Η συνάντηση του Αχιλλέα με τον Πρίαμο και η πύργωση της Ιλιάδας.
ΜΕΡΟΣ Α΄
Εις μνήμην Νίκου, Παναγιώτη, Δήμητρας
Σχ. 1
Χωρίς αυτοί να τον αντιληφθούν μπήκε ο κραταιός ο Πρίαμος κι έπειτα,
σαν τον ζύγωσε, έπιασε με τα χέρια του τα γόνατα τού Αχιλλέα και φίλησε
τα φοβερά, τα αντροφόνα χέρια που γιους πολλούς τού είχανε σκοτώσει.
Κι όπως όταν άνδρα βαρύ θόλωμα του μυαλού2 τον καταλάβει
γιατί άνθρωπο σκότωσε στην πατρίδα του και σ’ άλλων χώρα φθάνει,
στο σπίτι άνδρα πλούσιου,3 κι όσοι τον βλέπουνε σαστίζουν,
έτσι κι ο Αχιλλέας σάστισε βλέποντας τον θεόμορφο τον Πρίαμο∙
σαστίσαν και οι άλλοι και μεταξύ τους κοιταζόντουσαν.
Και προς αυτόν, παρακαλώντας τον, είπε ο Πρίαμος τα λόγια τούτα:
«Θυμήσου τον πατέρα σου, όμοιε με τους θεούς συ Αχιλλέα,
που ’ναι στην ίδια ηλικία με εμένα, στ’ ολέθριο των γηρατειών κατώφλι.
΄Ισως κι εκείνον οι γειτόνοι που κατοικούνε γύρω του να τονε τυραννούν,
όμως κανένας δεν υπάρχει να του απομακρύνει το κακό και την καταστροφή.
Αλλά το δίχως άλλο, τουλάχιστον εκείνος ακούει πως εσύ ’σαι ζωντανός
και χαίρεται η καρδιά του κι ελπίζει όλες τις ημέρες πως θα δει
τον γιο του τον αγαπητό να έρχεται απ’ την Τροία.4
Μα ο τρισάθλιος εγώ, αφού έκανα γιους τους πιο γενναίους
στην Τροία την απλόχωρη, λέω πως απ’ αυτούς δεν έχει μείνει ούτε ένας.
Πενήντα είχα σαν ήρθανε οι γιοι των Αχαιών∙
δεκαεννιά μού ήταν από μια κοιλιά, τους άλλους μού τους γέννησαν
μες στο παλάτι γυναίκες [παλλακίδες].
Των περισσότερων ο ΄Αρης ο ορμητικός τα γόνατά τους τα παρέλυσε∙5
κι εκείνος που μου ήτανε ξεχωριστός και έσωζε την πόλη κι εμάς τους ίδιους,
αυτόν εσύ τώρα κοντά τον σκότωσες, ενώ για την πατρίδα αγωνιζότανε,
τον ΄Εκτορα∙ για χάρη του στων Αχαιών τα πλοία έχω έρθει,
με τον σκοπό να τον εξαγοράσω από σένα φέρνοντας λύτρα άπειρα.
Μα έλα, σεβάσου, Αχιλλέα, τους θεούς, κι εμένανε τον ίδιο λυπήσου με
φέρνοντας στο μυαλό σου τον γονιό σου∙ όμως εγώ πιότερο αξιολύπητος
είμαι [από αυτόν], γιατί υπέμεινα όσα κανένας άλλος μέχρι τώρα
πάνω στη γη θνητός, το χέρι να απλώσω στο πρόσωπο6 του άνδρα
που το παιδί μου σκότωσε».
΄Ετσι είπε, κι ευθύς μέσα σ’ εκείνον την επιθυμία ξύπνησε, για τον γονιό του
να θρηνήσει∙ έπιασε τότε από το χέρι τον γέροντα κι ήρεμα τον απώθησε.
Και σαν θυμήθηκαν οι δυο τους, ο ένας τον ανδροκτόνο ΄Εκτορα
έκλαιγε γοερά μπροστά στου Αχιλλέα αναδευόμενος τα πόδια,
κι ο Αχιλλέας έκλαιγε για τον πατέρα του, κι άλλοτε πάλι για τον Πάτροκλο∙
κι οι στεναγμοί τους σ’ όλο το οίκημα είχανε απλωθεί.
