You are currently viewing Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Αλέκος Ζούκας, Το κρώξιμο του γκιώνη, Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 2023

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Αλέκος Ζούκας, Το κρώξιμο του γκιώνη, Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 2023

«Βουνέ, που ’ν’ το κλαρίνο σου;»

 

Η κατ’ εμέ τέλεια συνταγή της αποτυχίας. Μια αφήγηση που αντί να στρώνει από την αρχή το υλικό και να εισάγει ομαλά τα πρόσωπα και τα θέματα, μοχλεύει συνεχώς καινούρια πράγματα – θέματα και  πρόσωπα και ύστερα άλλα θέματα και άλλα πρόσωπα. Ύφος αναλυτικό που φορές φορές φλερτάρει με την περιττολογία ή ακόμη και με τη φλυαρία. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα κουβάρι από ξέφτια ιστορίας διασκορπισμένα ανάμεσα σε έναν ωκεανό στοχασμών και σχολίων. Πόσο υποκριτική σεμνότητα μπορεί να κρύβεται πίσω από την πανταχού παρουσία ενός κυρίαρχου αφηγητή;

Στις είκοσι σελίδες είθισται η δική μου πρώτη ανταπόκριση σε ό,τι διαβάζω, αν δηλαδή μου μιλά και με συγκινεί ή αν με αφήνει αδιάφορο και με κουράζει. Στη δεύτερη περίπτωση δίνω έναν αέρα άλλες είκοσι, τριάντα, σαράντα το πολύ. Ή θα συνεχίσω αγκομαχώντας ή το πιθανότερο θα το παρατήσω. Ω ναι, δεν έχω ούτε χρόνο ούτε υπομονή ούτε αντοχές για κάτι παραπάνω. Στο κάτω κάτω κριτικός δεν είμαι, ενδεχομένως, και δεν ντρέπομαι να το πω, ούτε καν επαρκής αναγνώστης. Ουδεμία λοιπόν αξίωση ορθότητας ως προς τον τρόπο ανάγνωσης και ουδεμία αξίωση αντικειμενικότητας ως προς την κριτική. Εκατό φορές το ’χω γράψει, την προσωπική μου σχέση με τα βιβλία που διαβάζω απεικονίζω σε τούτα τα γραφτά.

Αλλά τα πιο ωραία, τα πιο ενδιαφέροντα ανάμεσά τους είναι τα ανυπάκουα γραφτά που με ξαφνιάζουν, όσα δηλαδή περιλούζουν με παγωμένο νερό τις πιο νυσταλέες αναγνώσεις μου, όσα ανθίστανται στις βιαστικές μου κρίσεις και όσα δεν βολεύονται στα ετοιματζίδικα κουτάκια μου. Εδώ ακριβώς η αναθεώρηση, το τέντωμα, η καλλιέργεια των αισθητικών κριτηρίων, η άρση της αναγνωστικής αποτελμάτωσης και το ανασήκωμα από την αναγνωστική συνήθεια – ένα βιωματικό μάθημα ανάγνωσης: ότι ένα πολύ καλό βιβλίο μπορεί να γραφεί με άλλη γλώσσα, με άλλη τεχνική και με άλλο θέμα απ’ ό,τι προβλέπει ο ορίζοντας των λογοτεχνικών προσδοκιών μου. Χρωστάω πολλά και ως αναγνώστης και ως γραφιάς σε τούτα τα βιβλία – τι δημιουργικές γραφές και πράσινα άλογα…

Αγνοώ από πού ακριβώς και πώς ακριβώς έγινε η αλλαγή στην περίπτωση του Ζούκα. Ανατρέχω στις υπογραμμίσεις που ’χω κάνει στο βιβλίο, τίποτα στην εισαγωγή, η πρώτη εκεί που αναφέρεται η γιαγιά Ουρανία, πάντα θα έλκουν το συναίσθημα οι μαυροφορεμένες μορφές της προσωπικής μυθολογίας, όλη βεβαίως η επιγραφή για τους νεκρούς της Νιάλας υπογραμμισμένη, αλλά αυτή είναι η δική μου εμμονή με το θέμα του Εμφυλίου, απ’ την εικοστή τέταρτη σελίδα και μετά το έλα να δεις, υπογράμμιση κόντρα υπογράμμιση και ακόμη παραπάνω, αυτοκόλλητα παρακαλώ με παραπομπές – πιστεύω ότι κάποτε θα γίνει αντιληπτό, το βιβλίο του Ζούκα, πέραν της αισθητικής απόλαυσης ή ακριβέστερα διά της αισθητικής απόλαυσης εξελίσσεται σε μια θεωρητική σπουδή στην έννοια του πολιτισμικού τραύματος και των σχέσεων μεταξύ ιστορίας-λογοτεχνίας, που με ενδιαφέρουν και από επιστημονική άποψη.

