Πολλές οδοί
Εβδομηντάχρονος ο αφηγητής, όταν πια η αγωνία του θανάτου δε διασκεδάζεται με άλλα τινά – καθρεφτάκια, μπιχλιμπίδια και τσατσάρες. Στρέφεται εξ ανάγκης στο παρελθόν, το μελετά και το ανασκαλεύει. Κάτι ανοιχτούς λογαριασμούς μνήμης έχει να κλείσει και τα κομμένα νήματα από την αρχή να πιάσει. Στην αφήγηση πάντα η ελπίδα, έστω και φρούδα, για να μπει μια τάξη στο χάος και να δοθεί ένας ειρμός στη σύγχυση. Τη μια οι φωτογραφίες που ανασύρει, την άλλη οι επισκέψεις σε χαλάσματα, διαμερίσματα και παλιές κατοικίες και την τρίτη ένα σύνολο επιστολών που απηύθυνε ο πατέρας του όσο ήταν πολιτικός εξόριστος στην Ικαρία και ύστερα για ενάμιση χρόνο φαντάρος στον κυβερνητικό στρατό προς τη μητέρα του. Από τα υλικά απομεινάρια του οικογενειακού παρελθόντος στην ατομική και συλλογική μνήμη και από τη μνήμη στην οργάνωση της αφήγησης.
Δύο τα επίπεδα της αφήγησης, σε συμπαράθεση, σε αντιπαράθεση και σε γόνιμο διάλογο: το καθαυτό υλικό με τις φωτογραφίες, τις επιστολές, ακόμη και με τα αρχεία ή με τη βιβλιογραφία που παρατίθενται στο τέλος, καθένα από τα οποία συνιστά μια μικροϊστορία, μια ψηφίδα της μεγάλης αφήγησης με τα δικά του νοήματα και τις δικές του αλήθειες, και ένα δεύτερο μετα-αφηγηματικό επίπεδο, με τις κρίσεις, τις ημερολογιακές καταγραφές και τις απόπειρες γραφής του αφηγητή, που σχολιάζουν, ερμηνεύουν και προσπαθούν μάταια να συστηματοποιήσουν όλο το προηγούμενο υλικό.
Κάπως έτσι πορεύεται η πλοκή, με θραύσματα αφήγησης και σπαράγματα προσωπικής και δάνειας μνήμης και με διάφορες αφηγηματικές κλωστές να ξεπροβάλλουν αποδώ και αποκεί, μετακινώντας συνεχώς το θέμα από τον παππού στη γιαγιά, από τη γιαγιά στη μητέρα και από τη μητέρα εντέλει στον πατέρα. Πίσω από τα πρόσωπα αυτά ή μάλλον διά των προσώπων αυτών ξεπροβάλλει το επίδικο της γνώσης και της αλήθειας μαζί με την ανάγκη κατανόησης του παρελθόντος και συμφιλίωσης με τα τραύματά του.
Αλλά η αφήγηση, όπως άλλωστε η μνήμη, όπως άλλωστε η ιστορία υπόκειται σε μικρότερες ή μεγαλύτερες υποκειμενικότητες, όντας περισσότερο ή λιγότερο επιλεκτική στην αφήγησή της. Ποια ιστορία του παρελθόντος να εξιστορηθεί όταν απουσιάζουν οι θείοι και οι θείες από την πλευρά της μητέρας ή όταν από όλα τα πρωτοξαδέλφια αναφέρεται μία και μόνη ξαδέλφη; Πόσο αντικειμενική είναι η εικόνα που σχηματίζεται όταν στα χέρια του αφηγητή πέφτει αυτή και όχι η άλλη φωτογραφία του παππού; Πόσο ολοκληρωμένη είναι η γνώση που αποκτάται όταν ο αφηγητής αποκαλύπτει μόνο τις επιστολές του πατέρα κι όχι της μητέρας; Πόσο επαρκείς είναι αυτές οι έτσι κι αλλιώς λογοκριμένες επιστολές, για να ομολογήσουν την αλήθεια του συντάκτη τους; Πόσο ικανός είναι ο μελετητής τους να καταλάβει το δυναμικό πλέγμα της συναισθηματικής σχέσης αποστολέα-παραλήπτη και της οικογενειακής, κοινωνικής-πολιτικής στιγμής κάτω από το οποίο νοηματοδοτούνται οι λέξεις που χρησιμοποιεί;
Προϊούσης της έρευνας οι απορίες του αφηγητή αντί να μειώνονται διαρκώς πληθαίνουν και τα ερωτήματά του αντί να ξεκαθαρίζουν διαρκώς αυξάνονται. Και έτσι κάθε φορά που νομίζει ότι πατάει σε στέρεο έδαφος, την αμέσως επόμενη στιγμή βρίσκει τον εαυτό του να βουλιάζει σε μια κινούμενη άμμο από νέες αβεβαιότητες.
