Ι
Σκούντημα. Σκούντημα θέλω νὰ πάρω μπρὸς
ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ ἀσήμαντου
νὰ κατεβῶ μαζί σου στ΄ἀκρογιάλι
ποὺ νὰ φορῶ τὸ ἄδηλο σὰν ἄδετο σανδάλι
ἀπ΄τὴν ἀρχὴ τὸν μῦθο παραμυθία
κόμπο τὸν κόμπο δένοντας
γιὰ κεῖνα ποὺ θαμίζουν
ἀθόρυβα
εὐτυχῶς
τὸ ἕνα μέσα στ΄ἄλλο.
Λοιπόν,
ἀσήμαντο ἀνάμεσα καὶ φαντασίας καλπασμὸ
γεννιέται πάντα ἡ Ποίηση
ἐλαιοπράσινη τῆς ὥρας προσευχὴ
ἴδια ἡ θάλασσα μὲ ἕνα ξέφωτο βαθὺ
μνημονικὸ
ὰπὸ τὰ μέλλει ὅσα νὰ συμβοῦν καὶ ἤδη ἁρμοσμένα
μὲς στὴ σιωπὴ
τῶν ἐρειπίων κοχυλιῶν
Μάζα μαγνητικὴ
ἡ σκέψη
ἐξαπολύει δάκρυα
μὲ ἀνεμιστὰ φωνήεντα: ιιιιι…εεεεε…ααααα…
ἀπὸ τοῦ κρότου τὴν ἀνάποδη νὰ κουρταλοῦν
μὲ κρινανθὸ κρουστὸ pancratium maritimum
τὴν πύλη τοῦ ἀνέκφραστου
Ἄ ναί, ἐσὺ στὸ χέρι τὸ φορᾶς
Λέω γιὰ κεῖνο τὸ κρινάκι
ποὺ μυστικὸ τὸ κράτησες μὰ
τὸ περπάτησες
στὰ κύματα
μετὰ τὸ παρὰ θῖν΄ἁλὸς
τοῦ ἀσήμαντου ἄσυλη πνοὴ
ἀλήθεια
βομβύκια κλίνη τοῦ ἀπροσμέτρητου
πές το κατάφαση ἀνεπίδεκτη φθορᾶς
φούγκα περιπατητικὴ τῶν ἀστεριῶν
Κοκκῶδες καὶ μισχῶδες καὶ ἀνθῶδες
πιάσε το ἀπὸ τὸ πιὸ ἀχνὸ φτερὸ
καὶ φέρε το
μὲ τὴν ἁρμύρα ὅλη
νὰ τοῦ τραβήξω μυρωδιὰ
ἐπιπολάζον μυστικὸ
μαφόρι τοῦ ἀσήμαντου ἑπτασφράγιστο
στὴν κεφαλὴ Μητέρας
Ἐκεῖ
σὲ συναντῶ κάθε πρωὶ τὴν πρώτη ὥρα
μετὰ θάνατον.
II
Ποὺ λές, ἐγὼ ποὺ θὰ ἤθελα νὰ εἶμαι
μὲ κρίνο ἐπίθυρο κρούω χρόνια τώρα
τὸν Νέο Χρόνο
μὰ δὲ νογάει κανεὶς
νὰ περισώσει τὴν ἀνθρωπότητα
τόση ἐμφιαλωμένη φύση
γεμίσανε τὰ πηγάδια μας καὶ ξερνᾶνε
βατράχια νομοθετήματα
κοὰξ εὐζωίας
ἐκείνη μὲ τὴ σκόνη σαντιγὺ
καὶ τὴ λερὴ δίψα ὥς τὶς ἄκρες πτέρνες
ἀπὸ κέρινες κοῦκλες
κάτι θὰ ἤξερε ὁ Ρίλκε
ὡστόσο,
ξέφραγο ἀμπέλι ὁ Ἀφαλὸς τῆς Γῆς
τρυγήσανε μέχρι καὶ τὶς πιὸ ἀπίθανες ὑποψίες
μόσχου
καὶ ὁ καιρὸς ἕνα χαμίνι ποὺ τοῦ βγάζουνε καὶ βγάζει
τὴ γλώσσα
ἄς γελάσουμε ὅσο ἀντέχουμε ἀκόμα, κυρίες καὶ κύριοι
καὶ καλά μου παιδιά,
ποὺ γιὰ σᾶς αὐγατίζουμε τὶς συνάψεις μας
ἔγκυρες πάντα καὶ ἀθῶες
-πρὸ παντὸς ἀθῶες-
Κενὸ
ποὺ θὰ μᾶς καταπιεῖ
τὶς οἶδεν πόσες φορὲς
ὥς νὰ μᾶς ξεσκονίσει
ἀπὸ μιὰ λειψὴ ἀνάγνωση ἀθανασίας
Προσοχή!
