ΠΡΩΤΗ ΦΩΝΗ (Πολύ σιγανά):
Για ν’ αρχίσουμε από την αρχή.
Είναι μια ανοιξιάτικη, ασέληνη, άναστρη, βιβλικά μαύρη νύχτα στη μικρή πόλη, οι λιθόστρωτοι δρόμοι είναι σιωπηλοί και το καμπουριασμένο δάσος με τα ζευγαράκια και τους λαγούς κατηφορίζει αθέατο κούτσα κούτσα αργά, μαύρα, στη μαυροκορομηλάτη, μαυροκορακάτη θάλασσα που νανουρίζει τις ψαρόβαρκες. Τα σπίτια είναι τυφλά σαν τυφλοπόντικες (αν κι οι τυφλοπόντικες μια χαρά βλέπουν απόψε ξεμυτίζοντας από τις βελουδένιες, χλοϊσμένες τους φωλιές),τυφλά σαν τον Κάπτεν Κατ, στριμωγμένα εκεί καταμεσής, πλάι στη βρύση και το ρολόι της πόλης, τα σκοτεινά μαγαζιά και το Ίδρυμα Πρόνοιας το τυλιγμένο σε κρέπια χηρείας. Και όλοι οι άνθρωποι της νανουρισμένης, βουβαμένης πόλης κοιμούνται τώρα.
Σσσσ… κοιμούνται τα μωρά, οι αγρότες, οι ψαράδες, οι έμποροι και οι συνταξιούχοι, ο τσαγκάρης, ο δάσκαλος, ο ταχυδρόμος κι ο ταβερνιάρης, ο νεκροθάφτης κι η μορφονιά, ο μεθύστακας, η μοδίστρα, ο ιερέας, ο αστυνόμος, οι οστρακομαζώχτρες παπιοπόδαρες γυναίκες κι οι καθώς πρέπει νοικοκυρές. Τα κορίτσια μένουν ξαπλωμένα στα μαλακά κρεβάτια, ή γλιστρούν στα όνειρά τους με δαχτυλίδια και προικιά, με παράνυφους πυγολαμπίδες, στα κλίτη του δάσους που αντηχούν σαν εκκλησιαστικό όργανο. Τα αγόρια κάνουν αμαρτωλά όνειρα ή καλπάζουν από τις γαίες της νύχτας σε κουρσεμένες θάλασσες. Και, σαν αγάλματα στο μαύρο του ανθρακίτη, τα άλογα κοιμούνται στα χωράφια, και τα γελάδια στους στάβλους, και τα σκυλιά στις υγρές αυλές που τους μουσκεύουν τη μουσούδα· λαγοκοιμούνται κι οι γάτες χωμένες στις γωνίτσες ή αλαφροπερπατούν κρυφά, γρατζουνώντας ή ζυμώνοντας το σύννεφο το μοναδικό της στέγης.
Ακούς τη δροσιά να πέφτει, ακούς την ησυχασμένη πόλη ν’ ανασαίνει. Μόνο τα δικά σου μάτια παραμένουν ανοιχτά και βλέπουν τη μαύρη πόλη, σφιχτοκουκουλωμένη σε ύπνο βαθύ. Μόνο εσύ μπορείς ν’ ακούσεις την αθέατη πτώση των άστρων, τη θάλασσα, μαύρη στη σκοτεινότερη στιγμή της πριν την αυγή, να αναδεύει την πάχνη εκεί όπου σκαμπανεβάζουν η Αρετούσα, η Τουρλίδα και η Σταρίθρα, το Αρχιπέλαγος της Ζανζιβάρης, η Ριανόν, ο Πλάνητας, ο Κορμοράνος και τ’ Αστέρι της Ουαλίας.
Άκου. Είναι η νύχτα που προχωρά στους δρόμους, η αργή λιτανεία του μουσικού αλατισμένου αέρα στην οδό Στέψεως και στον δρόμο των Οστράκων, είναι το χορτάρι που μεγαλώνει στον Λόφο Λάρεγκαμπ, η πάχνη που κατακάθεται, τα πεφταστέρια, ο ύπνος των πουλιών στο Γαλατόδασος.
Άκου. Στο παγωμένο, χαμηλό παρεκκλήσι είναι η νύχτα που ψάλλει νυσταγμένα αλληλούια φορώντας τα καλά της μαύρα ρούχα, με μπονέ και καρφίτσα, σφιχτό περιλαίμιο και λαιμοδέτη, βήχοντας σαν κατσίκα, πιπιλώντας μέντες · είναι η νύχτα στην παμπ «Η Φτηνή Μπύρα», αθόρυβη σαν ντόμινο· στον αχυρώνα του Όκι του γαλατά, σαν γαντοφορεμένος ποντικός· στον φούρνο του Ντάι, σαν αιωρούμενο μαύρο αλεύρι. Είναι η νύχτα στην Ντόνκι στριτ, που, βηματίζοντας απόψε γοργά κι αθόρυβα στα οστρακοστρωμένα καλντερίμια πεταλωμένη με φύκια, περνά πίσω απ’ την κουρτίνα που κρύβει τη γλάστρα με τη φτέρη, τη Σύνοψη και το θυμιατό, το αρμόνιο, την ιερή σκευοθήκη, τις ακουαρέλες, το πορσελάνινο σκυλί και το ροζ τσίγκινο κουτί του τσαγιού. Είναι η νύχτα που επελαύνει, γκαγκάν γκαγκάν, στα χουχουλιάρικα δωμάτια των μωρών.
Κοίτα. Είναι η νύχτα που ελίσσεται με σιωπηλή μεγαλοπρέπεια ανάμεσα στις κερασιές της οδού Στέψεως· που περνά μέσα από το κοιμητήριο της Βηθεσδά ανεμοτυλιγμένη και γαντοφορεμένη απωθώντας την πάχνη· που ακροβατεί πλάι στο «Στέκι του Ναύτη».
Η ώρα περνάει. Άκου. Η ώρα περνάει.
(…)