Η ατίμωση του νεκρού ΄Εκτορα από τον Αχιλλέα και οι θρήνοι τού Πριάμου, της Εκάβης και της Ανδρομάχης
Σχ. 1
Είπε και για τον θεϊκό τον ΄Εκτορα έργα συνέλαβε με το μυαλό του
επονείδιστα. Τρύπησε πίσω και των δύο του ποδιών τούς τένοντες
από τη φτέρνα έως τον αστράγαλο, λουριά βοδιού πέρασε από μέσα,
τα έδεσε απ’ το άρμα κι άφησε το κεφάλι του να σέρνεται.
Κι αφού ανέβηκε στο άρμα κι έβαλε πάνω και τα όπλα τα περίφημα,
μαστίγωσε τα άλογα ν’ αρχίσουνε να τρέχουν, κι εκείνα πρόθυμα πετούσαν.
Και σηκωνόταν σκόνη από εκείνον όπως σύρονταν, και γύρω του
τα μακριά μαύρα μαλλιά του κυματίζαν, και το κεφάλι του, ωραίο κάποτε,
ολόκληρο ήτανε μες στα χώματα. Ναι, τότε το λοιπόν, άφησε
ο Δίας να τον ατιμάσουν οι εχθροί στην πατρική του, στη δική του γη.
Ο Αχιλλέας κακοποιεί τη σορό τού ΄Εκτορα. Ρωμαϊκή σαρκοφάγος.
΄Ετσι, από τη μια, εκείνου το κεφάλι ολόκληρο ήτανε μες στη σκόνη,
κι από την άλλη η μητέρα του τραβούσε τα μαλλιά της
⸺ πέταξε μακριά από πάνω της την πλουμιστή καλύπτρα
και σε μεγάλους, σε πολύ μεγάλους θρήνους ξέσπασε, σαν είδε το παιδί της.
Σπαρακτικά έσκουξε κι ο αγαπητός πατέρας του, κι ολούθε τον λαό
κλαυθμός και οδυρμός τονε κυρίευσε απ’ άκρη σ’ άκρη μες στην πόλη.
Κι ο θρήνος τότε έμοιαζε ακριβώς σαν να καιγότανε ολόκληρη
η ψηλά κτισμένη Τροία από επάνω έως κάτω.
΄Αντρες με δυσκολία κράταγαν τον γέροντα που καταρρακωμένος
ζητούσε νά βγει έξω από τις πύλες τις Δαρδάνιες.
Και όλους τους ικέτευε, ενώ κυλιόταν κάτω στη βρομιά,
μιλώντας στον καθένα χωριστά με τ’ όνομά του:
«Καλοί μου, σταματήστε κι αφήστε με, όσο κι αν νοιάζεστε για μένα,
μόνος να βγω από την πόλη και να τραβήξω για των Αχαιών τα πλοία,
τον άντρα αυτόν, τον μοχθηρό, τον αιμοβόρο για να θερμοπαρακαλέσω,
μήπως και σεβαστεί την ηλικία μου και λυπηθεί τα γηρατειά μου.
Εξάλλου, και ο δικός του ο γονιός είναι το ίδιο γέρος, ο Πηλέας,
που αυτός τον έσπερνε και έτρεφε για να γενεί στους Τρώες συμφορά.
Μα πιο πολύ απ’ όλους σ’ εμένα πίκρες έδωσε,
που τόσους γιους μού σκότωσε πάνω στης νιότης τον ανθό.
Και δεν θρηνώ τόσο για όλα τα παιδιά μου αυτά,
μόλο που κλαίει η καρδιά μου, όσο για ένα, που ο πόνος του ο σφάχτης
στον ΄Αδη θα με κατεβάσει, για τον ΄Εκτορα.
Ας ήτανε μέσα στα χέρια μου να πέθαινε!
Τότε οι δυο μας θα χορταίναμε κλάμα και μοιρολόι,
κι η μάνα του η δόλια που τον γέννησε κι εγώ μαζί ο ίδιος».
΄Ετσι μιλούσε κλαίγοντας, και οι πολίτες στέναζαν γι’ αυτά.