Δὲν ἐπιτρέπεται τίποτε λειψό.
Κομμένη ἡ ἀνάγνωση. Καὶ ἡ γραφὴ ἐπίσης.
Φέρτε μόνον τοὺς μόδιστρους τῶν γλαφυρῶν ἀπομιμήσεων
αὐτοὶ ἀρκοῦν
γιὰ λίγη ἀκόμα προσαρμοστικότητα στὸ τίποτε
μὲ ἐπινοημένα συνολάκια τοῦ ὁτιδήποτε
ρευστὰ ὀνειρικὰ ἀερόστατα
λιμοκτονοῦν τὰ αἰσθήματα
ἄς βάλουμε λίγη τόλμη
ναί, ἀλλὰ ποῦ;
Τόση καὶ τόση ἡ νύχτα
καταπίνει ἄγουρες τὶς λέξεις
προτοῦ ὡριμάσουν καὶ…
πέφτουν.
Ἄστρο κανένα.
ΙΙΙ
Τὸ ξέρω κι ἐγὼ
δὲν θὰ μοῦ τὸ συγχωρέσει ὁ χρόνος
ποὺ τοῦ τραβῶ χαλάκι κάτω ἀπ΄τὸ πονηρόν του
ἀλλὰ
ἡ ἀλήθεια μιλάει μουσικὴ
κι ἀπ΄τὰ θρύψαλα τοῦ καθρέφτη
βλέπω τὸν ταξιδεύει τὸν πόντο
μεγεθυμένη ἀκρόπρωρη Ἴσιδα Πελαγία
μέχρι τὰ ἔναστρα ἀγροκτήματα κυανὴ
σὲ ἀφρούρητη συνέχεια ἡ ὕπαρξη
Ἀφοῦ ἕνα ἀπίθανο ἐπίθυρο ἀντέχει ἀκόμα
κάθε πρωὶ τὴν ἴδια ὥρα
νὰ δίνει σῆμα -ἄς ποῦμε ἀσήμαντο-
καλπάζοντας ἤδη ἀπὸ τὴν ἄμμο θάλασσα
ἕνα κρινάκι νὰ ἀνοίγει φύλλο μουσικῆς
πάνω στὰ κύματα
Λέω, δὲν μπορεῖ
ἐτούτη ἡ τραγωδία θὰ ἀφανιστεῖ
μέσα στὴν κωμωδία της
καὶ τὸ ἀντίστροφο
εἶναι χρόνοι πολλοὶ ποὺ συντελεῖται αὐτὸ
στὴν πιὸ μικρὴ ἀμυχὴ τοῦ ἀνέλπιστου
ἐκεῖ ποὺ τρέφεται ἡ ἑνότητα σὰν ἀνοιχτὴ πληγὴ
καὶ ἀνοιχτὸ παράθυρο
σὰν κονιορτὸς ποὺ ἀλέθει ἀπ΄τὴν ἀρχὴ τὸν κόσμο
θάνατος ποὺ θὰ ἐννοηθεῖ
κίνηση ποὺ θά ΄βρει τὸν ρυθμό της
Γλώσσα
ἀκριβὴς σὰν ξυράφι, φάσγανον ὀξὺ
κάλλος νηφάλιο ἤ πατριδογνωσία σὲ ἀνάληψη ψαμμίτη
μιὰ ἀνάσα ἐντέλει
ἀπὸ τὸ ἕνα δάκρυ στὸ ἄλλο
θὰ διαυγάσει τὸ ποίημα
ἐκεῖνο τὸ ἐπίθυρο ποὺ ἐνδεχομένως θὰ γίνουμε
χεράκι κρίνο στὶς αὐλὲς τῶν ἐρειπίων
Σε ἀκούω
νὰ ἀναπνέεις ἀνοιχτὰ πάνω ἀπ΄τὸν γιαλὸ
κρούοντας
pancratium maritimum στὴ θύρα τῶν Ὡρῶν
Συντονισμένος σὲ βουβὴ εὐφωνία
ὁ Ἄδυτος.