Στην Θήβα, έξω από τις Προιτίδες πύλες, υπάρχει και το γυμνάσιο το αποκαλούμενο του Ιολάου και στάδιο επιχωματωμένο σαν εκείνα της Ολυμπίας και της Επιδαύρου· εδώ φαίνεται και το ηρώο του Ιολάου. Και οι Θηβαίοι συμφωνούν πως ο ίδιος ο Ιόλαος και οι Αθηναίοι και οι Θεσπιείς που τον συντρόφευαν, πέθαναν στην Σαρδώ.
Στην δεξιά πλευρά του σταδίου υπάρχει ο ιππόδρομος και το μνήμα του Πινδάρου. Όταν ο Πίνδαρος ήταν νεαρός και κάποτε μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού, που πήγαινε προς τις Θεσπιές, στο καταμεσήμερο, καταβλήθηκε από τον κόπο και την υπνηλία. Όπως ήταν, λοιπόν, πλάγιασε λίγο πάνω στον δρόμο, και αφού αποκοιμήθηκε, άρχισαν να πετούν μέλισσες τριγύρω του και να πλάθουν πάνω στα χείλη του μία κηρήθρα.
Έτσι άρχισε ο Πίνδαρος να γράφει ποιήματα. Και αφού είχε ήδη δοξαστεί από ολόκληρη την Ελλάδα, δοξάστηκε ακόμα περισσότερο από την Πυθία, η οποία διεμήνυσε στους Δελφούς να προσφέρουν στον Πίνδαρο ίσο μερίδιο από τις προσφορές τις προορισμένες για τον Απόλλωνα. Λέγεται δε πως γέρος πλέον είδε σε όνειρο να του εμφανίζεται η Περσεφόνη και να του λέει πως εκείνη ήταν η μόνη θεά που δεν εξύμνησε, όμως θα έγραφε και για αυτήν άσμα ο Πίνδαρος, όταν θα πήγαινε κοντά της.
Πριν περάσουν δέκα μέρες από το όνειρο, γρήγορα τον βρήκε το μοιραίο. Και υπήρχε μία γερόντισσα στην Θήβα, συγγένισσα του Πινδάρου, η οποία είχε μάθει να τραγουδάει πολλά από τα ποιήματά του. Σε όνειρο αυτής της γερόντισσας εμφανίστηκε ο Πίνδαρος και έψαλε ύμνο για την Περσεφόνη. Εκείνη, μόλις την άφησε ο ύπνος, ευθύς έγραψε όλα όσα άκουσε να ψάλλονται στο όνειρο. Σε αυτό το ποίημα, πλάι στα άλλα ονόματά του, ο Άδης αποκαλείται και «χρυσήνιος», φανερά σχετιζόμενος με την αρπαγή της Κόρης.