Κι ανάμεσα στις Τρωαδίτισσες πρώτη η Εκάβη άρχισε τον γοερό τον θρήνο:
«Παιδί μου, η δύσμοιρη εγώ! Τι θέλω τώρα πια να ζω, που τρομερά δεινά
με βρήκαν με τον δικό σου θάνατο; Συ που μου ήσουνα μέρα και νύχτα
το καμάρι μου σ’ ολόκληρη τη χώρα, και για τους Τρώες όλους
και τις Τρωαδίτισσες παρηγοριά στο κάστρο, που σαν θεό σε δέχονταν∙
γιατί, πραγματικά, ήσουν γι’ αυτούς πολύ μεγάλο καύχημα
όσο βρισκόσουν στη ζωή∙ μα τώρα ο θάνατος κι η μοίρα η κακή σε έχει βρει».
Ο Πρίαμος και η οικογένειά του θρηνούν για τον θάνατο τού ΄Εκτορα. Στο βάθος ο Αχιλλέας κακοποιεί τη σορό τού ΄Εκτορα. Etienne- Barthélemy Garnier (1759-1849)
΄Ετσι μιλούσε κλαίγοντας. Όμως του ΄Εκτορα το ταίρι δεν είχε ακόμη
μάθει τίποτε∙ γιατί κανείς επίσημος μαντατοφόρος δεν ήρθε
να της αναγγείλει ότι ο άντρας της έμεινε έξω από τις πύλες,
αλλά αυτή στο βάθος του ψηλού μεγάρου2 ύφασμα ύφαινε διπλό,
ολοπόρφυρο, κι εδώ κι εκεί μ’ άνθη πολύχρωμα το πλούμιζε.
Και είχε δώσει στις θεραπαινίδες με τις ωραίες τις πλεξούδες εντολή
μέσα στ’ αρχοντικό τρίποδο λέβητα μεγάλο να βάλουν στη φωτιά,
για να υπάρχει για τον ΄Εκτορα θερμό λουτρό όταν θα γύριζε απ’ τη μάχη.
Αχ η ανίδεη, που μέσα στο μυαλό της δεν λόγιασε ότι αυτόν
πολύ μακριά απ’ τα λουτρά η λαμπρομμάτα τον συνέτριψε η Αθηνά
με του Αχιλλέα, ναι, τα χέρια!
Τότε, κραυγές και θρήνους άκουσε να έρχονται απ’ τον πύργο.
Τρέμουλο έπιασε τα μέλη της, κι έπεσε χάμω η σαΐτα.
Κι είπε ξανά στις δούλες με τις ωραίες τις πλεξούδες:
«Εμπρός, ελάτε δυο μαζί μου, να δω τι έχει γίνει.
΄Ακουσα τη φωνή της σεβαστής μου πεθεράς, και μες στα στήθη
τινάζεται η καρδιά μου, κάνει στο στόμα ν’ ανεβεί,
και κάτω νιώθω τα γόνατά μου να παγώνουν. Κάποιο κακό,
το δίχως άλλο, τώρα κοντά, τού Πρίαμου θε νά ’βρει τα παιδιά.
Μακάρι να μη φτάσει στ’ αυτιά μου τέτοιο μήνυμα! Όμως πολύ,
πάρα πολύ φοβάμαι, μήπως ο θεϊκός ο Αχιλλέας τον τολμηρό μου ΄Εκτορα,
σαν τον ξεκόψει από την πόλη, αρχίσει να τον κυνηγάει στον κάμπο μοναχό
και τον στερήσει απ’ την ολέθρια ανδρεία που ’χε, γιατί ποτέ ανάμεσα
στο πλήθος των ανδρών δεν έμενε, αλλά πολύ μπροστά από τους άλλους
έτρεχε και στην αντρειοσύνη του δεν άφηνε κανέναν να τον ξεπεράσει».
Με το που είπε αυτά, όρμησε σαν τρελή και έξω βγήκε από το μέγαρο
με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά∙ μαζί της πήγαιναν και οι θεραπαινίδες.
