Παρακολούθησα τελευταία την σειρά του Νέτφλιξ “Ρίπλεϋ”. Που πολύ μου άρεσε αφού, ούτως ή άλλως, αγαπώ τη μυθιστοριογραφία της Πατρίτσια Χάισμιθ, και δεδομένου του ότι η συγκεκριμένη τηλεοπτική μεταφορά είναι εξαιρετική σε όλα τα επίπεδα – σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, υποκριτικής τέχνης και δημιουργίας σασπένς. Είναι επίσης μια μεταφορά που κάνει το μυθιστόρημα πολύ πιο κατανοητό από παλιότερες κινηματογραφικές μεταφορές του, πράγμα ίσως φυσικό αφού ο χρόνος στον οποίο αναπτύσσεται (ως τηλεοπτική σειρά) είναι μεγαλύτερος του κινηματογραφικού χρόνου των περίπου δύο ωρών.
Για μένα πάντως, ένα από τα ατού της σειράς είναι η απόδοση του ρόλου του Φρέντι Μάιλς από το μη-δυαδικό (non-binary) άτομο Έλιοτ Σάμνερ (Eliot Sumner) που γεννήθηκε με γένος θηλυκό αλλά έχει επιλέξει να έχει μη-δυαδική ταυτότητα φύλου, και για το οποίο είναι γνωστό πως έχει πατέρα τον τραγουδιστή Στινγκ και πως είχε στο ενεργητικό του μόνο έναν προηγούμενο ρόλο (αν και έχει ήδη κάποια σταδιοδρομία ως τραγουδοποιός).
Τον ρόλο του Φρέντι Μάιλς τον είχε υποδυθεί παλιότερα ο Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν (The Talented Mr. Ripley, 1999, σκηνοθεσία Antony Minghella). Ο Μάιλς του Χόφμαν είναι όντως αποκρουστικός και κτηνώδης μέσα στην υπεροψία του και στον σωβινισμό που επιδεικνύει απέναντι στον γυναικείο πληθυσμό, είναι τρομακτικός με τον αιματώδη τρόπο ενός χυδαίου “μπον βιβέρ”. Μπορεί κανείς να τον μισήσει ή να τον θαυμάσει, ανάλογα με το αν ταυτίζεται μαζί του ή όχι. Σε μια συνέντευξη του Σάμνερ στο Tudum αναφέρεται πως η προσέγγισή του στο ρόλο ήταν να φανταστεί τον (κατά το κείμενο της Χάισμιθ) “θορυβώδη Αμερικανό” σαν έναν “πολύ παρατηρητικό, αλαζονικό Άγγλο και να δω πώς θα εξελισσόταν κάτι τέτοιο. […] Σκέφτηκα πως ήταν θαυμάσιο που μου δινόταν μια τέτοια ευκαιρία, αλλά δεν πίστευα ότι θα έπαιρνα τον ρόλο.”
Εγώ πάντως ήμουν ευτυχής που δόθηκε του Σάμνερ αυτή η ευκαιρία, γιατί νομίζω πως έδωσε στον Φρέντι Μάιλς μια αλλιώτικη ποιότητα, την οποία βρίσκω περισσότερο του γούστου μου: ο Φρέντι αυτός είναι ένα αλαζονικό σκατόπαιδο από μια πολύ πλούσια οικογένεια της υψηλής κοινωνίας, με μόρφωση σε ιδιωτικό σχολείο/πανεπιστήμιο, με τη δικαιωματικότητα που χαρακτηρίζει την τάξη από την οποία προέρχεται, με έναν αέρα που φέρνει στο νου μείγμα Οσκαρουαλδικού Ντόριαν Γκρέυ και του Σεμπάστιαν από το “Επιστροφή στο Μπράιντσχεντ”. Αν προσθέσουμε σε όλο αυτό την δεδομένη κουλτουρική υπεροχή