Αλλά επιστρέφω στην αισθητική απόλαυση για να επισημάνω το οξύμωρο. Ό,τι στην αρχή ονόμασα σαν την κατ’ εμέ τέλεια συνταγή της αποτυχίας εξελίσσεται σελίδα τη σελίδα σε απόλυτο μυστικό της επιτυχίας αυτού του βιβλίου, η απόδειξη της ωριμότητας, το ότι καταφέρνει δηλαδή και συνταιριάζει διαφορετικούς τρόπους, διαφορετικές ιστορίες, διαφορετικές γραφές, διαφορετικά ύφη, διαφορετικά είδη σε ένα ενιαίο και αρμονικό όλο. Γιατί το  βιβλίο του Ζούκα είναι πολλά βιβλία μαζί (πεζογραφία, οδοιπορικό, ημερολόγιο, δοκίμιο), η τεχνική του Ζούκα είναι πολλές γραφές μαζί (παραδοσιακή, μοντέρνα, μεταμοντέρνα, ρεαλιστική, ποιητική, ψυχογραφική) και το θέμα του Ζούκα είναι πολλά θέματα μαζί (Εμφύλιος, η αγωνία της μοναξιάς, η αναζήτηση νοήματος ζωής, η ιδεολογική και συναισθηματική ερημιά του παρόντος, η σχέση με το παρελθόν, το χρέος απέναντι σε αυτούς που φεύγουν).

Είναι επίσης μια αφήγηση που συνοδεύεται από τον αναστοχασμό για τα όρια της αφήγησης, που συνοδεύεται από τον αναστοχασμό για τα όρια της αλήθειας, που συνοδεύεται από τον αναστοχασμό για την έννοια της ταυτότητας του υποκειμένου – αλλά χωρίς τις δύο, συνήθεις μεταμοντέρνες αβαρίες μια τέτοιας γραφής:

Αφενός το δοκιμιακό, το στοχαστικό, το ημερολογιακό, το ταξιδιωτικό, το αυτοσχολιαστικό και γενικότερα το έξω από την κυρίως δράση υλικό χωνεύεται οργανικά στο πνεύμα της γραφής και δεν αποβαίνει σε βάρος της κύριας αφήγησης (η αναζήτηση του υιοθετημένου γιου του Αμερικάνου), που παρότι θραυσματική καταφέρνει να κρατήσει από την αρχή μέχρι το τέλος τα αφηγηματικά μπόσικα, χωρίς να χάνει τον μίτο, τη ροή και την εξέλιξη, εν ολίγοις την πλοκή.

Αφετέρου δεν αποπνέει τον μεταμοντέρνο κυνισμό της άρνησης, της σχετικοποίησης, της αμφισβήτησης των πάντων, δεν επιδίδεται σε ένα ακατάσχετο μουρμουρητό και δεν είναι μια ψυχρή διανοητική κατασκευή, αλλά έχει συναίσθημα, έχει ένταση, έχει οδύνη και πριν απ’ όλα έχει ένα υποκείμενο, έχει ένα αντικείμενο, έχει μια περιρρέουσα πραγματικότητα, που αφηγηματοποιώντας τα επιδιώκει όχι την απομυθοποίηση αλλά την βαθύτερη κατανόηση και την εκ νέου μυθοποίησή τους.

Εκεί στα Άγραφα και για τα Άγραφα, για τη Θυμιούλα, την Ουρανία, τον Αμερικάνο, το βαφτιστήρι, τη Λαμπρινή με το παιδί της, τον ίδιο του τον εαυτό, την Αθήνα, την αριστερά, την άλλη πιο αριστερά μέσα στην αριστερά, ο Ζούκας αξιοποιώντας την μεταμοντέρνα τεχνική συστήνει τον δικό του μετα-ρεαλισμό, τον έμφορτο αφηγήσεων, εγκιβωτισμών, τραυμάτων, διακειμενικών συνομιλιών, οδύνης αλλά και ποίησης στη βάση της οντολογικής παραδοχής ότι τα Άγραφα θα βγάζουν πάντα τη γλώσσα σε όσους θαρρούν πως υπάρχουν μόνο σαν γραφτά.

Δεν ξέρω αν έχει γίνει συνειδητά, αλλά υπάρχει κι ένα δεύτερο βγάλσιμο της γλώσσας. Γράφοντας για τον Εμφύλιο, ο Ζούκας γυρνά την πλάτη σε όσους έχουν εδώ και δεκαετίες έτοιμη την πιπίλα «ξανά για τον Εμφύλιο;». Το αυτονόητο εδώ βεβαίως, ότι το τραύμα δεν κλείνει με κριτικές υποδείξεις ούτε με τεντωμένα κριτικά δάχτυλα. Θα ψαύεται λογοτεχνικά όσο υπάρχει υπόλοιπο οδύνης. Τρεις γενιές ανθρώπων οι ήρωες του Ζούκα, από τον Εμφύλιο ως τις αρχές του 20ου, κουβαλούν ανοιχτές τις πληγές, συνομιλούν διαρκώς με τα φαντάσματα και ανακυκλώνουν όχι γιατί το επιθυμούν αλλά γιατί τους έλαχε την ίδια συντριβή.

Σκέφτομαι ότι κοντά στην αισθητική απόλαυση και στη διανοητική συγκίνηση, η καλή λογοτεχνία αντίκειται σε συνταγές και δεν δίνει δεκάρα σε υποδείξεις, είναι μια αισθητική και διανοητική έγερση πέραν του ορίζοντα των προσδοκιών προς χάριν της διεύρυνσης και της εμβάθυνσης αυτού του ορίζοντα και αυτών των προσδοκιών. Κι είναι χαρά θεού, όταν το βλέπεις μπροστά σου να συμβαίνει: Το κρώξιμο του γκιώνη, Αλέξανδρος Ζούκας

 

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, πεζογράφος

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.