Και όταν έφθασε στον πύργο και στων ανδρών το μαζεμένο πλήθος,
στάθηκε, κοιτώντας πάνω από το τείχος και τότε, τον αντίκρισε
συρόμενο μπροστά στην πόλη, τα γρήγορα, δε, άλογα
τον σέρναν άσπλαχνα προς τα καράβια τα βαθουλωτά των Αχαιών.
Τα μάτια της μαύρη νυχτιά τα κάλυψε, έπεσε πίσω και σωριάστηκε,
κι έχασε την ανάσα της. Μακριά απ’ το κεφάλι της
άφησε να κυλήσουνε οι κεφαλόδεσμοι οι λαμπροί,
το διάδημα που στόλιζε το μέτωπο και το δικτυωτό μαγνάδι,
καθώς και η πλεκτή ταινία κι η καλύπτρα,3 που η χρυσή η Αφροδίτη
τής είχε κάνει δώρο εκείνη την ημέρα, όταν ο κρανοσείστης ΄Εκτορας
την πήρε νύφη από του Ηετίωνα τ’ αρχοντικό, αφού άπειρα δώρα έδωσε.
Γύρω της πλήθος κουνιάδες και συννυφάδες στάθηκαν, που την κρατούσανε
ανάμεσά τους, καθώς από την ταραχή της κόντευε να πεθάνει.
Κι όταν εκείνη πήρε μιαν ανάσα κι ήρθε στα συγκαλά της,
μ’ απανωτά θρηνητικά ξεσπάσματα είπε ανάμεσα στις Τρωαδίτισσες:
«΄Εκτορα, η έρμη εγώ! Με μία μοίρα, το λοιπόν, κι οι δυο μας
γεννηθήκαμε, εσύ στην Τροία, στ’ αρχοντικό τού Πρίαμου,
κι εγώ στη Θήβα, κάτω απ’ τη δασωμένη Πλάκο,
στ’ αρχοντικό τού Ηετίωνα,4 που με ανάτρεφε σαν ήμουνα μικρή,
ο δόλιος τη βαριόμοιρη. Αχ, ας ήταν να μη μ’ είχε φέρει στη ζωή!
Μα τώρα εσύ στου ΄Αδη τα παλάτια έρχεσαι, στα άδυτα της γης,
κι εμένα στο φρικτό μ’ αφήνεις πένθος, χήρα μέσα στ’ ανάκτορο.
Κι ο γιος μας είναι εντελώς βρέφος ακόμη, αυτός που εσύ κι εγώ
τον φέραμε στον κόσμο, οι βαριόμοιροι, κι ούτε εσύ σ’ αυτόν θα είσαι,
΄Εκτορα, βοήθεια, αφού ο θάνατος σε πήρε, ούτε σ’ εσένα αυτός.
Γιατί, ακόμη κι αν από τον πολυδάκρυτο τον πόλεμο των Αχαιών
γλιτώσει, πάντοτε, αλήθεια, αυτός από εδώ κι εμπρός καημούς
και βάσανα θα έχει∙ άλλοι θα του αρπάξουνε τα κτήματα∙
κι η μέρα της ορφάνιας το κάνει το παιδί όλους να χάσει
τους συνομηλίκους του∙ σκυμμένο πάντοτε κρατάει το κεφάλι,
και δάκρυα στα μάγουλά του τρέχουνε. Και βουτηγμένο το παιδί
στη στέρηση πηγαίνει στους συντρόφους τού γονιού του5
κι άλλον τραβάει απ’ τον μανδύα και άλλον από τον χιτώνα.
Κι αν συμπονώντας το κάποιος από αυτούς κούπα τού δώσει λίγο
[για να πιει], βρέχει τα χείλια του, τον ουρανίσκο δεν τον βρέχει.
Κι ακόμη, ένα παιδί που και τους δύο τούς γονείς του τους έχει στη ζωή
το διώχνει από το δείπνο, χτυπώντας το, ναι, με τα χέρια του
και με προσβλητικά αποπαίρνοντάς το λόγια: “΄Αι χάσου από δω,
χωρίς άλλη κουβέντα! Εφόσον ο πατέρας σου δεν τρώει μαζί μας τώρα!”
