Η συνάντηση του Αχιλλέα με τον Πρίαμο και η πύργωση της Ιλιάδας
ΜΕΡΟΣ Β΄
Σχ. 1
Κι αμέσως έπειτα σε θρήνους ξέσπασε και τον αγαπημένο του
τον σύντροφο με τ’ όνομά του φώναξε:
« Μη μου θυμώσεις, Πάτροκλε, σαν μάθεις, στον ΄Αδη εκεί
που βρίσκεσαι, ότι τον θείο ΄Εκτορα για χάρη τού αγαπημένου του
γονιού τον ελευθέρωσα, γιατί μου ’δωσε λύτρα όχι ευτελή.
Μα πάλι εγώ μερίδιο για σένα και απ’ αυτά θα ξεχωρίσω,
όσα είναι πρεπούμενο».2
Είπε και πίσω στο παράπηγμα ο θείος Αχιλλέας γύρισε,
κάθισε στο πολυποίκιλτο ανάκλιντρο απ’ όπου είχε σηκωθεί
από τον άλλο τοίχο,3 κι είπε στον Πρίαμο τα λόγια τούτα:
«Ο γιος σου, γέροντα, να ξέρεις έχει πια ελευθερωθεί, όπως ζητούσες,
και κείτεται σε νεκρική στρωμνή· με της αυγής το χάραμα,
κι εσύ ο ίδιος θα τον δεις, καθώς θα τονε παίρνεις·
ωστόσο τώρα, το δείπνο ας σκεφτούμε, 4
αφού και η καλλίκομη Νιόβη5 θυμήθηκε το φαγητό,
μόλο που δώδεκα παιδιά μες στο παλάτι της τής είχαν φονευθεί,
έξι κορίτσια κι έξι αγόρια πάνω στης νιότης τον ανθό.
Τ’ αγόρια μεν τα σκότωσε ο Απόλλωνας με τ’ αργυρό του τόξο
με τη Νιόβη σαν οργίστηκε, τα δε κορίτσια η τοξεύτρα ΄Αρτεμη,
γιατί τον εαυτό της θεώρησε εκείνη ίση με τη Λητώ τη ροδομάγουλη·
έλεγε πως μόνο δυο παιδιά στον κόσμο έφερε (η Λητώ), ενώ πολλά
γέννησε αυτή· όμως εκείνα, αν και ήταν δύο, όλα τα εξοντώσαν.
” Ο θάνατος των Νιοβιδών”. Ερυθρόμορφος καλυκωτός κρατήρας τού ζωγράφου των Νιοβιδών (περ. 480 π. Χ.) Ο Απόλλων και η ΄Αρτεμις σκοτώνουν τα παιδιά τής Νιόβης.
Αυτά λοιπόν μέρες εννιά κείτονταν μες στο αίμα,
κι ένας δεν βρέθηκε για να τα θάψει, γιατί ο γιος τού Κρόνου
είχε σε πέτρες τον λαό μεταμορφώσει·
όμως αργότερα, τη δέκατη ημέρα, τα θάψαν οι Ουράνιοι θεοί.
Κι εκείνη τότε σκέφτηκε το φαγητό, όταν απόκαμε πια δάκρυα να χύνει.
Τώρα, θαρρώ, ανάμεσα στους βράχους στα έρημα τα όρη,
στον Σίπυλο όπου λένε πως είν’ η κατοικία των θεών νυμφών
που ζωηρό χορό γύρω απ’ τον Αχελώο6 έστησαν, εκεί,
αν κι είναι πέτρα, χωνεύει τα φαρμάκια τα σταλμένα απ’ τους θεούς.
Ο βράχος στο όρος Σίπυλος με τη μορφή της Νιόβης.