΄Υστερα πλέον, κι αφού είχε χορτάσει θρήνο ο θείος Αχιλλέας,
κι από τον νου κι από τα μέλη του [του θρήνου] η επιθυμία έσβησε,
σηκώθηκε αμέσως από την πλούσια έδρα του και σήκωνε τον γέροντα
απ’ το χέρι, ψυχοπονώντας τον για τ’ άσπρα του μαλλιά
και τ’ άσπρα του τα γένια, και του ’πε λόγια φτερωτά μιλώντας του:
«Α δύστυχε, πολλά φαρμάκια, αλήθεια, μες στην καρδιά σου σήκωσες!
Πώς βάσταξες μονάχος νά ’ρθεις στων Αχαιών τα πλοία και κατάματα
να αντικρίσεις τον άντρα εκείνον που και πολλούς κι αντρειωμένους
γιους σού σκότωσα; Αλήθεια, από σίδερο έχεις καρδιά!
Μα έλα τώρα, σε έδρα κάτσε πλουμιστή, κι ωστόσο ας αφήσουμε τις πίκρες
να κατακάτσουν στην καρδιά, όσο κι αν μας βαραίνει η λύπη∙
γιατί κανένα όφελος δεν βγαίνει από τον παγερό τον θρήνο.
7 Βλέπεις, έτσι τα έχουν κλώσει οι θεοί για τους θνητούς τούς δύστυχους,
να ζούνε μες στις λύπες, ενώ οι ίδιοι απαλλαγμένοι από φροντίδες είναι.
Γιατί δύο πιθάρια στέκονται στο δάπεδο της αίθουσας τού Δία
με δώρα τα οποία δίνει, με συμφορές είναι το ένα, με αγαθά το άλλο∙
και σ’ όποιον δώσει ο Δίας, που με τους κεραυνούς παίρνει χαρά,
ανάκατα απ’ τα δύο, αυτός άλλοτε δυστυχία συναντά και άλλοτε ευτυχία∙
σε όποιον, δε, δώσει απ’ τα δεινά, αυτόν τον κάνει καταφρονεμένο,
και αθλιότητα βαριά πάνω στη θεία γη τον κυνηγά, και τριγυρνάει
δίχως να είναι τιμημένος μηδέ απ’ τους θεούς μηδέ απ’ τους ανθρώπους.
΄Ετσι και στον Πηλέα οι θεοί στη γέννησή του λαμπρά τού δώσαν δώρα∙
γιατί ξεχώριζε απ’ όλους τους ανθρώπους σε αφθονία αγαθών και πλούτη
και ήτανε των Μυρμιδόνων βασιλιάς και του ’δωσαν θεά8 για ταίρι,
κι ας ήτανε θνητός. Αλλά κοντά σ’ αυτά, του ’βαλε ο θεός κακό,
γιατί δεν του γεννήθηκε στ’ ανάκτορο γονή γιων ηγεμονικών,
αλλά ένα παιδί απέκτησε λιγόζωο∙9 κι ούτε, αλήθεια, στα γηρατειά του
τον φροντίζω, γιατί πολύ μακριά απ’ την πατρίδα κάθομαι, εδώ στην Τροία,
λύπες ποτίζοντας εσένανε και τα παιδιά σου.
Και σένα, γέροντα, ακούμε ότι πιο πριν ευτυχισμένος ήσουνα∙
όση χώρα η Λέσβος προς βορράν,10 του Μάκαρος11 η έδρα, περικλείει,
και η Φρυγία από πάνω και ο απέραντος Ελλήσποντος,
όλους τούτων των τόπων τούς κατοίκους, γέροντα,
λένε ότι σε πλούτο και σε γιους τούς ξεπερνούσες.
Όμως απ’ τη στιγμή που οι ουράνιοι σου φέρανε τη συμφορά ετούτη,
συνέχεια γύρω απ’ την πόλη μάχες έχεις και σκοτωμούς ανδρών.
Κάνε υπομονή και μη θρηνολογείς κατάκαρδα χωρίς σταματημό,
γιατί δεν πρόκειται να καταφέρεις τίποτε για τον γενναίο γιο σου βαλαντώνοντας
ούτε θε να τον αναστήσεις, προτού κι άλλο κακό ελόγου σου να πάθεις».
