Της ποιήσεως η τυτώ
Ξανά το εγώ – η ανάγκη κι η αναζήτησή του. Διαβάζω «εμείς οι άλλοι εσύ / εσύ οι άλλοι εμείς / οι άλλοι εσύ αλλά εγώ πού» (σ. 39). Τι κι αν πέρασε ενάμισης αιώνας από το «Εγώ είναι ο άλλος» του Ρεμπώ, η νεωτερική και κυρίως η μετανεωτερική διαμόρφωση της προσωπικής ταυτότητας θα μας απομακρύνει ολοένα και περισσότερο από την ανυποψίαστη ασφάλεια της παραδοσιακής κοινότητας, η δε πορεία της πρόσφατης και σύγχρονης λογοτεχνίας θα θέτει άλλοτε με αγωνιώδη και άλλοτε με ειρωνική διάθεση τον σχετικό προβληματισμό στο επίκεντρο.
Στην προκειμένη η κίνηση ξεκινά απ’ την αγωνία και παρακάμπτοντας την ευκολία της ειρωνείας, εξελίσσεται σε απόγνωση με ορισμένες δόσεις αυτοσαρκασμού. Ο κόσμος της Βεληβασάκη είναι περίκλειστος, χωρίς οδούς διαφυγής, πρωτίστως στις εσωτερικές του διαστάσεις και στον εξωτερικό του χώρο, «νύχτα έξω και μέσα νύχτα» διαβάζουμε στη σελίδα 83 με τη μέσα νύχτα να πηχτώνει από νωρίς το σκοτάδι υπό τη σκιά «των σφαγμένων δέντρων» της αυλής και τον κουρνιαχτό «μιας καταρρέουσας στερεοσκοπικής πραγματικότητας».
Η μνήμη της παιδικότητας και η παιδικότητα της μνήμης, ένας παγωμένος χρόνος εντός του οποίου ασφυκτιά το ποιητικό υποκείμενο αλλά δεν παύει να πορεύεται καταβυθιζόμενο ψυχαναλυτικά στα πιο οδυνηρά ένδον: κάτι μνήμες φαντάσματα που περιφέρονται με λευκά σάβανα, «ένας κατακίτρινος στην αξεδίψαστή του έρημο πατέρας», οικογενειακά κειμήλια, κουρτίνες που ανεμίζουν μπροστά σε ανοιχτά παράθυρα, «μια μητέρα σταθερά προσανατολισμένη στην απόσταση» σαν «εύθραυστη πορσελάνη».
Για άλλη μια φορά ο οικογενειακός χώρος εκπίπτει από την παραδοσιακή κατάσταση ασφάλειας σε αρένα σιωπηλών, ανεπαίσθητων και διαρκών εγκλημάτων. Ο εαυτός που εναγωνίως αναζητείται εκεί εμφανίζεται κατατεμαχισμένος, τα μέλη του είναι κρεμασμένα απ’ το ταβάνι του σαλονιού συνεχίζοντας ακόμη να στάζουν αίμα. Το ποιητικό υποκείμενο εισερχόμενο όρθιο στο ποιητικό σύμπαν καταλήγει κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι του παιδικού δωματίου, σαν μικρό παιδί τρομαγμένο από τον νυχτερινό εφιάλτη – «με εγκιβωτισμούς» το ακούμε ευθύς εξαρχής να ομολογεί ότι μεγάλωσε. Τα χελιδόνια, τα χρυσόψαρα, τα ελάφια, οι τελχίνες, τα Cephalotus, οι ακρομέλανες, οι υσγίνοι, το πουλί Τυτώ, το γαρδέλι, κοινώς η καρδερίνα, o Struthio Camelus, άλλως ο στρουθοκάμηλος, είναι οι επινοήσεις της παιδικής φαντασίας, η παρέα, η συντροφιά και η διαφυγή μπροστά στην απειλή των προϊστορικών τεράτων, που σέρνουν τις ουρές τους στη σκόνη της οικογενειακής εστίας.
Μετά τα «Όντα και μη όντα» του Αργύρη Χιόνη, ο ποιητικός λόγος φαίνεται να συνομιλεί με τη «Μεταμόρφωση» του Φράνς Κάφκα. Στο ποίημα «Η Μαρία και άλλα έντομα», η Μαρία «με το μηχανοποιούμενο και αποξηλωμένο σώμα της» που έβγαζε «λέξεις ελικτές και άλλα έντομα», ενώ η μάνα της «σκότωνε τις μύγες με μια καρφίτσα μες στο καταμεσήμερο», η Μαρία «αιδοίο ανίδιο κατειλημμένο και ακατάληπτο παρά τα όχι της», θα γίνει εντέλει το «άγιο λεπιδόπτερο», ώστε να μπορεί στο εξής να λέει «Εγώ η Μαρία».