Αλλά, εμπρός λοιπόν, κι εμείς οι δύο, γέροντα λαμπρέ,
ας μεριμνούμε τώρα για το φαγητό· έπειτα πάλι, μπορείς
να κλαις για το αγαπημένο σου παιδί, όταν το φέρεις μες στο ΄Ιλιο·
άλλωστε, με πολλά δάκρυα θε να σου το θρηνήσουν».
Είπε και πάνω ο Αχιλλέας ο ταχύς πετάχτηκε,
ένα αρνί πήρε σαν το ασήμι κάτασπρο και το ’σφαξε· οι σύντροφοί του,
από την άλλη, το έγδαραν, το ετοιμάζανε ωραία όπως έπρεπε,
το τεμαχίζανε μετά και επιδέξια περάσανε σε σούβλες τα κομμάτια·
τα έψησαν προσεκτικά κι ύστερα όλα τα ’βγαλαν.
Ο Αυτομέδων, στη συνέχεια, πήρε ψωμί και μέσα σ’ όμορφα πανέρια
το μοίρασε επάνω στο τραπέζι· όμως τα κρέατα τα μοίρασε ο Αχιλλέας,
κι αυτοί στα φαγητά τα έτοιμα που ήτανε μπροστά τους τα χέρια τους
απλώναν. Και όταν πια την όρεξή τους για πιοτό και φαγητό ικανοποίησαν,
ο Δαρδανίδης7 Πρίαμος, αλήθεια, τον Αχιλλέα θαύμαζε για το παράστημα
και τη θωριά που είχε· γιατί με τους θεούς πέρα για πέρα έμοιαζε.
Όμως κι ο Αχιλλέας τον Πρίαμο τον Δαρδανίδη θαύμαζε,
βλέποντας την αρχοντική μορφή του κι ακούγοντας τα λόγια του.8
Και ύστερα, αφού απόλαυσε η καρδιά τους ο ένας να κοιτάει τον άλλον,
πρώτος ο γερο-Πρίαμος μίλησε ο θεόμορφος και είπε προς εκείνον:
«Τώρα, του Δία θρέμμα εσύ, μη χάνοντας καιρό, βάλε με να πλαγιάσω,
για να χαρούμε πια κι από τον ύπνο τον γλυκό σαν κοιμηθούμε·
γιατί τα μάτια έως τώρα δεν έκλεισαν κάτω απ’ τα βλέφαρά μου,
αφότου ο δικός μου γιος από τα χέρια σου έχασε τη ζωή του,
μα αδιάκοπα στενάζω και λύπες μέσα μου καταχωνιάζω άπειρες,
ενώ κυλιέμαι μες στης αυλής τη μάντρα στον βόρβορο επάνω.
Μα τώρα και γεύτηκα φαΐ και το λαρύγγι μου το έβρεξα με λαγαρό κρασί·
πρωτύτερα, σε βεβαιώνω, μπουκιά στο στόμα μου δεν είχα βάλει».
Είπε, κι ο Αχιλλέας τους συντρόφους και τις δούλες πρόσταξε κλίνες
να στήσουνε στην προσηλιακή στοά9 και στρώματα ωραία πορφυρά
να βάλουν και από πάνω σκεπάσματα να στρώσουνε και μαλλωτές
να απλώσουνε φλοκάτες, για να ’χουνε επάνω τους να σκεπαστούν.
Κι αυτές βγήκαν απ’ τη μεγάλη, την αίθουσα την κεντρική, δάδες
στα χέρια τους κρατώντας κι αμέσως, γρήγορα, στρώσανε δύο κλίνες.
Σ’ εκείνον, δε, πειράζοντάς τον, είπε ο γοργοπόδης Αχιλλέας:
« ΄Εξω πλάγιασε τώρα, αγαπητέ μου γέροντα, μην έρθει ξαφνικά εδώ
κανένας άρχοντας των Αχαιών, γιατί αυτοί συχνά κοντά μου έρχονται
και κάθονται και μελετούνε σχέδια, καταπώς είναι η συνήθεια.