Σ’ αυτόν ύστερα απάντησε ο θεόμορφος γέροντας Πρίαμος:
«Ακόμη μη με βάζεις σε έδρα πλουμιστή να κάτσω, θρέμμα εσύ του Δία,
όσο ο ΄Εκτορας κείτεται παραμελημένος κι άταφος ανάμεσα στα παραπήγματα,
αλλά όσο πιο γρήγορα μπορείς λύσ’ τον για να τον αντικρίσω με τα μάτια μου,
κι εσύ δέξου τα πολλά λύτρα που σου φέρνουμε. Κι είθε να τα χαρείς αυτά
και νά ’ρθεις στην πατρική σου γη, αφού μ’ άφησες και να ζω
και το φως του ήλιου ν’ αντικρίζω».
Και τότε τον αγριοκοίταξε και του ’πε ο γοργοπόδης Αχιλλέας:
«Μη μ’ ερεθίζεις τώρα πλέον, γέροντα! Σκοπεύω από μόνος μου κι εγώ
τον ΄Εκτορα να σου τον λύσω.12 Μαντατοφόρος, άλλωστε, μου ήρθε από τον Δία
η μητέρα μου, εκείνη που με γέννησε, η θυγατέρα τού θαλασσίου γέροντα∙
και σένα όμως, Πρίαμε, μέσα μου ξέρω και δεν μου φεύγει απ’ το μυαλό
ότι κάποιος θεός σ’ οδήγησε στα γοργοκίνητα πλοία των Αχαιών.
Γιατί θνητός δεν θα τολμούσε να έρθει στον στρατό ούτε κι αν ήταν
στην ακμή της σφριγηλής τής νιότης∙ γιατί μήτ’ απ’ τους φύλακες θα ξέφευγε
μήτε και των θυρών μου τον μοχλό εύκολα θα μετακινούσε.
Γι’ αυτό, μη μου ταράζεις τώρα πιότερο την καρδιά μου μες στον πόνο μου,
μήπως ούτε και σένανε τον ίδιο, γέροντα, απείραχτο αφήσω ανάμεσα
στα παραπήγματα, ας είσαι και ικέτης, και παραβώ τις εντολές τού Δία».
΄Ετσι είπε, κι ο γέροντας φοβήθηκε κι υπάκουσε στα λόγια του.
Και του Πηλέα ο γιος, λοιπόν, πήδηξε έξω απ’ το παράπηγμά του σαν λιοντάρι,
όχι μόνος∙ μαζί του δύο σύντροφοί του ακολουθούσαν, ο ήρωας ο Αυτομέδων
και ο ΄Αλκιμος, αυτούς που τώρα πιο πολύ απ’ τους στενούς του φίλους
τιμούσε ο Αχιλλέας, μετά που πέθανε ο Πάτροκλος.
Και τότε αυτοί απ’ τον ζυγό τής άμαξας λύνανε τ’ άλογα και τα μουλάρια
και μέσα φέραν τον βροντόφωνο τον κήρυκα του γέροντα και σε σκαμνί
τον έβαλαν να κάτσει∙ κι από την άμαξα με τους γερούς τροχούς
παίρναν τα άπειρα τού ΄Εκτορα τα λύτρα. ΄Αφησαν μέσα, μόνο δύο
μεγάλα υφάσματα κι έναν χιτώνα καλοϋφασμένο, για να καλύψει τον νεκρό
και να τον δώσει στην κατοικία του να τονε φέρουν.
Κι αφού τις δούλες έξω κάλεσε, διέταξε να τονε λούσουν κι ολούθε
να τον αλείψουνε με λάδι και να τον φέρουνε παράμερα σηκώνοντάς τον,
για να μη δει ο Πρίαμος τον γιο του,13μήπως με λυπημένη την καρδιά
δεν θα μπορούσε να κρατήσει την οργή του βλέποντας το παιδί του,
και συγχυστεί τού Αχιλλέα η καρδιά14 και τον σκοτώσει,
του Δία παραβαίνοντας τις εντολές.
Αφού αυτόν λοιπόν τον έλουσαν οι σκλάβες και τον αλείψανε με λάδι
και με τ’ ωραίο ύφασμα και τον χιτώνα τον τυλίξαν, ο ίδιος, τότε, ο Αχιλλέας
τονε σήκωσε και τον απόθεσε επάνω σε στρωμνή,15 και ύστερα οι σύντροφοι
μαζί του σηκώνοντάς τον στην ομορφοδουλεμένη άμαξα τον μεταφέραν.
Ο Πρίαμος έχει έρθει μπροστά στον Αχιλλέα, για να τον ικετέψει να του παραδώσει το κορμί τού νεκρού ΄Εκτορα που βρίσκεται παρατημένο στο έδαφος. Πίσω από τον Πρίαμο δούλοι και δούλες σηκώνουν τα λύτρα, πολύτιμα αγγεία και κασέλες με θησαυρούς. Ερυθρόμορφος σκύφος (περ. 485-480 π. Χ.)
