΄Οσα προηγούνται της συγκλονιστικής συνάντησης του κορυφαίου ήρωα Αχιλλέα με τον πολύπαθο γέροντα Πρίαμο.
Σχ. 1
Στ. 1-22
Διαλύθηκε η σύναξη λοιπόν, και οι στρατιωτικές ομάδες σκόρπισαν
να πάει η καθεμιά στα γρήγορα καράβια. Κι ετούτοι μεν σκεφτόντουσαν
το δείπνο να χαρούν και τον γλυκό τον ύπνο∙ ο Αχιλλέας όμως έκλαιγε
αναθυμούμενος τον σύντροφό του τον αγαπημένο κι ούτε τον έπιανε
ο ύπνος, ο δαμαστής των πάντων, μα γύρναγε μια από δω και μια από κει,
την αντρειοσύνη τού Πατρόκλου λαχταρώντας και τη γενναία του ορμή
κι όλα όσα κατόρθωσε μαζί του κι όσους διέτρεξε κινδύνους,
περνώντας μέσ’ από ανδρών πολέμους κι αγριεμένα κύματα.2
Αυτά θυμόταν κι έχυνε δάκρυα πολλά, άλλοτε πλαγιασμένος στο πλευρό,
άλλοτε ανάσκελα κι άλλοτε πάλι μπρούμυτα. Κάποια στιγμή ολόρθος
σηκωνόταν και τριγυρνούσε ξέφρενος στ’ αμμουδερό ακροθαλάσσι.
Κι ούτ’ η αυγή που πάνω από τη θάλασσα και τις ακρογιαλιές εμφανιζόταν
τον έχανε απ’ το βλέμμα της. Μάλιστα τούτος, αφού στο άρμα έζευε
τα γρήγορα άλογά του, πίσω απ’ τον δίφρο3 έδενε τον ΄Εκτορα
να τον τραβολογάει, κι αφού τον έσερνε γύρω απ’ το μνήμα
τού νεκρού γιου τού Μενοίτιου τρεις φορές, πάλι αναπαυόταν
στη σκηνή του, ενώ εκείνον στη σκόνη τονε παρατούσε
μπρούμυτα ξαπλωμένο. Μα ο Απόλλωνας απ’ το κορμί εκείνου
έδιωχνε κάθε παραμόρφωση, καθώς τον άνδρα σπλαχνιζόταν,
έστω κι αν ήταν πεθαμένος∙ κι ολόκληρον τον κάλυπτε με τη χρυσή αιγίδα,4
και τούτο, για να μην τον γδέρνει αυτός που τον τραβολογούσε σέρνοντας.
΄Ετσι, λοιπόν, ελόγου του τον θεϊκό τον ΄Εκτορα με μάνητα ατίμαζε.
Σχ. 5
Ο Αχιλλέας σέρνει το νεκρό σώμα τού ΄Εκτορα. Αριστερά ο Πρίαμος και η Εκάβη θρηνούν. Η φτερωτή ΄Ιριδα σπεύδει να μεταφέρει το μήνυμα τού Δία. (Μελανόμορφη υδρία. 6ος αι. π. Χ.)
Στ. 223-237
Τώρα που εγώ ο ίδιος άκουσα τη θεά και την αντίκρισα μπροστά μου,
θα πάω, και ο λόγος της δεν πρόκειται να μείνει μάταιος.
Κι αν είν’ η μοίρα μου να αποθάνω κοντά στα πλοία των χαλκοθωράκων
Αχαιών, το δέχομαι∙ γιατί μακάρι την ίδια τη στιγμή να με σκοτώσει
ο Αχιλλέας στην αγκαλιά μου έχοντας τον γιο μου,
αφού θα πραγματώσω την επιθυμία μου για θρήνο γοερό».
Είπε και άνοιξε τα όμορφα σκεπάσματα των σεντουκιών∙
από εκεί έβγαλε δώδεκα πανέμορφα καλύμματα,
χλαίνες6 δώδεκα μονές και άλλους τόσους τάπητες,
τόσους ωραίους επενδύτες, και τόσους κοντά σ’ αυτά χιτώνες.
΄Υστερα ζύγισε και πήρε δέκα τάλαντα7 ακριβώς χρυσάφι,
έβγαλε, δε, και δύο τρίποδες που στραφταλίζαν και τέσσερα λεβέτια,
έβγαλε κι ένα κύπελλο πανέμορφο που δώρο τού το έδωσαν οι Θράκες,
όταν πήγε [στη χώρα τους] ως πρεσβευτής, απόκτημα σπουδαίο∙
ούτε αυτό λυπήθηκε ο γέροντας απ’ όσα μες στο μέγαρο υπήρχαν,
γιατί μ’ όλη του την καρδιά ήθελε τον αγαπημένο του τον γιο να εξαγοράσει.
