Δυο τόσο διαφορετικοί, δυο τόσο ίδιοι κόσμοι
«Εντός των τειχών οι μάχες» το πρώτο μέρος και «Χαραμάδα φυλακισμένη» το δεύτερο. Η πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Προσκεφαλά υπό τον εύγλωττο τίτλο Ο ουρανός ξέρει πέντε πράγματα παραπάνω (εκδ. Εύμαρος, 2025) είναι μοιρασμένη σε δύο διαφορετικά κλίματα και σε δύο διαφορετικούς κόσμους, που τελούν σε πλήρη αντίστιξη και σε βαθιά συνομιλία.
– Από το πρώτο μέρος το ποίημα:
Το υπόγειο
Ξεκινήσαμε όπως συμβούλεψε ο μηχανικός
απ’ το υπόγειο
για στατικότητα πάνω απ’ όλα και
για αποθηκευτικό χώρο
Πάνω του οικοδομήσαμε με ζήλο τον όροφο
της ψυχής μας
Έμεινε το υπόγειο έκτοτε ημιτελές
με σκόνη και σοβάδες
Στις γωνιές του ενίοτε μαύροι σκορπιοί καραδοκούν
μικρές αόρατες αράχνες πλέκουν ιστούς μεθοδικά
Ό,τι δεν ταίριαζε στον όροφο στο υπόγειο
το στριμώξαμε
Αποκριάτικες στολές κουρασμένα έπιπλα
κούτες ολόκληρες
με νυχτερινά ξενύχτια κι όνειρα πρωινά
χαρταετούς λαβωμένους
μια μάσκα με αναπνευστήρα
για τις ασφυξίες
κι άλλα πολλά που δεν μπορούν
δεν πρέπει εδώ να αναφερθούν
Την ώρα του βομβαρδισμού εκεί θα καταφύγουμε
το ξέρουμε
όταν στα εξ ων συνετέθησαν όλα θα διαλυθούν
μέσα του σωτηρία θα γυρέψουμε
με κείνο τον φόβο να μας τυραννάει
τον αρχέγονο
μην ξεσκεπάσει ο βομβαρδισμός
ό,τι ως τώρα κρύβαμε καλά
στις κόγχες του
Εδώ η εσωστρέφεια, η στοχαστική μελαγχολία, το άγος των πολλαπλών ηττών και η ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου να μαζέψει τα κομμάτια του. Η οδύνη του, εκφρασμένη με αρχαίους μύθους, εμπορικά προϊόντα και στοιχεία της φύσης, έχει βάθος, παρόν, παρελθόν, πρόσωπα και χώρους. Η εντός της καταβύθιση δεν είναι ορισμένης αιτίας ούτε προσωπικών εντάσεων, δεν απορρέει από κάποια ερωτική απογοήτευση, τη διάψευση των οραμάτων και τα ιδιωτικά στραπατσαρίσματα. Το ποιητικό εγώ αίρεται άνωθεν εαυτού, γίνεται η φωνή μιας ολόκληρης γενιάς, της δικής μας γενιάς, εικόνα και ομοίωση των εσωτερικών γκρεμισμάτων και ό,τι τελικά απηχεί είναι κάτι ευρύτερο, πέραν των ορίων και αυτής ακόμη της γενιάς: πίσω από τους έμφορτους με στοχαστική μελαγχολία και σιγανόφωνη διάθεση στίχους μπορούμε να αφουγκραστούμε το αυτοκριτικό μουρμουρητό της ανθρωπότητας, την παραδοχή πως οι έξω τυραννίες έχουν έσω Εφιάλτες και την αναγνώριση της εξελισσόμενης υπαρξιακής και κοινωνικής πτώσης. Δεν είναι τυχαία η συνομιλία του ποιητή με αρχαία και χριστιανικά κείμενα ούτε ο αποφθεγματικός, μεστός απλότητας, νοημάτων και αφαιρέσεων στίχος, αν ληφθεί υπόψη η αναμέτρηση με το υπαρξιακό κενό και τη βαθύτερη απόγνωση που κατατρύχει τον καιρό μας. Είναι σαν το προπατορικό αμάρτημα να μην ήταν ποτέ στα αλήθεια προπατορικό, αλλά ένα τροφοδοτούμενο από τις ανθρώπινες επιλογές κακό, που τώρα τελευταία σφίγγει μέχρι τελικής αλώσεως τον κλοιό του. Μόνο που η χριστιανική μεταφυσική του Προσκεφαλά, συνομιλούσα με την αγωνία του Καρούζου, την υπαρξιακή απόγνωση του Καρυωτάκη και την ποιητική του Σαχτούρη, είναι κοινωνικά γειωμένη: απεκδυόμενα τη θρησκευτική ηθικολογία, το καλό και το κακό ορίζεται με την ευρεία έννοια της πολιτικής ως στάση, ως επιλογή και ως χειρονομία στο πλαίσιο του ατομικού και του κοινωνικού, του εθνικού και του παγκόσμιου, του ανθρώπινου και του φυσικού χώρου.
