Δυο γυναίκες με τραβάνε μέσα σε μια τρύπα, πιο σκοτεινή κι από τη γύρω νύχτα. Μόνο όταν μία απ’ αυτές στριγγλίζει, καταλαβαίνω ποιος είμαι. Βλέπω τα κεφάλια τους, μαύρα μαλλιά ανάκατα από τον ύπνο στο πάτωμα. Στον αέρα ένα χημικό πανδαιμόνιο, καθώς αυτές σπρώχνονται μες στη θολούρα στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Τα μάτια μου είναι ακόμη βαριά από τον ύπνο. Διακρίνω σχήματα: ένα στήριγμα κεφαλής, ένα τσόχινο μαϊμουδάκι, σε μέγεθος αντίχειρα, που κουνιέται στο πίσω τζάμι, ένα κομμάτι μέταλλο, η λάμψη του, κι ύστερα πάει. Το αυτοκίνητο βγαίνει γρήγορα από τον αυτοκινητόδρομο και από τη μυρωδιά του ασετόν και του βερνικιού νυχιών καταλαβαίνω ότι είναι το δικό σου κεραμιδί Τογιότα. Εσύ και η Λαν κάθεστε μπροστά, και ωρύεστε για κάτι που παραμένει αφανές. Τα φώτα του δρόμου περνάνε αστραπιαία, χτυπώντας τα πρόσωπά σας σαν δυνατά χαστούκια.
«Θα τη σκοτώσει, μαμά. Αυτή τη φορά θα το κάνει», λες εσύ ξέπνοα.
«Τρέχουμε. Τρέχουμε σαν ελικόπτερο». Η Λαν παραμένει, αναψοκοκκινισμένη, γεμάτη εμμονική ένταση μέσα στο δικό της νου. «Για πού τρέχουμε, πού πάμε;» Αρπάζει τον καθρέφτη με τα δυο της χέρια. Καταλαβαίνω από τη φωνή της ότι χαμογελάει, ίσως πάλι να τρίζει τα δόντια της.
«Θα σκοτώσει την αδελφή μου, μαμά». Η φωνή σου ακούγεται σαν να παλεύεις μη σε παρασύρει το ρεύμα του ποταμού. «Τον ξέρω τον Καρλ. Αυτή τη φορά θα το κάνει. Ακούς, μαμά;»
Η Λαν κουνιέται δεξιά αριστερά μπροστά στον καθρέφτη, βγάζοντας ένα βουητό σαν σίφουνας. «Φεύγουμε από ’δω, ε; Θα πάμε μακριά, Μικρέ Σκύλε!» Έξω η νύχτα ορμάει, πέφτει πάνω μας, μάς βαράει πλαγιομετωπικά. Τα πράσινα νούμερα στο καντράν γράφουν 3:04. Ποιος έβαλε τα χέρια μου στο πρόσωπό μου; Σε κάθε στροφή τα λάστιχα στριγγλίζουν. Οι δρόμοι είναι άδειοι, κι είναι λες ένας παράλληλος κόσμος εδώ μέσα, τα πάντα εξακοντίζονται μέσα στο συμπαντικό σκοτάδι ενώ, στο μπροστινό κάθισμα οι γυναίκες που με ανέθρεψαν χάνουν τα λογικά τους. Ανάμεσα στα δάκτυλά μου η νύχτα μαύρο χαρτί χειροτεχνίας. Μόνο τα εξουθενωμένα κεφάλια αυτών των δυο μπροστά μου φαίνονται καθαρά, ταλαντεύονται.
«Μην ανησυχείς, Μάι». Τώρα μιλάς στον εαυτό σου. Το πρόσωπό σου είναι τόσο κοντά στο παρμπρίζ που το τζάμι θολώνει, ένας δακτύλιος σχηματίζεται κι ανοίγει στο μέγεθος των λέξεων που αρθρώνεις. «Έρχομαι. Ερχόμαστε».
Έπειτα από λίγο κατηφορίζουμε ένα δρόμο περιστοιχισμένο από λάστιχα. Το αυτοκίνητο πηγαίνει με την πρώτη, μετά σταματά μπροστά σε ένα σπίτι με γκρίζα σανιδένια επένδυση. «Μάι», λες και τραβάς το χειρόφρενο. «Θα σκοτώσει τη Μάι».
