Η ποίηση παντού κι η ποίηση πάντα
Έχει χρόνο η ποίηση, εποχή, ηλικία, νεότητα, ενηλικίωση και γηρατειά; Θυμάμαι το 2007 στο Σπίτι της Λογοτεχνίας της Πάρου που χτυπούσα σαν μανιακός από το πρωί ως πολύ αργά τη νύχτα το πληκτρολόγιο, για να γράψω ένα μετριότατο τελικά μυθιστόρημα, ενόσω η Γιώτα Αργυροπούλου, από πενταετίας πια οριστικά μακριά μας, χαιρόταν κάθε στιγμή της μέρας και δεν προλάβαινε να τρέχει από παραλία σε παραλία. «Να σταλάζει η ποίηση», μου ’λεγε για τη δική της τη γραφή κι είναι αλήθεια ότι ούτε μια φορά δεν εκβίασε την πένα της. Έγραφε όμως, μου το είχε εκμυστηρευτεί, και μάλιστα λίγο καιρό μετά έβγαλε μια εξαιρετική συλλογή.
Θαρρώ ότι έτσι είναι ή μάλλον έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα στη γραφή, και δη στην ποιητική γραφή. Να έρχεται δηλαδή στην ώρα της, όποτε η ίδια το θέλει και αν το θέλει, δίχως τους δικούς μας πονηρούς σχεδιασμούς, τις ιδιοτέλειες, τις εκδόσεις, τις συνεντεύξεις, τις παρουσιάσεις, τη σύνθεση των επιτροπών βραβείων, σαν ώριμος καρπός και κυρίως σαν ζωτική ανάγκη όχι μόνο έκφρασης αλλά κι ύπαρξης και μόνο εφόσον πληρούνται οι πιο μυστικοί της όροι, διαφορετικοί από άτομο σε άτομο, ώστε ούτε να εξελίσσεται σε καταναγκασμό ούτε να μοιάζει με πάρεργο κι ούτε απλώς να γίνεται μια ακόμη απόπειρα διασκέδασης της ανίας.
Χρόνια
έμαθε να μιλά με πρόζες και ποιηματάκια
κρύβοντας επιδέξια
τους πόνους
στη μέσα τσέπη του χαμόγελου.
Είναι το πρώτο ποίημα της συλλογής της Αγγέλου. Κάτι σαν ανάγκη εξήγησης για την αργοπορημένη εμφάνιση, πύκνωση στίγματος και ποιητικής στάσης. Ότι πάντα ήταν στην ποίηση, μας λέει, κι ας μην ήταν τυπικά στην ποίηση. Δεν έχω λόγο να ενίσταμαι, ιδία άλλωστε η γνώση, αν έχει κάποια σημασία να το πω αυτό, και κρατά από τη Φιλοσοφική των Ιωαννίνων τα σωτήρια έτη 1987-1991. Αλλά λαμβάνοντας υπόψη το πρώτο της αυτό βήμα, εικάζω ότι είτε παραγέμισε η μέσα τσέπη είτε γίναν πιο οδυνηροί οι πόνοι. Τον λόγο της αργοπορίας προσπαθώ να καταλάβω και τι ενδιαφέρον κομίζει η συλλογή αυτή, αν βέβαια κομίζει, προσπαθώ να εννοήσω, χωρίς – ας το πω κι αυτό – να χαριστώ στη νοσταλγία των χρόνων εκείνων και στην εκτίμηση που τρέφω στο πρόσωπο της δημιουργού.
Η Αγγέλου αντλεί από το βίωμα, από τις αναμνήσεις και τις σκέψεις της, αναστοχαζόμενη ποιητικά τον εαυτό της, παρελθοντικό και παροντικό. Ή για να γίνω πιο ακριβής αναστοχαζόμενη τα κρίσιμα θραύσματα, τα σημαντικά στιγμιότυπα και τις αιχμηρές γωνίες του εαυτού της. Με την αναγκαία ποιητική αφαίρεση και τον απαιτούμενο βαθμό υπαινιγμού, ώστε και ευρύτερες διαστάσεις να αποκτά η ατομική εμπειρία και ο αναγνώστης να μπαίνει στο παιχνίδι της ερμηνείας. Στο βάθος πάντως αχνοφέγγει καθαρά το θέμα, κατά κανόνα συνηθισμένο και απλό, σχεδόν τετριμμένο και κοινότοπο, που λέει για πράγματα καθημερινά, που τα ζει, τα ξέρει, τα υποφέρει ο καθένας μέσα στις δυσκολίες, τα τρεξίματα, τις απώλειες, τις αγωνίες και τις διαφυγές τής κάθε μέρας.
