I.
Μέσες νύχτες. Κέλης μαῦρος στοῦ Ἀχέροντα
χρεμετίζει τὶς δροσερὲς ὄχθες ὁ καιρός,
λαβύρινθος χωρὶς νῆμα καὶ Ἀριάδνη ἀδειανὴ
ἀπὸ στεφάνια εὔκορμα θαλερῶν ἀνθέων.
Ἄκοπο τὸ μῆλο στὴν ἄκρη ἄκρη τοῦ κλαδιοῦ,
ὥριμο καὶ μονάχο, μὲ γλύκα ἀδιέξοδη, σὰν ποὺ
τὸ πρόσεξαν οἱ ἄνθρωποι- εἶν΄ἀλήθεια- μὰ
δὲν τό ΄φτασαν.
Κι ἄς τὸν σεριάνισε τὸν Τιθωνὸ
Ἀπρίλη μήνα ἡ Αὐγὴ στὶς ἐσχατιὲς τῆς γῆς.
Ἐκεῖνος πάντα ἐφήμερος κι ἐν τέλει γερασμένος.
Λοιπόν, Τιθωνὸς ὁ καιρός, ἀεὶ γηράσκων καὶ
παρ΄ὀλίγον…διδασκόμενος.
II.
Ὅμως, κάθε ποὺ σκορπίζει τὰ ἐρέβη ὅλα
πιφαύσκουσα ἡ αὐγή, ἀπαρχῆς
ξαναγράφεται ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου.
Ἀπρίλιος κατερχόμενος ἐξ οὐρανοῦ τὸ φιλί της
ντυμένο χλαμύδα ἰάσμων ἀναθιγγάνει
κεῖνα τὰ ναρκισσάκια τοῦ ἀγροῦ, ἔτσι ποὺ
ἱμερόφωνη νὰ τρίζει ἡ εὐωδιὰ στοῦ Ἐπιταφίου
τὶς ξυλοδεσιές.
Ἀνεπιτήδευτο τὸ Ξύλο τοῦ Ἅδη τὰ ὕδατα ἀναδεύει.
Κύματι κύματι ὁ θάνατος μαραίνεται.
III.
Ἀπρίλιος ὁ δωρεάν. Πανταχοῦ παρὼν μὰ
μήνας εὐπαθὴς καὶ ἀνυπεράσπιστος, παρὰ
τὶς ἀπαστράπτουσες χειρονομίες τῆς γλώσσας,
κάθε φορὰ ποὺ στὴν αὐγὴ τραβάει ἐλπίδια
φωτογραφία ἀπ΄τὰ ξεχαρβαλωμένα της παράθυρα.
Ἑστία ἀνέστια ἡ γλώσσα, σὰν σπίτι σὲ ἐπιστροφή,
σὰν πολυταξιδεμένος ἄντρας ποὺ γυρεύει τὸν βυθό του.