(Στη χαρακτηριστική εικόνα: Η ικεσία τού Πριάμου προς τον Αχιλλέα. ΄Εργο τού Hamilton Gavin, 1775)
1)Το κείμενό μας της 22ας Ιουνίου μάς πέρασε στην τελευταία ραψωδία (Ω) της Ιλιάδας, που αποτελεί την καρδιά τού ομηρικού έπους με το συναρπαστικό γεγονός τής συνάντησης του Αχιλλέα με τον Πρίαμο και της συμφιλίωσής τους. Την κορυφαία αυτή σκηνή, λόγω της μεγάλης έκτασής της, θα την καλύψουμε σε δύο άρθρα∙ αρχίζοντας με το παρόν (στ. 477-590) και συνεχίζοντας με το δεύτερο (στ. 591-676) που θα ακολουθήσει.
Δύο τραγικοί ήρωες, δύο εχθροί. Από τη μία πλευρά, ο βασανισμένος γέροντας Πρίαμος, ο οποίος σύρεται μπροστά στον φονιά τού παιδιού του και, αγκαλιάζοντας σύμφωνα με το ομηρικό έθιμο τα γόνατά του, του θυμίζει τον πατέρα του που έχει αφήσει πίσω στην Ελλάδα και τον ικετεύει να του αποδώσει τον νεκρό τού ΄Εκτορα για την ταφή. Από την άλλη, ο αδυσώπητος με τα χέρια του ακόμη αιματοβαμμένα Αχιλλέας, που παρουσιάζει μια εντυπωσιακή μετάπτωση, καθώς αποκαλύπτει πίσω από τη σκληρότητά του το ανθρώπινό του πρόσωπο. Αντιμετωπίζει τον Πρίαμο με σεβασμό και μεγαλόκαρδη βαθιά συμπόνια, συμπόνια που θα επιτελέσει το εξιλεωτικό της έργο.
Αυτοί οι δύο άνδρες, μετά τον πόνο και τη φρίκη τής εκδίκησης που έχουν βιώσει, θα θρηνήσουν μαζί, ο καθένας για το δικό του αγαπημένο πρόσωπο. Ο κοινός θρήνος θα τους φέρει κοντά, αναγνωρίζοντας τότε ο ένας στο πρόσωπο του άλλου τον άνθρωπο τον δυστυχισμένο, και θα παρηγορηθούν για την κοινή ανθρώπινη μοίρα. Με αυτόν τον τρόπο η Ιλιάδα βρίσκει την τελείωσή της στην καλοσύνη και στην ανθρωπιά.
Στο προηγούμενο άρθρο σταματήσαμε το ομηρικό τραγούδι στο σημείο που ο Ερμής έχει οδηγήσει τον Πρίαμο μέχρι το παράπηγμα τού Αχιλλέα, του αποκαλύπτει τη θεϊκή του ταυτότητα και αποχωρεί δίνοντας στον Τρωαδίτη βασιλιά οδηγίες για να συγκινήσει τον Αχιλλέα. Ο Πρίαμος αφήνει έξω τον κήρυκα και ηνίοχό του, τον Ιδαίο, δίπλα στην άμαξα με τα πλούσια δώρα και μπαίνει μέσα στο παράπηγμα όπου βρίσκεται ο Αχιλλέας με δύο συντρόφους του.
Η συνέχεια στους στίχους που ακολουθούν.
2)Ἄτη (στο πρωτότυπο)= ταραγμένη κατάσταση της ψυχής, ένα είδος σύγχυσης, παράλογης συμπεριφοράς σταλμένης από τους θεούς για τιμωρία.
3)Ο πλούσιος μπορούσε να βοηθήσει και να προστατεύσει τον φυγάδα.
4)Το αριστουργηματικό εύρημα τού Ομήρου να αναφερθεί ο Πρίαμος με τα πρώτα του λόγια στον συνομήλικό του Πελία, τον πατέρα τού ήρωα, αγγίζει το αδύνατο σημείο τού Αχιλλέα, αυτό που τον παραδίδει σιγά σιγά στη συμπάθεια, στην κατανόηση της ψυχικής κατάστασης του ανήμπορου γέροντα, του εχθρού του, ναι, που έχει απέναντί του.