που θα ένιωθε ένα τέτοιο άτομο απέναντι σε οποιονδήποτε Αμερικανό (ακόμα και ενός, αναλόγου με του ίδιου, κοινωνικο-οικονομικού στάτους), μπορούμε να φανταστούμε πόσο ανώτερος νοιώθει απέναντι στον (τυχάρπαστο) Ρίπλεϋ. Σε κάποιες στιγμές της σειράς φαίνεται πως ο Φρέντι έχει συναντήσει κάπου, παλιότερα, τον Ρίπλεϋ, αλλά δεν είναι σε θέση να τον τοποθετήσει ακριβώς σε κάποιο πλαίσιο. Επαφίεται στον θεατή να αποφασίσει αν όντως μια τέτοια συνάντηση έχει συμβεί ή αν ο Φρέντι αναφέρεται σε μια πλειάδα ατόμων που μπορεί να του θυμίζουν τον Ρίπλεϋ, ασήμαντα άτομα που δεν αξίζουν και ακριβώς να τα θυμάται κανείς, πλάσματα που προσπαθούν να ανέλθουν κοινωνικά “συντυχαίνοντας” σε μέρη που συχνάζουν άτομα οικονομικώς και κοινωνικώς ανθηρά. Εκτός και αν…
…Εκτός και αν ο Φρέντι αναφέρεται σε κάποια σκιερά μέρη όπου συνευρίσκονταν άτομα που επιθυμούσαν την “συντροφιά” ομοφύλων τους. Και εδώ είναι που η ανάθεση του ρόλου του Φρέντι Μάιλς στα χέρια του Σάμνερ αποδεικνύεται ευφυής. Γιατί μπορεί κανείς να αντιληφθεί την παρουσία του Σάμνερ ως νεαρού ομοφυλόφιλου άνδρα της δεκαετίας του 1950, ειδικά δε ενός ομοφυλόφιλου άγγλου νεαρού άνδρα της ανώτερης (ή και αριστοκρατικής) τάξης σε ταξίδι στην Ευρώπη. Και δη στην Ιταλία, με την ελευθεριότητα που αυτή η χώρα θα του επέτρεπε να επιδεικνύει, έχοντας περάσει στην εθνική συνείδηση σαν μία χώρα ελευθέρια, από τον καιρό ήδη του Σαίξπηρ, και με τις επιπλέον κοινωνικές αναφορές για την Ιταλία όπως ανασύρονται από τον θεσμό της Μεγάλης Περιήγησης / Grand Tour, ενός εθιμοτυπικού ταξιδιού που είχε σχεδόν το βάρος μιας τελετουργίας μετάβασης για τους γόνους των ευγενών οικογενειών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας από τον 17ο έως τα μέσα του 19ου αιώνα). Στην Ιταλία, όπου ο Φρέντι διατηρεί χώρο παραμονής στην Κορτίνα (κορυφαίο θέρετρο σκι της εποχής). Ο Φρέντι είναι καυστικός, σνομπ, καλλιτέχνης (θεατρικός συγγραφέας). Οι θεατές ήδη ξέρουν πως ο νεαρός Φρέντι έχει συντροφιά στο ταξίδι τον φίλο του Μαξ Γιόντερ – αν και βεβαίως σε καμμία περίπτωση δεν αναφέρεται ρητά πως είναι ερωτικοί σύντροφοι. Παρ’ όλα ταύτα, όταν, μετά τη δολοφονία του Φρέντι, οι αστυνομικοί θα επισκεφτούν το ξενοδοχείο/δωμάτιο στο οποίο διέμενε ο εκλιπών, θα βρούνε τον Μαξ Γιόντερ να κοιμάται στο (κοινό;) κρεβάτι. Αυτά τα σημεία δεν είναι υπερβολικά τονισμένα, και μπορεί να ξεφύγουν από τις κεραίες των θεατών. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται η δύναμή τους.