– Από το δεύτερο μέρος το ποίημα:
Άνθη ιβίσκου
Όσες ρυτίδες κι αν σκουπίζω το πρωί
απ’ τις γωνιές
της κάμαρης
θα παραμένω πάντα
οπαδός του θαλερού ιβίσκου
της αυλής μου
που από την ανθοφορία του δεν παραιτείται
κι ας βλέπει με οδύνη
κάθε βράδυ
νεκρά να κείτονται
τα πρωινά του
άνθη
Αίφνης η απρόσμενη αλλαγή του κλίματος. Οι χαραμάδες της ελπίδας, τα πρώτα χαμόγελα και οι αχτίδες του φωτός. Και να που στο προηγούμενο γκρι μπορεί εντελώς αναπάντεχα να χαράξει η πολυχρωμία της ζωής και στις ρωγμές του γκρο μπετόν να φυτρώσει μια κατακόκκινη παπαρούνα. Μια γενναία στάση, ουδόλως διπολική και διχασμένη, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Που ό,τι κι αν έχει από πίσω, είτε τον έρωτα είτε την ποίηση είτε τη φύση είτε τον άνθρωπο, είναι η μόνη κομίζουσα μιας πρότασης, ίσως ακόμη ακόμη και μιας ελπίδας. Καθότι η ελπίδα, τουλάχιστον η πιο ώριμη και υποψιασμένη, όπως συμβαίνει με την ποίηση του Προσκεφαλά, δεν είναι τίποτα άλλο από την ανεστραμμένη εκδοχή της απελπισίας. Η επίγνωση πως ακόμη και αυτή η μελαγχολία μπορεί μέσα στην ανυπόφορη μαυρίλα της να γίνει εξόχως θελκτική, βολική και εντέλει εθιστική, να δικαιώσει την μοντέρνα παραίτηση και να εκθρέψει τη μεταμοντέρνα κυνικότητα. Όθεν η άλλοτε πικρή, η άλλοτε παιδική και πάντα συγκρατημένη χαρά του ποιητικού υποκειμένου μπροστά στο θαύμα της ζωής, όπως αυτό εκφράζεται στις πιο καθημερινές εκδηλώσεις υπό το βάρος πάντα της απελπισίας και υπό την πίεση πάντα του πείσματος για την υπέρβαση αυτής της απελπισίας.
Αλλά ο Προσκεφαλάς κάνει κάτι παραπάνω από το να αντιπαραθέτει ή ακόμη και να συμπαραθέτει απλώς τα δύο αυτά μέρη. Παραθέτοντας σε ενιαίο ποιητικό όλο τη μαύρη και τη φωτεινή όψη της ζωής γεφυρώνει τη μεταξύ τους διάσταση και φιλιώνει τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Απελπισία και ελπίδα, εσωστρέφεια και εξωστρέφεια, σιωπή και διάλογος τελούν στην ποίησή του σε διαρκή επικοινωνία όχι σαν διαφορετικές, αλλά σαν ενιαίες και διαρκώς συνομιλούσες πρακτικές ζωής. Το ότι διά της ποίησης και η υπέρβαση και το χώνεμα και η σύνθεσή τους, προσδίδει έναν βαθύτερο, σχεδόν θρησκευτικό και μεταφυσικό χαρακτήρα στη λειτουργία της: γίνεται τελετουργία, μύηση και αναβάπτιση της ζωής. Όμοια με αυτήν που υπό μία άλλη έννοια μάς αποκαλύπτει το ποιητικό υποκείμενο ότι διήνυσε ο ποιητής από την απόχρωση του μαύρου στην ποικιλία των χρωμάτων με τη βοήθεια της ποίησης – έστω και αργά. Να συνεχίσει, έχει πολλά, πολλά χρώματα να μας φωτίσει.