Ετοιμασία τού άρματος του Πριάμου. (Μελανόμορφη υδρία, 520-510 π. Χ.).
Σχ. 8
Στ. 406-423
«Αν είσαι, πράγματι, ακόλουθος τού γιου τού Πηλέα, του Αχιλλέα,
έλα λοιπόν και πες μου όλη την αλήθεια,
αν το παιδί μου βρίσκεται ακόμη εκεί στα πλοία ή αν ο Αχιλλέας
τον έκοψε κιόλας κομμάτια και στα σκυλιά του μπρος τον πέταξε».
Και τότε είπε προς αυτόν ο αγγελιαφόρος, του ΄Αργου ο φονιάς:9
«Γέροντα, ούτε σκυλιά τον φάγαν ώς τα τώρα ούτε όρνια,
αλλά εκείνος κείτεται ακόμη εκεί, σιμά στου Αχιλλέα το καράβι,
έτσι όπως ήτανε [αλώβητος], ανάμεσα στα παραπήγματα. Και είναι
η δωδέκατη ημέρα που κείτεται νεκρός, κι όμως διόλου το κορμί του
δεν σαπίζει και ούτε τα σκουλήκια τονε τρώγουν, σκουλήκια που,
όπως είναι φυσικό, τους άντρες που σκοτώθηκαν στη μάχη κατατρώγουν.
Είναι αλήθεια πως τον σέρνει άσπλαχνα γύρω απ’ το μνήμα
του αγαπημένου του συντρόφου μόλις φανεί η θεϊκή αυγή,
μα δεν τονε χαλάει∙ αν πήγαινες ο ίδιος, θα έβλεπες με θαυμασμό
πως χάμω κείτεται ολόδροσος, ολόγυρα το αίμα είναι πλυμένο
και ούτε πουθενά είναι μαγαρισμένος∙ κι όσο για τις πληγές που έλαβε,
όλες έχουνε κλείσει∙ και είναι γεγονός ότι πολλοί έμπηξαν τον χαλκό τους
στο κορμί του. Τόσο οι μάκαρες θεοί φροντίζουν τον γενναίο σου τον γιο
μόλο που ’ναι νεκρός, γιατί πολύ τον είχαν στην καρδιά τους».
Ερμής. (Ερυθρόμορφο αγγείο. 450-400 π. Χ.)
Σχ. 10
Στ. 441-467
Είπε και πήδηξε ευθύς ο ευεργετικός [Ερμής] πάνω στο άρμα με τα άλογα
και έπιασε στα χέρια του γρήγορα το μαστίγιο και τα γκέμια
κι εμφύσησε στα άλογα και τα μουλάρια μεγάλη ορμή.
Μα όταν πλέον έφθασαν στων καραβιών τους πύργους11 και στην τάφρο,
πάνω στην ώρα που οι φρουροί αρχίζανε το δείπνο να ετοιμάζουν,
τότε σ’ όλους αυτούς ο αγγελιαφόρος, του ΄Αργου ο φονιάς, ύπνο πάνω τους
άπλωσε, μεμιάς έσπρωξε τους μοχλούς12 και άνοιξε τις πύλες κι έβαλε μέσα
και τον Πρίαμο και τα λαμπρά τα δώρα που ήτανε στην άμαξα επάνω.
Και όταν πια στου γιου τού Πηλέα το αψηλό παράπηγμα εφθάσαν,
που οι Μυρμιδόνες για τον βασιλιά τους είχαν φτιάξει έχοντας ελάτου
ξύλα κόψει και από πάνω με θυσανωτά καλάμια το σκεπάσαν
που από νοτερό λιβάδι τα ’κοψαν κι ολόγυρα αυλή μεγάλη από πυκνούς
πασσάλους για το βασιλιά τους έφτιαξαν, την πόρτα, δε, μόνο ένας σύρτης13
από έλατο την έκλεινε, που τρεις κάθε φορά σπρώχνανε Αχαιοί
με δύναμη, και άλλοι τρεις μετά για να ανοίξουν το μεγάλο
μάνταλο14 της πόρτας, κι όμως ο Αχιλλέας το έσπρωχνε και μόνος,
τότε λοιπόν ο ευεργετικός Ερμής άνοιξε ευθύς στον γέροντα,
έβαλε μέσα τα εκλεκτά τα δώρα για τον γιο τον γοργοπόδη τού Πηλέα,
κατέβηκε από το άρμα με τα άλογα στη γη και είπε:
«Γέροντα, αλήθεια, εγώ που σου ’χω έρθει είμαι αθάνατος θεός, είμαι ο Ερμής∙
και μ’ έστειλε ο πατέρας μου μαζί σου να είμαι οδηγός σου.