Όταν λοιπόν διαβάζω το άρθρο της κριτικού Τζην Χάτσετ στο δδ (αγγλίδα η κυρία, και θα υπολόγιζα πως της είναι δυνατόν να κατανοήσει τα μισοκρυμμένα αυτά στοιχεία) εκπλήσσομαι δυσάρεστα βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει όχι μόνο την απόδοση του Έλιοτ Σάμνερ, αλλά και τις επιλογές του σκηνοθέτη (Steven Zaillian). Μεταφράζω τις εχιδνώδεις παρατηρήσεις της, αφού έχει πρώτα επαινέσει το όλον του κινηματογραφικού εγχειρήματος – “εκτός από την ανούσια, ακατανόητη γονυκλισία στην ταυτότητα φύλου που επιχειρείται με την απόδοση του ρόλου στο συγκεκριμένο άτομο (Έλιοτ Σάμνερ). Είναι ενόχληση στις αισθήσεις να βλέπει κανείς κακή ηθοποιία, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση η ηθοποιία είναι τόσο κακή που σε κάνει να αισθάνεσαι άσχημα. Ο Μπράντο θα ένιωθε αποστροφή. Ο κάθε ηθοποιός που θα ερμήνευε τον ρόλο του Φρέντι Μάιλς, ρόλο που έγινε διάσημος χάρη στην ερμηνεία του Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν (“Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϋ”, 1999) θα ήταν, πάντα, σχεδόν αδύνατον να αντιπαρατεθεί και να κερδίσει θετική σύγκριση. Η επιλογή (του Έλιοτ Σάμνερ) έπρεπε να είναι ήδη αντιληπτή από οποιονδήποτε που είχε αναμιχθεί στην διαδικασία σαν μια δυνητικά γελοιοποιητική καταστροφή. Και αν ήδη γνώριζαν, γιατί επέτρεψαν να καταστραφεί μια κατά τα άλλα εξαιρετική δουλειά προς όφελος ενός καλλιτεχνικού πειράματος στην κοινωνική συμπερίληψη; Ήταν λόγω τυφλής υποταγής στην ιδεολογία φύλου, που διέπει το πνεύμα των καιρών; Ή στην καταχρηστική αυτοπεποίθηση του γόνου μιας δημόσιας προσωπικότητας; Ή στις προσπάθειες κολακείας από μέρους του ενός ή και των τριών υπεύθυνων κάστινγκ; Πώς ήταν δυνατόν να μπορούν να διαλέξουν τέτοιες μοναδικές φιγούρες κομπάρσων ακόμα και για τους ρόλους των ρεσεψιονίστ […] και να μην έχουν την δυνατότητα να αντιληφθούν το πόσο οδυνηρά ανεπαρκής ήταν η παρουσία (του) Σάμνερ στην οθόνη;”
Και πάει λέγοντας… Αλλά το πιο χυδαίο από πλευράς της κριτικού είναι το ότι επιμένει να αναφέρεται με όρους γένους θηλυκού σε έναν άνθρωπο που έχει δηλώσει πως δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του με όρους δυαδικούς. Αναφερόμενη σε ένα μη-δυαδικό άτομο στην αγγλική γλώσσα, η κριτικός θα έπρεπε να χρησιμοποιεί το άρθρο they (στα ελληνικά αναλογεί το άρθρο “το”). Αυτή η κυρία ξεκάθαρα αδυνατεί να σεβαστεί μια γλωσσική και κοινωνική σύμβαση που θεωρείται πλέον δεδομένη (εφ’ όσον ο όρος/προσφώνηση Mx, που δηλώνει πως το άτομο δεν επιθυμεί να ορίζεται σε σχέση με κάποιο φύλο, χρησιμοποιείται πλέον ακόμα και στα κρατικά έγγραφα). Και επιπλέον, όταν καταφέρεται εναντίον της απόδοσης του ρόλου, επιμένει να επισημαίνει πως το αταίριαστο δεν είναι το ότι “η” (sic) Σάμνερ ορίζεται “μη-δυαδικά” (εισαγωγικά της κριτικού), διότι “εάν ο σκηνοθέτης είχε επιλέξει να εμφανίσει τον Μάιλς σαν έναν χαρακτήρα/ρόλο που αρνείται να καθοριστεί από το φύλο του, εάν έκανε τον ρόλο θηλυκό ή εάν τον εμφάνιζε (τον Μάιλς) ως ομοφυλόφιλη γυναίκα, αυτό μπορεί να ήταν μια ακραία επιλογή που όμως θα ήταν δυνατόν, με σωστή ηθοποιία, ακόμα και να είναι επιτυχής. Αλλά το να τον υποκαθιστά με ένα θήλυ (female character) και να αναφέρεται σε αυτό ως “αυτός” ή “αυτός ο τύπος”, ζητώντας από τον θεατή που ξεκάθαρα αντιλαμβάνεται (την) Σάμνερ ως θηλυκό, να πιστέψει πως είναι αρσενικό, είναι ακατανόητο.”