Και τα λέει με μια γλώσσα αφτιασίδωτη που δεν κομπάζει, δεν μεγαληγορεί, δεν υποκρίνεται. Αλλά βγάζει βόλτα τους σαλίγκαρους μαζί με τα μετοίκια, τα «σουτ» των ανυπάκουων στίχων με τις αψιμαχίες ονείρου-πραγματικότητας και τα μονοκοτυλήδονα άνθη με τα λασπωμένα πέδιλα. Σπεύδω δε να σημειώσω προς αποφυγή παρανοήσεων ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια αφελή και αυθόρμητη φυσικότητα αλλά με μια απλότητα υποψιασμένη, αποτέλεσμα βαθιάς, αφανούς και πολυεπίπεδης επεξεργασίας, που φορές φορές φτάνει στα όρια της φυσικής ομιλίας και της φωναχτής σκέψης, καταφέρνοντας συνάμα να διατηρεί τον ποιητικό ρυθμό με έναν τρόπο που θυμίζει ανάσα εφήβου σε ανήσυχο όνειρο της νύχτας ή σταθερό βηματισμό μεσήλικα σε απογευματινό περίπατο.
Βρίσκω ότι η ειλικρίνεια ακόμη και πίσω ή μάλλον σε σκληρό ανταγωνισμό με τις πονηρίες της γραφής είναι η βασική αρετή τούτης της γραφής. Που επανακαστασκευάζει, επανεπινοεί και επανασημασιοδοτεί το υποκείμενό της όχι με τη θεωρητική βλοσυρότητα όσων έχουν ξεχάσει τη βροχή, τη μυρωδιά του χώματος, το τρέμουλο του πρώτου φιλιού αλλά με την ολόπλευρη συνείδηση όλων αυτών και άλλων πολλών ακόμη, που αρδεύονται από το προσωπικό βίωμα, από την προσωπική μνήμη και από την προσωπική ζωή της ποιήτριας για να γίνουν διά της ποίησης κοινό βίωμα, κοινή μνήμη και κοινή ζωή του αναγνώστη.
Η γραφή της Αγγέλου είναι μια απόπειρα ποιητικής επανοικειοποίησης του οικείου, μια ποιητική επανεγγραφή του εαυτού με όλα τα κοράλλια και τα μαργαριτάρια και τους θησαυρούς των ναυαγισμένων πλοίων, που διατηρώντας την ειλικρίνεια του βιώματος και την αυθεντικότητα της μαρτυρίας έχει να πει πολλά για όλους τους λοιπούς. Που σημαίνει ότι διαμέσου της ποιήτριας ο αναγνώστης συνομιλεί με τον εαυτό του, ανακαλεί τις αναμνήσεις, ξύνει τις πληγές, αραδιάζει τις δυσκολίες και κυρίως βυθίζεται στην ποίηση.
Η, κατά την Αγγέλου, ποίηση ενυπάρχει παντού ακόμη και στην πιο οδυνηρή πραγματικότητα, είναι μια άλλη θέαση, μια άλλη οπτική απέναντι στη ζωή, μια μικρή μετακίνηση των πραγμάτων και μια ασήμαντη λεπτομέρεια στο κάδρο τους. Άπαξ και γίνει το βήμα, η ποίηση ξεχειλίζει πανταχόθεν ακόμη και από τα πιο γήινα και αντιποιητικά, μαγεύοντας τα πάντα. Προς τα εκεί κατατείνει η γραφή της Αγγέλου, στην εκ νέου δηλαδή ποιητική «μάγευση» όλης της «απομαγευμένης» καθημερινότητας, όχι για να αφηγηθεί τους καινούριους μύθους ή να υποσχεθεί τις καινούριες αυταπάτες, αλλά για να γλυκάνει τις εξελισσόμενες συντριβές και οδύνες. Η ίδια δε η συλλογή βεβαιώνει του λόγου το αληθές καθότι πολλές οι πληγές στα ενδότερά της γραφής που διά της γραφής ανακουφίζονται, γίνονται άμυνα, χαμόγελο, ποίηση και τρυφερότητα.
Θεωρώ ότι αυτή είναι η σημαντικότερη αρετή της Αγγέλου. Που ποιεί ποιητικώς κοινά αισθήματα, κοινές εμπειρίες με κοινή γλώσσα, με κοινό ύφος. Για να υποστηρίξει εμπράκτως τη βασική αρχή της. Ότι η ποίηση είναι παντού, ανήκει σε όλους και ότι το μείζον διακύβευμα της ποίησης είναι να διαχυθεί στα βλέμματα, στις σκέψεις, στις χειρονομίες και εντέλει στην ίδια την καθημερινότητα ωσάν στίχοι, αγγίγματα, δρόμοι, όνειρα και ανθρωπιές – σε μια άλλη δηλαδή εννόηση της λογικής, του εαυτού και της συνύπαρξης.
Ξεκίνησα με μια διερώτηση σχετικά με τον χρόνο και την ηλικία και τις εποχές και τη νεότητα και τα γηρατειά της ποίησης και διαβάζοντας τη συλλογή της Αγγέλου καταλήγω στην απάντηση ότι η ποίηση είναι η αειθαλής νεότητα της ωριμότητας. Κοντά σε όλες τις άλλες αρετές της, νομίζω ότι η συλλογή της έχει να κομίσει και αυτή τη βεβαιότητα.
Π. Χατζημωυσιάδης, πεζογράφος