Όμως εγώ, το δίχως άλλο, τώρα θε να γυρίσω πίσω και δεν πρόκειται
στα μάτια τού Αχιλλέα να φανερωθώ∙ γιατί θα ήταν αξιόμεμπτο αθάνατος θεός
έτσι απροκάλυπτα να έχει συμπεριφορά φιλοφρονητική προς τους ανθρώπους.
Όμως εσύ μέσα σαν μπεις, του γιου τού Πηλέα πιάσε τα γόνατα
και παρακάλεσέ τον στ’ όνομα του πατέρα του και της καλλίκομης μητέρας του
και του παιδιού του, την καρδιά του για να τη συγκινήσεις».15
1)΄Εχοντας αφήσει πίσω μας την εικοστή τρίτη ραψωδία (Ψ) της Ιλιάδας (βλ. άρθρο μας με ημερομηνία 30/3/2024) εισερχόμαστε στην εικοστή τέταρτη και τελευταία (Ω), την επιγραφόμενη ΄Εκτορος λύτρα, η οποία, όπως έχουμε ξαναπεί, αποτελεί μία από τις συναρπαστικότερες σελίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας με την κορύφωση της περίφημης συνάντησης Αχιλλέα – Πριάμου.
Τα ποικίλα αγωνίσματα που στην προηγούμενη ραψωδία οργάνωσε ο Αχιλλέας στο στρατόπεδο των Αχαιών για να τιμήσει τον αγαπημένο του Πάτροκλο έχουν τελειώσει, και ο «δαιμονιώτατος» κατά τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα ΄Ομηρος, δηλαδή ο πιο εμπνευσμένος ποιητής, συνεχίζει το αφηγηματικό του τραγούδι με τους παρακάτω στίχους (1-22), με τους οποίους αρχίζει η πράξη της τελευταίας ραψωδίας, που τοποθετείται στο σούρουπο της 29ης ημέρας του μεγαλειώδους έπους τής Ιλιάδας.
2)Εννοούνται οι εκστρατείες τού Αχιλλέα στα παράλια της Τροίας.
3)Ο δίφρος ήταν το μέρος τού άρματος όπου στέκονταν ο πολεμιστής και ο ηνίοχος.
4)Για την αἰγίδα βλ. σχ. 8 του άρθρου μας με τη μετάφραση του μύθου τής Πανδώρας από το Ἔργα καὶ Ἡμέραι του Ησιόδου (14/1/2023). Την αιγίδα τού Δία εκτός από την Αθηνά, ενίοτε τη χρησιμοποιούσε και ο Απόλλωνας.
5)΄Επειτα από έντεκα μέρες, ο Απόλλωνας διαμαρτύρεται πλέον στους θεούς, επειδή το σώμα τού ΄Εκτορα παραμένει άταφο, και ο Αχιλλέας συνεχίζει να κακοποιεί τη σωρό τού νεκρού. Ο Δίας τότε καλεί τη Θέτιδα, τη μητέρα τού Αχιλλέα, και της αναθέτει να πάει στον γιο της και να του ανακοινώσει ότι οι θεοί είναι οργισμένοι μαζί του και του ζητούν να αποδώσει τον νεκρό ΄Εκτορα στους δικούς του. Η Θέτιδα εκτελεί την εντολή τού Δία, και ο Αχιλλέας δέχεται να επιστρέψει τον νεκρό παίρνοντας λύτρα. Παράλληλα, ο Δίας στέλνει την ΄Ιριδα στον Πρίαμο, για να του μεταφέρει το μήνυμά του, να μεταβεί ο ίδιος στη σκηνή τού Αχιλλέα με πλούσια δώρα μόνος, χωρίς να φοβάται ότι μπορεί ο Αχιλλέας να του κάνει κακό. Ο Πρίαμος, με τη σειρά του, ενημερώνει την Εκάβη, η οποία κλαίγοντας προσπαθεί να τον αποτρέψει.