Αν κάποιος απ’ αυτούς σ’ έβλεπε μες στη γρήγορη μαύρη νυχτιά,
αμέσως θα το έλεγε στον Αγαμέμνονα, τον ηγεμόνα των πολεμιστών,
και του νεκρού θα έπαιρνε αναβολή η λύτρωση.
Για έλα όμως, πες μου τούτο και ενημέρωσέ με επακριβώς,
πόσες ημέρες ζητάει η καρδιά σου τον θείο ΄Εκτορα για να κηδέψεις
με τις πρεπούμενες τιμές, ώστε σε τούτο το διάστημα κι εγώ να περιμένω
ο ίδιος και τον στρατό από τη μάχη μακριά να τον κρατώ».
Προς αυτόν έπειτα ο γερο-Πρίαμος απάντησε ο θεόμορφος:
« Αν, πράγματι, θες να τελέσω την ταφή τού θείου ΄Εκτορα,
εφόσον θα μου έκανες τα παρακάτω, Αχιλλέα, χάρη θα σου χρωστούσα.
Γνωρίζεις, φυσικά, πως μες στην πόλη αποκλεισμένοι είμαστε,
κι είναι τα ξύλα μακριά για να τα φέρουμε απ’ το βουνό,
κι από την άλλη, πολύ φοβούνται οι Τρώες.
Μέρες εννιά θα θέλουμε μες στο ανάκτορο να τον θρηνολογήσουμε,
τη μέρα τη δεκάτη να τον θάψουμε και να δειπνήσει ο κόσμος,10
την ενδεκάτη τύμβο επάνω του να στήσουμε και τη δωδέκατη
να πολεμήσουμε, αν βέβαια, είναι ανάγκη».
Προς αυτόν είπε πάλι ο γοργοπόδης θείος Αχιλλέας:
« Κι αυτά θε να σου γίνουν, γερο-Πρίαμε, όπως εσύ κελεύεις·
γιατί τον πόλεμο θα τον κρατήσω τόσο καιρό, όσο ζητάς».
Και σαν του είπε αυτά, έπιασε απ’ τον καρπό το χέρι το δεξί
τού γέροντα, για να μην έχει φόβο κανέναν στην καρδιά του.11
Αυτοί λοιπόν, ο κήρυκας κι ο Πρίαμος, εκεί, στο μπροστινό
της κατοικίας μέρος κοιμηθήκαν, σκέψεις έχοντας στο μυαλό τους
συνετές, ενώ ο Αχιλλέας στο βάθος τού καλοκτισμένου παραπήγματος
κοιμόταν· δίπλα του, δε, η Βρισηίδα πλάγιασε η ροδομάγουλη.
Η Ανδρομάχη θρηνεί τον ΄Εκτορα. Jacques-Louis David, 1783
Στην κορυφαία στιγμή τού έπους, ο βασιλιάς της Τροίας κοιμήθηκε στο αντίπαλο στρατόπεδο, στο παράπηγμα του μεγαλύτερου εχθρού του, ο οποίος τον αποκάλεσε «αγαπητέ μου γέροντα»! Μετά από τόσο μίσος, τόσες ψυχοφθόρες αντιθέσεις, αναδύεται ο ομηρικός κόσμος τής εξιλέωσης και της συμφιλίωσης, με άλλα λόγια τής ανθρωπιάς.
Και η αριστουργηματική Ιλιάδα τελειώνει με την επιστροφή τού Πριάμου, πάλι υπό την καθοδήγηση του Ερμή, στο τρωικό κάστρο και με τους θρήνους τής Εκάβης, της Ανδρομάχης και της Ελένης να συνοδεύουν τον νεκρό ΄Εκτορα στην πυρά.
