Σχ. 1
Φ 1-33
Μα όταν στου καλοτρεχούμενου του ποταμού φτάσαν2 το πέρασμα,
στου Ξάνθου3 με τα στροβιλιζόμενα νερά που ο αθάνατος τον γέννησε ο Δίας,
εκεί τους χώρισε στα δυο και άλλους μες στον κάμπο τούς κυνηγούσε
προς την πόλη, σ’ εκείνο το σημείο ακριβώς που την προηγουμένη
έντρομοι οι Αχαιοί τρέπονταν σε φυγή, τότε που μανιασμένα
μάχονταν ο δοξασμένος ΄Εκτορας∙
εδώ λοιπόν τώρα κι εκείνοι ρίχνονταν φευγάτοι όλοι μαζί,
ενώ πυκνή ομίχλη μπροστά τους άπλωνε η ΄Ηρα.4
Κι οι άλλοι οι μισοί στριμώχνονταν προς τον βαθύ τον ποταμό
που ’χει τις ασημιές τις στροφοδίνες
και μέσα πέσαν με μεγάλο πάταγο, και βούιζε το ρέμα
που απότομα κατέβαινε, κι οι όχθες απ’ τη μια κι από την άλλη
αχολογούσαν δυνατά∙ κι εκείνοι με κραυγές αγωνιώδεις δώθε κείθε κολυμπούσαν, στριφογυρίζοντας ολόγυρα απ’ τις δίνες.
Κι όπως, όταν απ’ της φωτιάς το θέριεμα πετούνε οι ακρίδες και φεύγουνε
κατά τον ποταμό, και η ακούραστη η πυρκαγιά ξάφνου υψώνεται μ’ ορμή
για να τις κάψει κι αυτές χώνονται φοβισμένες στο νερό,
έτσι κάτω απ’ την πίεση του Αχιλλέα το βουερό ρέμα τού Ξάνθου
με τις βαθιές τις στροφοδίνες γέμισε ανάκατα από άλογα και άντρες.
Τότε ο Διογέννητος 5 το δόρυ του εκεί στην όχθη άφησε
γερμένο μέσα στις μυρτιές και μέσα πήδηξε ίδιος θεός
κρατώντας μοναχά το ξίφος, και φοβερές στον νου του σκέψεις έχοντας
άρχισε να χτυπάει με ορμή γυρνώντας δεξιά κι αριστερά.
Και σηκωνόταν βογγητό αλλόκοτο από αυτούς που δέχονταν χτύπημα
με το ξίφος, και το νερό κοκκίνιζε απ’ το αίμα.
Κι όπως τα άλλα ψάρια κυνηγημένα από τρανό δελφίνι
γεμίζουν φεύγοντας τους κόρφους λιμανιού απάνεμου περίτρομα,
γιατί δεν σταματάει όποιο πιάσει να το καταβροχθίζει,
έτσι κι οι Τρώες μέσ’ από του φοβερού του ποταμού τα ρέματα
ζάρωνανε [στις όχθες], κάτω από τους γκρεμούς τους.
Κι εκείνος, όταν πια κουράστηκαν τα χέρια να σκοτώνουν,
απ’ το ποτάμι διάλεξε δώδεκα νέους ζωντανούς,
γι’ αντίποινα στον θάνατο του Πάτροκλου, του γιου τού Μενοιτίου.
΄Εξω τους έβγαλε, όντας αυτοί σαν ελαφάκια σαστισμένοι,
και με λουριά καλοκομμένα τα χέρια τους τα έδεσε πισθάγκωνα,
λουριά που έφεραν οι ίδιοι ετούτοι πάνω στους αλυσιδωτούς
τους θώρακές τους, και στους συντρόφους του τους έδωσε
για να τους πάνε στα καράβια τα βαθουλωτά.
Κι ύστερα εκείνος χύμηξε πάλι με τη λαχτάρα να σκοτώνει.
Σχ. 6
Φ 214-221
« Ω Αχιλλέα, περνάς στη δύναμη, ναι, όλους τους ανθρώπους, μα και στα έργα
τ’ απρεπή που κάνεις∙ και τούτο, γιατί πάντα οι ίδιοι οι θεοί σε βοηθούν.