Έτσι λοιπόν, η κυρία Χάτσετ καταλήγει στο ότι η συγκεκριμένη ερμηνεία είναι “άχαρα υπερβολική, έτσι όπως (η) Σάμνερ εκστομίζει τις λέξεις “φορώντας το πανωφόρι του παππού (της)” (sic). Βεβαίως, μπορεί κανείς να έχει όποια γνώμη θέλει για την ηθοποιία ή την έλλειψη ικανότητας κάποιου ηθοποιού. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν συγχωρείται, ούτε κοινωνικά, ούτε πολιτικά, ούτε ανθρώπινα, η προσπάθεια υποβάθμισης και γελοιοποίησης που καλύπτει την τρανσφοβία γενικά, και την τρανσφοβία κάποιου δημόσιου προσώπου ή την τρανσφοβία στον δημόσιο λόγο, ειδικότερα. Όταν λοιπόν η κριτικός υποθέτει σχετικά με τους λόγους για την κατανομή του δεδομένου ρόλου, καταγγέλλει πως πιστεύει ότι αυτό συνέβη επειδή “στο παρόν κλίμα πώς γίνεται να πετάξεις έξω από το σκηνικό μια κοπελιά που εμφανίζεται ως τρανς, χωρίς να έχεις το μισό Χόλιγουντ να σε ξεφωνίζει για φανατισμό και αδιαλλαξία;” Και τι δείχνει αυτό, παρά το ότι η συγκεκριμένη κυρία είναι όντως φανατική και αδιάλλακτη; Ακόμα και ο όρος κοπελιά (lass) είναι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, μαζί παράταιρος μα και προσβλητικός, ειδικά όταν ο τίτλος της κριτικής στην οποία αναφέρομαι είναι “Ατάλαντο Άτομο Ρίπλεϋ” (σε μια ψευδοπνευματώδη, δηκτική παραφθορά του τίτλου της Π. Χάισμιθ). Ως τελευταία λέξη σε αυτούς μου τους συλλογισμούς, θα ήθελα να αναφέρω κάποια λόγια της συνέντευξης του σκηνοθέτη σε σχέση με την επιλογή της διανομής του ρόλου του Φρέντι Μάιλς. “Πέρασα από δοκιμές 200 άτομα και θα έλεγα ότι το 95% από αυτά έμοιαζε να μιμούνται τον Χόφμαν. Ενώ του Έλιοτ η ερμηνεία ήταν τόσο φρέσκια, και για μένα ήταν σαν – να, ένας τρόπος να ερμηνεύεται αυτός ο χαρακτήρας με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, επίσης τρομακτικό, μα όχι με έναν προσβλητικό, θορυβώδη τρόπο, αλλά με τόνους ήσυχους και εξεζητημένους”.
Ίσως θα έπρεπε να δείχνουμε κατανόηση στους ανθρώπους που, όπως η κυρία Χάτσετ, σαστίζουν και εξανίστανται όταν “έχουμε μια ηθοποιό σε έναν ανδρικό ρόλο την οποία αναμενόμαστε να αντιληφθούμε ως πραγματικό άνδρα”. Θα πρέπει να είναι πολύ αγχογόνο να αντιμετωπίζει κανείς τέτοια φαινόμενα (στην τέχνη, όπως επίσης και στη ζωή), αν έχει μια λογική σύμφωνα με την οποία τα φύλα έχουν ακριβή όρια, θέση, ταξινόμηση και κατάταξη. Όμως, ίσως θα έπρεπε να αρχίσουμε όλοι μας να κατανοούμε ότι το θέμα του φύλου είναι πολύ πιο περίπλοκο απ’ ότι έχουμε μάθει να πιστεύουμε πως είναι. Και ίσως μια τέτοια αντιμετώπιση μας κάνει να είμαστε πιο ευσεβείς απέναντι στο θαύμα που ονομάζεται ανθρώπινη υπόσταση…
Ολβία Παπαηλίου (ψυχοθεραπεύτρια, τεχνοψυχοθεραπεύτρια)