Ακαπνίες
Εσχάτως καταπιάστηκα και με την ποίηση, τρομάρα μου, πρωτύτερα με τη νουβέλα, το μυθιστόρημα, το διήγημα και το μικροδιήγημα. Τα ‘χω περάσει όλα, ξέρω, ή τουλάχιστον νομίζω ότι ξέρω, τις ιδιαιτερότητες, τις απαιτήσεις, τις δυσκολίες, τα πλεονεκτήματα του κάθε είδους – κι αν έχουν κάποια αξία αυτές οι εκμυστηρεύσεις, δε θα διστάσω να συμπληρώσω ότι ο ίδιος κλίνω προς το μυθιστόρημα για το διαρκές της συγγραφικής αφοσίωσης που αξιώνει, αλλά θεωρώ ότι το πιο απαιτητικό ανάμεσά τους είναι το μικροδιήγημα.
Τα του μυθιστορήματος, το γιατί δηλαδή το ξεχωρίζω και τι είναι αυτό που με τραβάει θα τα πιάσω κάποια άλλη φορά, στην προκειμένη το θέμα μου είναι το μικροδιήγημα. Μόλις τέλειωσα τη συλλογή του Σπύρου Κιοσσέ «ΤΣΙΓΑΡΟ ΒΑΡ;», εκδόσεις Μεταίχμιο (Μάρτιος 2024) και τελώ υπό τη μαγεία των δικών του μικροδιηγημάτων.
Μια λεπτή κόκκινη γραμμή το είδος. Ποίηση και πρόζα μαζί, ένα χαρμάνι οι απαιτήσεις, οι ιδιαιτερότητες, τα ανοίγματα, οι δυσκολίες και όλα τα βάραθρά τους. Δεν είναι όπως στη μεγάλη φόρμα να καλύπτεται και να ξεχνιέται η κοιλιά με την κορύφωση που έπεται, αλλά ούτε και η λογοτεχνική αδεία της ποιητικής ελευθεριότητας, που μπορεί να ίπταται δίχως να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Λεπτά εδώ, σχεδόν ανεπαίσθητα τα όρια – δυο τρεις λέξεις απόσταση το γκρέμισμα ή η ανάταση, μια έλλειψη της πλοκής χάριν της αφαιρετικότητας ή μια υπερβολή της αφαιρετικότητας σε βάρος της πλοκής, μια τελεία που κόβει απότομα τον ρυθμό ή ένα θαυμαστικό που κραυγάζει το αφηγηματικό σχόλιο. Θέλω να πω, στην εντέλεια τα απαιτεί όλα η τέχνη της μικροτεχνίας.
Αλλά υπάρχει και το ζήτημα της σύνθεσης, το νοηματικό δηλαδή υφάδι ή οποιοσδήποτε άλλος δεσμός που εκ των πραγμάτων πρέπει να διαπερνά τα επιμέρους θραύσματα για να υπάρξουν ως ενιαίο όλο κι όχι σαν απλό αποθετήριο κειμένων. Κι ιδού το κοινό πρόβλημα των συλλογών ποίησης και διηγημάτων, μόνο που στην προκειμένη, τίθεται στη νιοστή, καθότι δεν υπάρχει το άλλοθι της ποιητικής έμπνευσης ούτε ο σχετικά μικρός αριθμός των διηγημάτων. Άντε λοιπόν να κάνεις ζάφτι δεκάδες ή και εκατοντάδες μικρά μπονσάι, καθένα από τα οποία γράφτηκε υπό διαφορετικές συνθήκες, για να συμπυκνώσει ένα διαφορετικό στιγμιότυπο της μνήμης ή της φαντασίας ή της τρέχουσας πραγματικότητας.
Ας φαίνεται ότι θεωρητικολογώ με όλα αυτά. Για το βιβλίο του Κιοσσέ μιλάω τόση ώρα ή μάλλον είναι κι αυτός ένας πλάγιος τρόπος να μιλήσω για το βιβλίο του Κιοσσέ. Για τον τρόπο με τον οποίο ισορροπεί στις κόκκινες γραμμές μεταξύ ποίησης και πρόζας, για τον τρόπο με τον οποίο ξεπερνά προβλήματα που εδώ και τρία χρόνια μοιάζουν αξεπέραστα στη δική μου ανέκδοτη συλλογή με τα μπονσάι, για τον τρόπο με τον οποίο πετυχαίνει την ενότητα του όλου μέσα στην πολλαπλότητα του μέρους και την αυτονομία του μέρους μέσα στο όλον.
