου μυθιστορήματος του Δημήτρη Χριστόπουλου. Όμως εκείνος αρνείται μετ’ επιτάσεως και για κάμποσα χρόνια να συμμορφωθεί στην εντολή, να ξαναπαίξει εκείνο το δόλιο, εκείνο το πρόστυχο παιχνίδι της σιωπής, εκείνο που σαν παιδί τον ξεγέλασε, τον πούλησε και τον άφησε ερείπιο και μόνο δίχως την αγκαλιά που του άρμοζε, δίχως την αγκαλιά που αρμόζει σε κάθε παιδί στην τρυφερή αυτή ηλικία.
Προτίμησε να αφήσει σκεπασμένο το τραύμα του, στη σκόνη του χρόνου, αυτήν την ψευδαισθητική ομίχλη, που μας ξεγελά πως ό,τι μένει σκεπασμένο δεν υπάρχει κιόλας. Κι είπε να γίνει γιατρός. Θαρρώντας πως γιατρεύοντας πληγές σε ξένα σώματα θα γιατρευτεί και το δικό του βαθύ τραύμα.
Mια ακαθόριστη εσωτερική παρόρμηση σπρώχνει τον Στέργιο να γυρίσει ως γιατρός στη Σίφνο, τον Φλεβάρη του 92, εκεί όπου η γιαγιά Μαργαρώ τον περιμένει, αγκαλιά φιλόξενη, αλλά και πονεμένη, αφού ακόμα αναζητά μάταια τον χαμένο γιό της, το Σπυριδωνάκι, που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς τα Χριστούγεννα του ‘42 και κανείς έκτοτε δεν τον ξαναείδε.
Ο ήρωας περπατά στα δρομάκια του νησιού ανάμεσα σε χρωματιστές αυλές και θαλασσινή αύρα και προσφέρει αφειδώλευτα τη φροντίδα του στα τραύματα των κατοίκων. Όταν ησυχάζει κι απομονώνεται, κουβεντιάζει αδιάκοπα με το δικό του τραύμα, το σκάβει, το φωτίζει, ύστερα το ξανασκεπάζει. Τις υπηρεσίες του προσφέρει ακόμα και σε αυτή την αιωνόβια επιβλητική φιγούρα του νησιού, τον Πατριαρχέα, τον Κανάγια, με την ύποπτη συμπεριφορά στα χρόνια της Κατοχής, αλλά και τον αθεράπευτο πόνο ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Πρόσωπο με πολλά μυστικά και ταραγμένο, αθεράπευτο ψυχισμό, ο Πατριαρχέας θα παίξει με τον θάνατό του ρόλο καταλυτικό στην εξέλιξη της πλοκής.
Αλλά ο ήρωας έχει προς το παρόν την δική του ψυχή να διασώσει, την βαριά, την κακοποιητική σκιά ενός οικείου προσώπου από πάνω του να αποτινάξει. Του πατέρα. Η σκοτεινή φιγούρα του συνθλίβει τον ήρωα, στραγγίζει την ψυχή του, έχει μόνιμα θρυμματίσει την παιδικότητα του. Η μητέρα πίσω από την ραπτική της μηχανή προσποιείται αταραξία κι όταν το παιδί δείχνει να σπαράζει και συστέλλεται στη γωνιά του εκείνη επιβάλλει τον νόμο της σιωπής, παίζοντας τάχα, αλλά στρεβλώνοντας στην πραγματικότητα στην συνείδηση του αθώου παιδιού την πιο όμορφη παιδική ενασχόληση, αυτή του παιχνιδιού. Υπαινικτικά δίνονται όλα μέσα από την οπτική γωνία του ψυχικού πόνου του ήρωα που έχει ως τώρα επιλέξει την απώθηση. Και το κουβάρι όλο και περισσότερο μπερδεύεται.
Ο πατέρας φεύγει βέβαια κάποια στιγμή από το προσκήνιο και από την ζωή, αφού επιτέλεσε το μαύρο χρέος του σε παιδικές ψυχές, ο ήρωας όμως αντιστέκεται στο σκοτεινό φάσμα, που του έχει επιβληθεί, μέσα από μια επώδυνη και αδιάκοπη ενδοσκόπηση αφενός, αλλά και μέσα από την άοκνη αναζήτηση του χαμένου και σιωπηλού Σπυ από την άλλη, του παιδιού που εξαφανίστηκε, η οποία λειτουργεί για αυτόν ως λύση ή ως κάθαρση στην υπαρξιακή του αδιέξοδη περιπέτεια.
Η αναζήτηση του χαμένου παιδιού κι η ανάστασή του. Να ποια είναι η προτεραιότητα που θέτει ο συγγραφέας στο μυθιστόρημα του. Βοηθός συμπαραστάτης στην αναζήτηση, το Λεωνί, ο αγγειοπλάστης, που από τον πηλό χτίζει σώματα και η Μυρτώ που υπόσχεται πλάι του την θεραπευτική βεβαιότητα της αγάπης.
Λυρικές περιγραφές του νησιού με ζωντανή εικονοποιία διαπλέκονται με σπαρακτικούς εσωτερικούς μονολόγους του ήρωα, τέτοιους που είμαι σίγουρος πως έχουμε όλοι κάνει κάποια βράδια αξημέρωτα παλεύοντας να λευτερωθούμε από γόρδιους δεσμούς και άλυτους κόμπους. Αλλά και την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας καταγγέλλει ο συγγραφέας, που πίσω από μηχανισμούς σιωπής και υποκρισίας θάβει τραύματα και συντηρεί ασθένειες με μόνη προτεραιότητα να διατηρήσει ανέπαφη την γυαλιστερή της βιτρίνα, την χρυσωμένη της ιλουστρασιόν επιφάνεια.
Με ένα λόγο βαθιά ανθρωπιστικό και γοητευτικά οικείο, ο συγγραφέας ανατέμνει την ψυχή του ήρωα του, χωρίς να απελπίζει ούτε εκείνον ούτε τον αναγνώστη του, αλλά και χωρίς να διστάζει να καταγγείλει, να καυτηριάσει, να ξεσκεπάσει, να συγκλονίσει. Λυρισμός, ποιητικότητα, ατμοσφαιρικές περιγραφές του έξω και του μέσα τοπίου συμβάλλουν στην πορεία της λύτρωσης του ήρωα, της κάθαρσής του, με την θάλασσα τελικά, αυτή την σιωπηλή, την γεμάτη δάκρυα αγκαλιά, να ξεπλένει ό,τι σάπιο ή σκοτεινό έφερε στο φως η έγκοπη και επώδυνη εσωτερική του αναζήτηση.
«…τα χέρια του, τα πόδια του, το σώμα του ολόκληρο, άρχισαν να απεκδύονται το σχήμα της ντροπής και να διαχέονται στην απεραντοσύνη. Κι η θάλασσα ξαναβρήκε το χρώμα της, το βαθύ της αγάπης».
Νίκος Προσκεφαλάς