« Πώς θες μόνος σου να πας στων Αχαιών τα πλοία», του λέει μεταξύ των άλλων, « και να βρεθείς αντικριστά στον άντρα που πολλούς και γενναίους γιους σού σκότωσε; Γιατί εάν σε πιάσει και σε δει μπροστά του ο αιμοβόρος και δόλιος εκείνος άντρας, δεν θα σε ελεήσει ούτε και στο ελάχιστο δεν πρόκειται να σε ντραπεί».
Ωστόσο, παρά τους φόβους και τις επιφυλάξεις της, ο βασιλιάς των Τρώων δεν υποχωρεί, σφραγίζοντας την αμετάκλητη απόφασή του με τα τελευταία του λόγια που παραθέτουμε και προχωρώντας στην επιλογή των πλούσιων δώρων (στ. 223-237).
6)Η χλαίνη ήταν μεγάλο μάλλινο τετράγωνο χειμερινό ύφασμα, που φορούσαν οι άντρες επάνω από τον χιτώνα. ΄Επεφτε επάνω από τους ώμους και στερεωνόταν εμπρός με μία πόρπη ή περόνη. Είχε αξία, γι’ αυτό στους αγώνες προσφερόταν ως βραβείο.
7)Για το τάλαντον βλ. σχ. 3 του άρθρου μας με θέμα τον Αθηναίο στρατηγό και πολιτικό Φωκίωνα (23/6/2019).
8)Ο θρήνος εξακολουθεί μέσα στο παλάτι, και ο Πρίαμος σε μια κρίση απελπισίας ξεσπάει οργισμένος κατά των Τρώων μην αντέχοντας την πολυστένακτη ατμόσφαιρα, ονειδίζει, δε, τους γιους του που τους αναγκάζει να ζέψουν την άμαξα και μαζί με τον κήρυκα και ηνίοχό του, τον Ιδαίο, ξεκινάει για το στρατόπεδο των Αχαιών. Σαν βγήκαν στον κάμπο, ο Δίας συμπόνεσε τον γέροντα βασιλιά και στέλνει τον Ερμή να τον οδηγήσει στα ελληνικά καράβια με τέτοιο τρόπο που κανείς Αχαιός να μην τον δει πριν φτάσει στη σκηνή τού Αχιλλέα. Με την εμφάνιση του Ερμή, στην αρχή ο Πρίαμος και ο Ιδαίος καταλαμβάνονται από φόβο και ταραχή, ωστόσο ο θεός τούς παρουσιάζεται ως ένας ακόλουθος τού Αχιλλέα, με τα λόγια του τους καθησυχάζει και κερδίζει την εμπιστοσύνη του Πριάμου, ο οποίος τον ρωτάει με πόνο για την τύχη του νεκρού παιδιού του.
Ακολουθεί το παρατιθέμενο απόσπασμα (στ. 406-423).
9)Ἀργεϊφόντης στο πρωτότυπο. Επίθετο του Ερμή, για το οποίο βλ. σχ. 4 του άρθρου μας με μεταφρασμένο απόσπασμα από τη ραψωδία κ της Οδύσσειας με θέμα τη μάγισσα Κίρκη (29/10/2022).
10)Ο Πρίαμος αναγαλλιάζει με τα λόγια του θεού, ο οποίος αναλαμβάνει να τον οδηγήσει στον Αχιλλέα με ασφάλεια. «Σαν συνοδός σου», του λέει, «θα μπορούσα να σε πάω όπου θες, και κανείς δεν θα τολμούσε αψηφώντας με να σε κτυπήσει».
Και η ομηρική διήγηση συνεχίζει με τους στίχους 441-467 που ακολουθούν.
11)Εννοεί τους πύργους του τείχους που είχαν κτίσει οι Αχαιοί για την προστασία τους και την προφύλαξη των πλοίων.
12)΄Εσπρωξε δηλαδή τους μοχλούς στις κοιλότητες τις ανοιγμένες μέσα στο τείχος εκατέρωθεν της πύλης.
13)Ὁ ἐπιβλὴς-ῆτος (← ἐπιβάλλω) στο πρωτότυπο ή κληίς-ῖδος ήταν μεγάλος ξύλινος μοχλός που έπιανε όλο το πλάτος της πόρτας από τοίχο σε τοίχο κλείνοντάς την.
14)Κληῖδα στο πρωτότυπο.
15) Και ακολουθεί το μεγάλο γεγονός της συνάντησης των δύο ανδρών που θα μας απασχολήσει στο εγγύς μέλλον.