Σαράντα οχτώ στο σύνολο μικροδιηγήματα. Μια μινιατούρα της γραφής εκτεινόμενη από τις πενήντα μέχρι τις τετρακόσιες-πεντακόσιες, υπολογίζω, λέξεις. Ένα ολιγόλογο αφηγηματικό σύμπαν με τα όλα του, με τους χαρακτήρες, την πλοκή, τις κορυφώσεις, τις ανατροπές. Κι έναν συγγραφέα που παίζει στα δάχτυλά του τη θεωρία της αφηγηματολογίας, αλλά προτιμά, κατά πώς πρέπει, να κρατιέται στην αφάνεια και να εμφανίζεται άλλοτε με την ιδιότητα του παιδιού, άλλοτε με την ιδιότητα του ώριμου αφηγητή, άλλοτε τριτοπρόσωπα και πάντα με αυτοβιογραφικό υλικό, χωρίς να διστάζει διαρκώς να δοκιμάζει, να θέτει νέα όρια και να επιχειρεί νέες υπερβάσεις, αρνούμενος τον κανόνα της ευκολίας ή δοκιμασμένες συνταγές επιτυχίας.
Ο αφηγητής του Κιοσσέ συνενώνει διά της ιδιωτικότητας της μνήμης το υλικό του. Ό,τι εξιστορεί είναι ο δικός του, ιδιωτικός ή ευρύτερος κόσμος, τα παιδικά κυρίως χρόνια, ο οικογενειακός βίος, οι σπουδές, τα μεταπτυχιακά στην Αγγλία, οι απώλειες των αγαπημένων – όχι με τη χρονική σειρά που εδώ τα παρουσιάζω, αλλά με το ζικ ζακ της μνήμης, τουτέστιν με τη φυσικότητα των αναπάντεχων ανακλήσεών της. Έτσι τα μπονσάι του είναι μικρές, μικρές ψηφίδες, άναρχα στιγμιότυπα ιδιωτικού και όχι μόνο βίου, αφηγηματικά κειμήλια της μνήμης που από κοινού συνθέτουν το μωσαϊκό μιας ολόκληρης ζωής.
Οπότε και οι δύο εν δυνάμει κίνδυνοι: η μαμά, η γιαγιά, ο παππούς, ο πατέρας, η γεροντοκόρη γειτόνισσα η Γαρυφαλλιά θα μπορούσαν να είναι επιδεκτικοί αφενός μιας αφόρητης αυτοβιογραφικότητας, που θα απειλούσε να ακυρώσει τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο και τον δεδομένο ιστορικό χρόνο, και αφετέρου μιας υπέρμετρης συναισθηματολογίας, που θα κατέφευγε στη νοσταλγική ωραιοποίηση του παρελθόντος ή θα γλιστρούσε από το δράμα στο μελόδραμα.
Όμως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ισχύουν στην προκειμένη. Κατά κανόνα η αφήγηση αποπνέει τη φυσικότητα και την απλότητα, την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό της παιδικής ματιάς, είναι έμπλεη απορίας και αμηχανίας, διάθεσης κατανόησης, αλλά ακόμη και αν εκφέρεται από την οπτική των ενήλικων χρόνων είναι βαθιά ανθρώπινη, δεν κρίνει, δεν δικάζει, δεν καταδικάζει, αλλά ούτε και εξωραΐζει, δεν εκδίδει αθωωτικές αποφάσεις, δεν αποκρύβει ασχήμιες, μόνο προσπαθεί να καταλάβει, να τακτοποιήσει, εντέλει να καταπραΰνει την οδύνη της διοχετεύοντάς την ουχί στους λυγμούς αλλά στις αποσιωπήσεις, στα εννοούμενα και στα διάκενα των λέξεων.
Ούτε η ιδιωτικότητα της μνήμης του Κιοσσέ είναι άμοιρη δημόσιων συντεταγμένων. Ό,τι αφηγείται ξεπερνά κατά πολύ την οικογενειακή μνήμη του ’70 και του ’80. Ενυπάρχουσα στο σώμα της ολόκληρη η ελληνική κοινωνία του τότε και του μετά, κατά τον τρόπο με τον οποίο η καλή λογοτεχνία μπορεί να αίρει το ιδιωτικό σε δημόσιο και το προσωπικό σε συλλογικό, ώστε η βίτσα που παππού να πυκνώνει όλη τη σιωπηλή έμφυλη βία της εποχής και οι ελπίδες του κακού μαθητή να βρει δουλειά για να βοηθήσει τον ανάπηρο αδελφό του να εκπροσωπούν όλες τις μορφωτικές και ταξικές ανισότητες.
Μέσα στην παιδική αφέλεια τούτων των γραπτών είναι χωνεμένη μπόλικη συγγραφική ωριμότητα. Απ’ όπου και το δικό μου, όχι μόνο αναγνωστικό αλλά και συγγραφικό ενδιαφέρον. Δεύτερη φορά που διαβάζω αυτή τη συλλογή του Κιοσσέ, με τη σκέψη να ξαναπιάσω τα δικά μου παρατημένα μικροδιηγήματα. Είναι ωραίο να μαθαίνεις ή να βεβαιώνεις ό,τι κοντεύεις να ξεχάσεις, ότι στην απλότητα και στην ειλικρίνεια η κύρια ομορφιά της γραφής. Και ότι από την ομορφιά της γραφής των άλλων μπορείς να βρεις τρόπους για να ομορφύνεις και τη δική σου.
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, πεζογράφος