(Στη χαρακτηριστική εικόνα ” Ο νεκρώσιμος νόστος τού ΄Εκτορα”. Trumbull John, 1785)
1)Το παρόν άρθρο αποτελεί συνέχεια του αναρτημένου στις 14 Σεπτεμβρίου (στ. 477-590) και περιέχει, όπως έχουμε προαναγγείλει, το δεύτερο μέρος (στ. 591-676), με το οποίο κλείνει το μεγάλο γεγονός της συνάντησης Αχιλλέα-Πριάμου.
΄Εχουμε αφήσει τους δύο ήρωες με συντετριμμένη καρδιά να έχουν έλθει κοντά και μέσα από τον κοινό θρήνο να συμφιλιώνονται με αμοιβαία συμπάθεια. Παρακολουθήσαμε κατόπιν τον Αχιλλέα έξω από το παράπηγμά του να δίνει εντολή να περιποιηθούν τον νεκρό τού ΄Εκτορα και στη συνέχεια τον ίδιο μαζί με δύο συντρόφους του να τον μεταφέρουν στην άμαξα του Πριάμου.
Ακολουθούν οι στίχοι 591-676.
2)Εννοείται ότι θα έκανε θυσία, στην οποία θα έκαιγε ένα μέρος των λύτρων ως προσφορά στον νεκρό Πάτροκλο.
3)Κάθονταν δηλαδή απέναντι.
4)Το δείπνο σύμφωνα με τους νόμους της φιλοξενίας θα παρατεθεί προς τιμήν του ξένου, του Πριάμου.
5)Σύμφωνα με τον μύθο, η Νιόβη ήταν θυγατέρα τού βασιλιά τής Φρυγίας Ταντάλου. Απέκτησε δώδεκα παιδιά ⸺ έξι αγόρια και έξι κορίτσια ⸺ και καυχήθηκε ότι ήταν ανώτερη από τη Λητώ, που είχε μόνο έναν γιο και μία κόρη, τον Απόλλωνα και την ΄Αρτεμη. Οι δύο θεοί, ικανοποιώντας την επιθυμία της μητέρας τους εκδικήθηκαν τη Νιόβη, φονεύοντας με τα τόξα τους όλα της τα παιδιά. Η ίδια μεταμορφώθηκε από τον Δία σε βράχο στο όρος Σίπυλος (ανατολικά της Σμύρνης), αλλά και ως πέτρα ακόμη δεν έπαψε να θρηνεί και να κλαίει νύχτα μέρα. Σήμερα, στους πρόποδες του Σιπύλου υπάρχει ένας σχηματισμός βράχου που θεωρείται ως η φιγούρα τής απολιθωμένης Νιόβης.
6)Δεν πρόκειται για τον ποταμό τής Ακαρνανίας, αλλά για έναν χείμαρρο σήμερα που ρέει από τον ορεινό όγκο τού Σιπύλου προς τη Σμύρνη.
7)Θυμίζουμε ότι ο Δάρδανος ήταν ο γενάρχης των Τρώων.
8)Το δείπνο αντιπροσωπεύει τη συνέχιση της ζωής και, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, γύρω από αυτό δημιουργείται καλύτερη διάθεση.΄Ετσι, κάθονται να φάνε μαζί οι δύο εχθροί: ο πατέρας με τον φονιά τού γιου του, και ο ήρωας με τον πατέρα τού φονιά τού αγαπημένου του συντρόφου. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θαυμάζουν ο ένας τον άλλον!
9)Αἴθουσα (εννοείται στοά) στο πρωτότυπο: είναι μετοχή τού ρήματος αἴθω (= καίω), και στην ομηρική κατοικία ήταν στοά εσωτερικά τής εισόδου, στην αυλή, ανοικτή προς τον ήλιο, εξού και το όνομα, και χρησίμευε για να κοιμούνται οι ξένοι.
10)Ο λόγος για το επικήδειο δείπνο.
11)Πιάνοντας ο Αχιλλέας τον Πρίαμο από τον καρπό, θέλησε να του εδραιώσει την πεποίθηση ότι όλα θα γίνουν όπως του υποσχέθηκε.