Όμως εάν τους Τρώες σού έδωσε ο γιος του Κρόνου όλους να τους χαλάσεις,
διώξ’ τους τουλάχιστον μακριά από μένανε στον κάμπο
και τότε σκόρπισε τον όλεθρο∙
γιατί είναι γεμάτα από νεκρούς τα εράσμια νερά μου
κι ούτε μπορώ στη θεϊκή τη θάλασσα το ρέμα μου να χύνω
έτσι που είμαι πιεσμένος από των κουφαριών το πλήθος,
ενώ εσύ από την άλλη σκοτώνεις αφανιστικά.
Μα έλα πλέον, δώσε τέλος∙ φρίκη με έχει κυριεύσει, πρώταρχε του στρατού!»7
Η πάλη του Αχιλλέα εναντίον των ποταμών Σκαμάνδρου και Σιμόεντος. Διακόσμηση του Ωγκύστ Κουντέ (August Couder) στη ” Ροτόντα του Απόλλωνα” στο ανάκτορο του Λούβρου (1819).
1)Μετά τον θάνατο του Πατρόκλου, ο Αχιλλέας δηλώνει ενώπιον όλου του στρατού των Αχαιών ότι θα μπει στη μάχη εναντίον των Τρώων. Και πράγματι, ρίχνεται στον αγώνα (ραψ. Υ) εγκαρδιώνοντας τους ΄Ελληνες και αρχίζει με μένος τη σφαγή. Από το χέρι του σκοτώνονται πολλοί. ΄Ετσι, στην αρχή της ραψωδίας Φ (επιγράφεται Μάχη παραποτάμιος), ραψωδία που σκοπό έχει να δείξει τη μανία του Αχιλλέα, οι Τρώες οπισθοχωρούν μπροστά στην ορμή του ήρωα, όπως θα δούμε στο απόσπασμα που ακολουθεί, το οποίο μας καθηλώνει με τη περιγραφική δύναμη των στίχων του.
2)Ο λόγος για τον Αχιλλέα και τους Τρώες που υποχωρούν υπό την πίεσή του.
3)Ξάνθος ή Σκάμανδρος: ποταμός της Τρωάδας και θεός, γιος τού Ωκεανού και της Τηθύος, η προσωποποίηση του ομώνυμου ποταμού ⸺ κατά μία εκδοχή, Ξάνθο τον αποκαλούσαν οι θεοί, Σκάμανδρο οι άνθρωποι. Αδελφός του είναι ο Σιμόεις, ο έτερος ποταμός και ποτάμιος θεός της Τρωάδας. Σήμερα έχουν αναγνωριστεί στους δύο ποταμούς που πλαισιώνουν την Τρωαδική πεδιάδα, έχουν κοινές εκβολές και χύνονται στα Δαρδανέλια.
4)Για να δυσκολέψει η θεά τους Τρώες στην υποχώρησή τους. Η ΄Ηρα, όπως και η Αθηνά, ο Ποσειδώνας, ο ΄Ηφαιστος και ο Ερμής ήταν από τους θεούς οι προστάτες των Αχαιών.
5)Διογενής στο πρωτότυπο. Εννοείται ο Αχιλλέας. Το επίθετο είναι συνηθισμένο για ήρωες και ηγεμόνες με την έννοια όχι ότι γεννήθηκαν από τον Δία, αλλά ότι ορίζονταν και προστατεύονταν από τον πατέρα των θεών.
6)Ο Αχιλλέας δεν σταματά να σκορπίζει τον θάνατο αλύπητα, κι αυτό προκαλεί την αγανάκτηση του ποταμού που, παίρνοντας ανθρώπινο σχήμα, του λέει στους στίχους 214-221 που παραθέτουμε.
7)Στη συνέχεια και επειδή ο Αχιλλέας δεν σταματάει την ανηλεή σφαγή, ο Σκάμανδρος ξεχειλίζει για να τον πνίξει ζητώντας και τη βοήθεια του αδελφού του, του Σιμόεντα ⸺ τον ήρωα συμπαραστέκονται η Αθηνά και ο Ποσειδώνας και τον σώζουν από τον κίνδυνο η ΄Ηρα και ο ΄Ηφαιστος. Με το επεισόδιο της μεγαλειώδους σύγκρουσης ανάμεσα στον θεϊκό ποταμό και τον Αχιλλέα ο ποιητής αναδεικνύει και συμπληρώνει με τον πιο συναρπαστικό τρόπο τη μεγαλύτερη αριστεία της Ιλιάδας: την ακόρεστη και αδυσώπητη εξόντωση των Τρώων από τον Αχιλλέα.