Αλλά πόσοι θάνατοι, πόσοι πνιγμοί, πόσοι βιασμοί, πόσες κραυγές, πόσες σιωπές μεσολαβούν ως τούτη την ανύψωση, αν και όποτε έρθει και για όσες λίγες Μαρίες έρθει; Πέραν όλων των άλλων, η συλλογή παράγει έναν έμμεσο και διαρκώς επανερχόμενο με τις εφτά συνέχειες του ποιήματος «Ωριγγέα η Διόνυσος» λόγο για τη γυναικεία κατάσταση, είναι μια αλληγορία των συνεπειών της ανδροκρατίας πάνω στο γυναικείο κορμί και πάνω στη γυναικεία ταυτότητα, που διά του υπαινιγμού και της αφαίρεσης καταφέρνει διατηρώντας το συναισθηματικό δυναμικό της να εκφέρεται δίχως να κοινοτοπεί, να διδάσκει και να κραυγάζει.
Για τη γλώσσα λοιπόν η αναφορά, το πιο σημαντικό, ανάμεσα σε πολλά, πλεονέκτημα τούτης της συλλογής, για το πυκνό εκφραστικό ύφος, για τον αποφθεγματικό τόνο, για τις κατάλληλες θερμοκρασίες του συναισθηματικού κλίματος, για το δίχως ακκισμούς παιχνίδι ανάμεσα στην αργκό, στη λόγια και στην καθομιλουμένη, αλλά πρωτίστως για τη μορφή και την εικονογραφία των λέξεων, που δεν κομίζουν απλώς το νόημα αλλά ενίοτε το δραματοποιούν εν είδει θεατρικής παράστασης, έτσι που η εξάρθρωση του υποκειμένου να διαθλάται στην εξάρθρωση της γλώσσας, με τους ολιγόλογους, μονολεκτικούς, μονοσύλλαβους, μονογράμματους στίχους και τις ενωμένες δίχως διάκενα λέξεις, οι απαγορευμένες σκέψεις να αχνογραφούνται τυπογραφικά, τα καταληκτικά σχόλια να τίθενται κατά το πρότυπο του Αναγνωστάκη σε αγκύλες, οι υποσημειώσεις να κρατούν άλλοτε στενή και άλλοτε εξαιρετικά χαλαρή σχέση με το κυρίως κείμενο αλλά σε κάθε περίπτωση να βαθαίνουν τη νοηματική του κοίτη – μια ολόκληρη σκηνοθεσία, ενίοτε δε και χορογραφία των λέξεων, που προεκτείνει την εκφραστική δυναμική του ποιητικού λόγου.
«Μόλις που γεννήθηκα / μόλις που ανασαίνω / ένα σύννεφο ήμουνα / σύννεφο πεθαίνω»: είναι οι τελευταίοι τέσσερις στίχοι από το ποίημα [Άηχο ουρανικό τριβόμενο], που θα μπορούσαν να εκληφθούν σαν μότο ή κατακλείδα όλης της συλλογής, με τη γέννηση και τον θάνατο ως όρια και στο μεταξύ τους την αέναη και απέλπιδα αναζήτηση του εγώ μέσα στη νεωτερική και κυρίως μετανεωτερική σύγχυση της προσωπικής ταυτότητας, στο χαοτικό κοινωνικό περιβάλλον, στα συντρίμμια των αναμνήσεων και στην οικογενειακή σκόνη των παιδικών χρόνων. Ποιο τελικά το κέρδος, αν υπάρχει κέρδος κάτω απ’ την επίγνωση του αδιέξοδου των σχετικών αναζητήσεων; Θα πνιγεί εντέλει ή θα πετάξει το πουλί στο εναρκτήριο του φτερουγίσματός του δίλημμα; Θαρρώ ότι η απάντηση κείται σε αυτό ακριβώς το φτερούγισμα ανάμεσα στα σύννεφα, κείται στην ελπίδα, στην απόπειρα, ακόμη και στην αποτυχία του φτερουγίσματος ανάμεσα στα σύννεφα, ή αλλιώς στην ποίηση, που ομολογεί διαρκώς το ανθρώπινο δράμα στο μεσοδιάστημα γέννησης και θανάτου. Αλλά εδώ η ποίηση με την ευρεία ως τρόπος του σκέπτεσθαι, του συναναστρέφεσθαι, του πολιτεύεσθαι και μ’ έναν λόγο ως τρόπος του ζην.
Η συλλογή της Βεληβασάκη μπορεί να διαβαστεί και ως μια εμπράγματη μαθητεία σε τούτο το ζην.