Μια επίσκεψη στον παππού (απόσπασμα)
Ξύπνησα μες στη μαύρη νύχτα από ένα όνειρο γεμάτο καμτσίκια και λάσα μακριά σαν ερπετά και άμαξες που δραπέτευσαν από ορεινά περάσματα, και πλατιούς, ανεμόδαρτους καλπασμούς πάνω από εκτάσεις με κάκτους, κι άκουσα τον γέρο στο διπλανό δωμάτιο να σκούζει, «Γκιιι-απ!» και να πλαταγίζει τη γλώσσα στον ουρανίσκο του.
Ήταν η πρώτη φορά που έμενα στο σπίτι του παππού. Το σανιδένιο πάτωμα τσίριξε σαν ποντίκι καθώς χωνόμουν στο κρεβάτι και τα ποντίκια ανάμεσα στους τοίχους έτριξαν σαν ξύλα, θαρρείς και κάποιος άλλος επισκέπτης πατούσε πάνω τους. Ήταν μια γλυκιά καλοκαιρινή βραδιά, αλλά οι κουρτίνες κυμάτιζαν και τα κλαδιά χτυπιόνταν πάνω στο τζάμι. Τράβηξα τα σκεπάσματα πάνω απ’ το κεφάλι μου και σε λίγο λυσσομανούσα κι εγώ καβάλα σ’ ένα βιβλίο.
«Εϊ χόο, ομορφούλες μου!» έσκουξε ο παππούς. Η φωνή του έμοιαζε πολύ νεανική και ηχηρή και οι ισχυρές οπλές της γλώσσας του βαριοπατούσαν μετατρέποντας την κάμαρη σε ανοιχτό λιβάδι. Σκέφτηκα να πάω να δω μήπως ήταν άρρωστος, μήπως είχε βάλει φωτιά στα στρωσίδια, γιατί η μαμά μου είχε πει ότι άναβε την πίπα του κάτω από τις κουβέρτες και μ’ είχε ορμηνέψει να τρέξω να τον βοηθήσω τη νύχτα έτσι και οσμιζόμουν καπνό. Πλησίασα την πόρτα της κάμαρης ακροπατώντας στο σκοτάδι, σκουντουφλώντας στα έπιπλα, αναποδογυρίζοντας με μια αδέξια κίνηση ένα κηροπήγιο. Όταν είδα ότι η κάμαρη ήταν φωτισμένη τρόμαξα και, ανοίγοντας την πόρτα, άκουσα τον παππού να ξεφωνίζει, «Γκιιι-απ!» σαν ταύρος με μεγάφωνο.
boy Dylan Thomas
Ο παππούς καθόταν στητός στο κρεβάτι του και ταλαντευόταν δεξιά αριστερά, θαρρείς και το κρεβάτι ήταν χωματόδρομος και οι κόμποι στις άκριες του παπλώματος ήτανε γκέμια. Τα αόρατα άτια του έστεκαν στη σκιά πίσω από το κερί στο κομοδίνο. Πάνω από τη λευκή φανελένια νυχτικιά του φορούσε ένα κόκκινο γιλέκο με μπρούτζινα κουμπιά σε μέγεθος καρυδιού. Το παραγεμισμένο κοίλωμα της πίπας του σιγόκαιγε ανάμεσα στα μουστάκια του σαν μια μικρή, φλεγόμενη θημωνιά στερεωμένη σε ραβδί. Μόλις με είδε τα χέρια του έπεσαν από τα γκέμια και στάθηκε άκεφος και βουβός, το κρεβάτι έμεινε ασάλευτο σε δρόμο ευθύ, η γλώσσα του σίγησε και τα άλογα αποτραβήχτηκαν σιγανά.
«Τι ’ναι, παππού;» τον ρώτησα, μολονότι τα σκεπάσματα δεν φλέγονταν.
Το πρόσωπό του στο φως του κεριού έμοιαζε με τραχύ πάπλωμα στερεωμένο όρθιο μες στη σκοτεινιά, γεμάτο μπαλώματα από τραγίσια γένια.
Με κοίταξε μειλίχια. Ύστερα τράβηξε μια ρουφηξιά από την πίπα του και, καθώς σκορπούσε σπίθες μέσα από το μαρκούτσι βγάζοντας ένα διαπεραστικό συριστικό ήχο, σαν σφυρίχτρα σκύλου, έσκουξε, «Μη ρωτάς».
Έπειτα από μια μικρή παύση, με ρώτησε με ύφος εμπιστευτικό, «Έχεις καθόλου εφιάλτες, παιδί μου;»
«Καθόλου», απάντησα.
Του είπα ότι μ’ είχε ξυπνήσει μια φωνή που έσκουζε στ’ άλογα.
«Και λες πως δεν έχεις;» ήταν η αντίδρασή του. «Παράφαγες παιδί μου. Άλογα στην κρεβατοκάμαρα, πού ακούστηκε;»
Ψαχούλεψε κάτω από το μαξιλάρι και, βγάζοντας ένα μικρό πουγκί, έλυσε προσεκτικά τα κορδόνια του. Ρίχνοντας προσεκτικά μια χρυσή λίρα στη χούφτα μου είπε, «Πάρε για ν’ αγοράσεις κέικ». Τον ευχαρίστησα και του ευχήθηκα καληνύχτα.
Καθώς έκλεινα την πόρτα της κάμαρης, άκουσα πάλι τη φωνή του ηχηρή και εύθυμη: «Γκιιι-απ! Γκιιι-απ!» και το τράνταγμα του ταξιδιάρικου κρεβατιού.
…
D.T. with family