Η Λαν, που όλη αυτή την ώρα κουνούσε πέρα δώθε το κεφάλι, σταματάει, λες και οι λέξεις άγγιξαν επιτέλους ένα κουμπάκι μέσα της. «Τι; Ποιος θα σκοτώσεις ποιον; Ποιος θα πεθάνει αυτή τη φορά;»
«Μείνετε και οι δυο στ’ αμάξι!» Λύνεις τη ζώνη σου, πετιέσαι γρήγορα έξω και σέρνεις τα πόδια σου προς το σπίτι, αφήνοντας την πόρτα πίσω σου ανοιχτή.
Υπάρχει ένα παραμύθι που μου διηγιόταν η Λαν, για τη λαίδη Triệu, μια μυθική πολεμίστρια επικεφαλής ενός στρατού ανδρών που απώθησαν την κινεζική εισβολή στο αρχαίο Βιετνάμ. Αυτήν σκέφτομαι βλέποντας εσένα. Ότι, όπως λέει ο μύθος, οπλισμένη με δύο ξίφη, τίναξε τα μακριά της στήθια πάνω απ’ τους ώμους της κι ύστερα μακέλεψε δεκάδες εισβολείς. Ότι αυτή ήταν μια γυναίκα σωτήρας.
«Ποιος θα πεθάνει τώρα;» Η Λαν στρέφεται σε μένα, το πρόσωπό της, βλοσυρό στο φως της χαμηλής οροφής του αυτοκινήτου, τρεμουλιάζει με την καινούργια αυτή πληροφορία. «Ποιος θα πεθάνει, Μικρέ Σκύλε;» Στρίβει πίσω μπρος το χέρι της, σαν να ανοίγει κλειδωμένη πόρτα, υποδηλώνοντας το κενό. «Κάποιος θα σε σκοτώσει; Γιατί;»
Εγώ όμως δεν ακούω. Κατεβάζω το παράθυρο, οι χούφτες μου φλέγονται σε κάθε περιστροφή του χερουλιού. Ο ψυχρός αέρας του Νοέμβρη τρυπώνει μέσα. Το στομάχι μου σφίγγεται καθώς σε βλέπω ν’ ανεβαίνεις τα μπροστινά σκαλιά κρατώντας στο χέρι σου μια μασέτα των 25 εκατοστών. Χτυπάς την πόρτα. «Βγες έξω, Καρλ», φωνάζεις στα βιετναμέζικα. «Βγες έξω, ρε μαλάκα! Θα την πάρω μαζί μου μια για πάντα. Κράτα τ’ αμάξι, την αδερφή μου θέλω». Στη λέξη αδερφή η φωνή σου σπάει σ’ ένα κοφτό, πνιχτό λυγμό, γρήγορα όμως ξαναβρίσκεις τον αυτοέλεγχό σου. Κοπανάς την πόρτα με το ξύλινο χερούλι της μασέτας.
Το φως της εξώπορτας ανάβει, η ροζ νυχτικιά σου γίνεται ξάφνου πράσινη κάτω από το φωσφορίζων φως. Η πόρτα ανοίγει.
Κάνεις ένα βήμα πίσω.
Ένας άνδρας εμφανίζεται. Ορμάει μπροστά ενώ εσύ πισωπατάς βιαστικά στα σκαλιά. Κρατάς το λεπίδι γερά κολλημένο στο πλευρό σου, θαρρείς κι είναι καρφωμένο εκεί.
Τώρα η Λαν έχει συνέλθει. «Κρατάει τουφέκι», την ακούω να λέει μέσα από το αυτοκίνητο, με έναν ψίθυρο που βγαίνει σαν κραυγή. «Ρόουζ! Τουφέκι είναι. Βαράει δυο μαζί αυτό. Ζμπαραλιάζει τα πλεμόνια. Μικρέ Σκύλε, πες της!»