Και τότε δακρυσμένο το παιδί γυρίζει στη μητέρα του τη χήρα,
ο Αστυάναξ, [ο δικός μου], που πριν στα γόνατα τού κύρη του
μόνο μεδούλι έτρωγε κι ολόπαχη αρνίσια σκέπη∙
κι όταν μετά τον έπαιρνε ο ύπνος και το παιχνίδι έπαυε,
κοιμόταν στο κρεβάτι του, στην αγκαλιά της παραμάνας,
σε στρώμα μαλακό με την καρδιά του χορτασμένη από ωραία πράγματα.
Μα τώρα που τον αγαπημένο του πατέρα έχασε, έχει πολλά να πάθει,
ο Αστυάναξ, όπως οι Τρώες τον επονομάζουν,
γιατί μόνος εσύ τους φύλαγες τις πύλες και τα ψηλά τα τείχη.6
Και τώρα πια εσένανε, κοντά στα καμπυλόπρυμνα καράβια,
απ’ τους γονιούς σου μακριά, ευκίνητα σκουλήκια θα σε φάνε,
αφού πρώτα σκυλιά χορτάσουν από σένα, τον γυμνό.
Και όμως μέσα στο παλάτι βρίσκονται ρούχα φυλαγμένα,
λεπτά κι ωραία, φτιαγμένα από χέρια γυναικών.
Μα όλ’ αυτά, αλήθεια, θε να τα κάψω σε τρανή φωτιά,
που για εσένα πάντως καμιά ωφέλεια δε θα ’χει, αφού μέσα τους
δεν θα κείτεσαι, μα για να είναι δοξασμένο τ’ όνομά σου
από τους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες».
΄Ετσι μιλούσε κλαίγοντας, και οι γυναίκες στέναζαν γι’ αυτά.
H Ανδρομάχη παρακολουθεί την κακοποίηση της σορού τού ΄Εκτορα. John Flaxman
1)Παραμένουμε στη ραψωδία Χ της Ιλιάδας και συνεχίζουμε την εξιστόρηση της δράσης από το σημείο που σταματήσαμε στο άρθρο μας της 25ης του περασμένου Νοεμβρίου.
Παρακολουθήσαμε τον Αχιλλέα να μονομαχεί με τον ΄Εκτορα, να τον κτυπά θανάσιμα και να τον σκυλεύει αφαιρώντας του τα όπλα. Αμέσως μετά, απευθυνόμενος στους Αχαιούς, αναφέρεται στον αγαπημένο του φίλο, τον Πάτροκλο, που περιμένει την ταφή του και τον οποίο δεν πρόκειται, όπως λέει, ούτε στον ΄Αδη να τον ξεχάσει, και τους καλεί να σηκώσουν το πτώμα τού εχθρού του και παιάνες τραγουδώντας να το σύρουν στο ελληνικό στρατόπεδο, πλάι στα αγκυροβολημένα πλοία. Κλείνει, δε, τα λόγια του καυχώμενος για τη δόξα που κέρδισε σκοτώνοντας τον ΄Εκτορα, «αυτόν που σαν θεό τον λάτρευαν οι Τρώες».
Παραθέτουμε τη συνέχεια της αριστοτεχνικής ομηρικής αφήγησης μέχρι το τέλος της ραψωδίας.
2)Στα ενδότερα του μεγάρου βρισκόταν ο θάλαμος των γυναικών.
3)Κρήδεμνον (τό ), στο πρωτότυπο: γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού, που κατερχόμενο έπεφτε μέχρι τους ώμους και με αυτό μπορούσε η γυναίκα, όταν ήθελε, να καλύψει και όλο το πρόσωπο.
4) Για τον Ηετίωνα, την οικογένεια και την πατρίδα τής Ανδρομάχης βλ. και το άρθρο μας με το μεταφρασμένο επίσης από την Ιλιάδα απόσπασμα, Ζ 407-502 (26-3-2023).
5)Από τους επόμενους στίχους συνάγεται ότι πρόκειται για συνδαιτημόνες.
6)Το όνομα τού γιου τού ΄Εκτορα ήταν Σκαμάνδριος, αλλά οι Τρώες τού έδωσαν την επωνυμία Αστυάναξ (=ηγεμόνας της πόλης) προς τιμήν του πατέρα του.