5)Επειδή στον ΄Ομηρο τα γόνατα είναι η έδρα των σωματικών δυνάμεων, η φράση Ἄρης ὑπὸ γούνατ’ ἔλυσεν του πρωτοτύπου σημαίνει ο πόλεμος ⸺ αυτή είναι η έννοια του ονόματος ΄Αρης ως προσηγορικού ⸺ αφαίρεσε τη δύναμή τους, τους φόνευσε.
6)Ο ικέτης με το αριστερό χέρι αγκάλιαζε τα γόνατα του ανθρώπου τον οποίο ικέτευε και με το δεξί άγγιζε το πηγούνι του.
7)Οι εννέα στίχοι που ακολουθούν (οι στίχοι 525-533 του πρωτοτύπου) συνιστούν το περίφημο χωρίο, στο οποίο ο Αχιλλέας, συγκινημένος από το θέαμα του γέροντα Πριάμου, «αναγγέλλει το τραγικό δίδαγμα όλου του ποιήματος», σύμφωνα με τον σπουδαίο φιλόλογο Ε. R.Dodds. O Αχιλλέας με την αλληγορία των δύο πίθων εκφράζει τη βαθιά του επίγνωση ότι ο κλήρος τού ανθρώπου είναι η λύπη και ότι η μοίρα των θνητών δεν διαφέρει, είναι κοινή για όλους. Συνειδητοποιεί ότι πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο είναι και οι δύο, και ο ίδιος και ο ανήμπορος απέναντί του γέροντας βασιλιάς, δυστυχισμένοι άνθρωποι, δαμασμένοι από την ανελέητη ειμαρμένη, και ότι ο θάνατος είναι η κοινή τραγωδία της ζωής.
8)Κατά την επικρατέστερη παράδοση, ο Πηλέας παντρεύτηκε μία θαλάσσσια θεότητα, τη Θέτιδα, μία από τις Νηρηίδες, τις κόρες τού Νηρέα. Ο γάμος τους τελέστηκε στο Πήλιο παρουσία όλων των θεών, ενώ τραγουδούσαν οι Μούσες. Κι έπειτα η Θέτιδα γέννησε τον Αχιλλέα.
9)Ο Αχιλλέας γνωρίζει την τύχη του, γιατί είχε ακούσει από τη μητέρα του τον χρησμό πως, αν παρέμενε στην Τροία, θα πέθαινε κερδίζοντας δόξα, ενώ, αν γυρνούσε στην πατρίδα του, δεν θα πέθαινε ποτέ, αλλά θα χανόταν η λαμπρή φήμη του.
10)Δηλαδή προς την Τροία, καθώς η Λέσβος κείται νότια της Τροίας.
11)Ο Μάκαρ ήταν οικιστής και βασιλιάς της Λέσβου.
12)Ανατρέχοντας με θλίψη στο παρελθόν τους ο Αχιλλέας και ο Πρίαμος ήρθαν κοντά μέσα από μια αμοιβαία συμπάθεια, όταν όμως επιστρέφουν στη σκληρή πραγματικότητα και στη αιτία τής συνάντησης, ο τόνος της ομιλίας αλλάζει. Ο Αχιλλέας θυμώνει, όχι γιατί νιώθει την πίεση του Πριάμου, αλλά με τη σκέψη ότι μπορεί να δοθεί η ερμηνεία ότι υποχώρησε στις ικεσίες και όχι ότι ενήργησε με την ελεύθερη βούλησή του. ΄Αλλωστε η αλλαγή του και το νέο φιλάνθρωπο στοιχείο των αισθημάτων του αποτυπώνονται τόσο στην εντολή προς τις δούλες να περιποιηθούν τον νεκρό, όσο και στον δικό του σεβασμό που δείχνει στη συνέχεια προς αυτόν που του αφαίρεσε κάποιες μέρες πριν με φονική μανία τη ζωή.
13)Να μη δει, δηλαδή, τα όποια ίχνη υπήρχαν ακόμη στο κακοποιημένο κορμί τού ΄Εκτορα.
14)Χαρακτηριστικό τής φύσης τού Αχιλλέα ήταν τα ξεσπάσματα θυμού που είχε, γι’ αυτό και ο πατέρας του ξεπροβοδώντας τον του είχε δώσει τη συμβουλή να συγκρατεί την περήφανη ψυχή του, να συμπεριφέρεται ήπια προς τους άλλους και να βάζει τέλος στους τσακωμούς.
15)Θα πρέπει επάνω στη στρωμνή να στρώθηκε το δεύτερο μεγάλο ύφασμα.