Τα χέρια σου κυματίζουν πάνω από το κεφάλι σου, το μέταλλο χτυπάει καταγής στο δρομάκι, βγάζει έναν κρότο οξύ. Ο άνδρας γιγάντιος, ώμοι καμπουριαστοί κάτω από το γκρίζο μπλουζάκι των Γιάνκις, κάνει μερικά γρήγορα βήματα προς το μέρος σου, κάτι σου λέει μέσα από τα σφιγμένα δόντια του καθώς κλωτσάει τη μασέτα παρακεί. Η λάμα χάνεται με μια αστραπιαία λάμψη μες στα χορτάρια. Εσύ κάτι ψελλίζεις, συρρικνώνεσαι, γέρνεις τις δυο σου χούφτες κάτω από το σαγόνι σου – μια στάση που παίρνεις όταν σου έχουν δώσει πουρμπουάρ στο σαλόνι μανικιούρ-πεντικιούρ. Ο άνδρας κατεβάζει το όπλο καθώς εσύ οπισθοχωρείς, τρέμοντας, προς το αυτοκίνητο.
«Δεν γίνεται, Ρόουζ», λέει η Λαν, κρύβοντας το στόμα της με τα δυο της χέρια. «Πώς να τα βάλεις μ’ ένα τουφέκι. Δεν μπορείς. Γύρνα πίσω, μπες στο ελικόπτερο».
«Μαμά», ακούω τον εαυτό μου να λέει, η φωνή μου σπάει. «Έλα μέσα, μαμά,».
Πλησιάζεις αργά και μπαίνεις στη θέση του οδηγού, γυρνάς σε μένα, φαίνεται να σου έρχεται ναυτία. Μια μεγάλη παύση μεσολαβεί. Νομίζω ότι θα βάλεις τα γέλια, έπειτα όμως βλέπω τα μάτια σου να βουρκώνουν. Αυτό με κάνει ν’ αποστρέψω το βλέμμα, κοιτάζω τον άνδρα που έχει στυλώσει το βλέμμα πάνω μας με το χέρι στη μέση και το όπλο, μπηγμένο κάτω από τη μασχάλη του, να δείχνει κάτω στη γη, προστατεύοντας την οικογένειά του.
Όταν μιλάς τελικά η φωνή σου βγαίνει τραχιά. Πιάνω κομμάτια αυτού που λες. Δεν είναι αυτό το σπίτι τῆς Μάι, εξηγείς, ψαχουλεύοντας για τα κλειδιά σου. Ή μάλλον, η Μάι δεν μένει πια εδώ. Ούτε ο γκόμενός της, ο Καρλ, που της κοπάναγε το κεφάλι στον τοίχο, δεν μένει πια εδώ. Αυτός ειν’ ένας άλλος, ένας λευκός με καραμπίνα και καράφλα. Λάθος έκανα, εξηγείς στη Λαν. Έγινε λάθος.
«Αφού πάνε πέντε χρόνια που η Μάι δεν μένει πια εδώ», λέει η Λαν με μια ξαφνική τρυφερότητα στη φωνή της. «Ρόουζ…» Αν και δεν σας βλέπω, καταλαβαίνω ότι σου χαϊδεύει τα μαλλιά, τα τακτοποιεί πίσω από το αφτί σου. «Η Μάι μετακόμισε στη Φλόριντα, το ξέχασες; Για ν’ ανοίξει το δικό της σαλόνι μανικιούρ-πεντικιούρ». Η Λαν στέκει ισορροπώντας, οι ώμοι της χαλαροί, κάποια άλλη έχει μπει μέσα της και αρχίζει να κουνάει τα άκρα, τα χείλη της. «Πάμε σπίτι. Χρειάζεσαι ύπνο, Ρόουζ».
Η μηχανή παίρνει μπρος, το αυτοκίνητο κάνει μια απότομη επιτόπια στροφή. Καθώς απομακρυνόμαστε από την εξώπορτα, ένα αγόρι, στην ηλικία μου περίπου, μας σημαδεύει με ένα παιδικό πιστόλι. Το πιστόλι αναπηδά κι από το στόμα του παιδιού βγαίνουν ήχοι έκρηξης. Ο πατέρας στρέφεται προς το μέρος του και του μπήγει τις φωνές. Ρίχνει μία, ρίχνει άλλες δυο. Από το παράθυρο του ελικοπτέρου μου, τον κοιτάζω. Τον κοιτάζω ίσια μες στα μάτια και κάνω ό,τι κάνεις εσύ. Αρνούμαι να πεθάνω.
Ocean Vuong. Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι. μτφρ. Έφη Φρυδά. εκδόσεις Gutenberg