«Τι κάνεις τώρα;» αναρωτιέται σχολιάζοντας όσα κατάφερε να γράψει. «Επινοείς; Συνοψίζεις; Σουμάρεις; Είναι αστείο να νομίζεις ότι μπορείς να τα συμπεριλάβεις όλα σε μερικές παραγράφους, να τα συμπτύξεις σε πέντ’ έξι αράδες. Πόση νοσταλγία υπάρχει σε αυτό; Τα πισωγυρίσματά σας, η νοσταλγία σας είναι όπως ένας μικρός καρκίνος. Ένα βουνό απορίες και ερωτήματα, που δεν θέσατε τη στιγμή που έπρεπε, δεν λύθηκαν στον καιρό τους. Η νοσταλγία σας είναι το προϊόν μιας πλήρωσης αλλά και μιας ένδειας. Δεν την ενδιαφέρουν οι καλές προθέσεις σας, δεν απαιτεί και δεν εκβιάζει την κατανόηση, είναι όπως μια λίμνη ακύμαντη και ζεστή, που όμως ρίχνεται πάνω σου κατακλυσμιαία. Σε πνίγει με έναν καταιγισμό λέξεων που ποτέ δεν άρθρωσες, δεν υπάρχουν σε κάποιο γνωστό λεξικό.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να νοσταλγήσει κανείς, και από αυτούς κανένας δεν θα σας ωφελήσει» (σελ. 332).
Όπου και ο πυρήνας, ο ιδρυτικός λόγος τούτης της γραφής: το μυθιστόρημα της Φάντη είναι πρωτίστως ένας αφηγηματικός στοχασμός για τη γραφή, μια αφήγηση πάνω στην αφήγηση για τις πονηρίες, τις ανεπάρκειες, τις υποκειμενικότητες της αφήγησης και μια συνακόλουθη πικρή έκφραση αμφιβολίας για τη δυνατότητα της αλήθειας. Στην κατεύθυνση άλλωστε αυτή συντείνει και η χρήση του δεύτερου προσώπου στο μετααφηγηματικό επίπεδο, που πρωτίστως λειτουργεί σαν μια διαρκής υπενθύμιση από την πλευρά του αφηγητή προς τον ήρωά του ότι άλλος κινεί τα νήματα της σκέψης, της δράσης και της ύπαρξής του.
Αλλά έστω κι έτσι, εννοώ με τη διαρκή έκφραση αμφιβολίας, απομένουν εκείνα τα θραύσματα αφήγησης και εκείνα τα ίχνη αλήθειας που χωρίς ποτέ να ικανοποιούν το αίτημα της αντικειμενικής γνώσης, δημιουργούν μια κάποια αντίληψη για το τι συνέβη: δεν είναι μόνο που παρ’ όλες τις περιπλοκές και τους ενδοιασμούς σχηματίζεται τελικά μια εντύπωση για την πορεία αυτών των ανθρώπων, είναι επίσης που μέσα από τη μικροϊστορία τους σχηματίζεται τελικά μια εντύπωση για το μεγάλο ιστορικό κάδρο: το Παγκράτι γίνεται η ιστορική αρένα του 20ου αιώνα, το σπίτι γίνεται σκηνή θεάτρου και το δράμα της οικογένειας πυκνώνει το δράμα ενός ολόκληρου λαού.
Το βιβλίο της Φάντη λέει πολύ περισσότερα από την εξιστόρηση αυτού του δράματος. Εντός του χωνεύονται πολυκειμενικά και πολυφωνικά η αγωνία του θανάτου και η λαχτάρα της ζωής, η αλήθεια και η αμφισβήτησή της, η γνώση και η ανεπάρκειά της, η λογοτεχνία και τα όριά της, η ιστορία και οι υποκειμενικότητές της υπό το κλίμα του μεταμοντέρνου σχετικισμού όσον αφορά τη δυνατότητα ικανοποιητικής απάντησης. Αλλά το ίδιο το μυθιστόρημα, ως πράξη γραφής και ανάγνωσης συνιστά με τα ίχνη αλήθειας, μνήμης, ιστορίας και ζωής που αισθητικώ, το τονίζω αυτό, τω τρόπω κομίζει, ένα παραπέρα βήμα από αυτόν τον σχετικισμό. Φρονώ ότι δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερα.