You are currently viewing Παναγιώτης Σκορδάς: Μια επίσκεψη και μια συνέντευξη του Θανάση Βαλτινού στη Μυτιλήνη, πριν 26 χρόνια

Παναγιώτης Σκορδάς: Μια επίσκεψη και μια συνέντευξη του Θανάση Βαλτινού στη Μυτιλήνη, πριν 26 χρόνια

Θανάσης Βαλτινός: Το καλό βιβλίο είναι μία πολύ δύσκολη υπόθεση και για το συγγραφέα και για τον αναγνώστη

 

Ο Θανάσης Βαλτινός είναι ένας συγγραφέας με μια σημαντική παρουσία στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας. Μια παρουσία με διάρκεια και ποιότητα. Πριν λίγες μέρες βρέθηκε στην πόλη μας (τη δεύτερη μετά από το 1975 που ήρθε για πρώτη φορά), συμμετέχοντας στο διήμερο σεμινάριο του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και του Συνδέσμου Φιλολόγων Λέσβου για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στη Μέση Εκπαίδευση. Στην εισήγησή του και με αφορμή το μυθιστόρημά του «Η κάθοδος των εννιά» υποστήριξε ότι η λογοτεχνία δεν πραγματοποιείται ερήμην της ιστορίας και των λοιπών κοινωνικών παραμέτρων. Δεν ταυτίζεται όμως με την ιστορία, αφού αποτελεί κατορθωμένη αισθητική ύλη τέτοια ώστε να μας οδηγήσει σε άλλες αναγνώσεις ή επαναναγνώσεις της ίδιας της ιστορίας. Στο διάστημα των 3 ημερών που έμεινε στη Μυτιλήνη ο Θανάσης Βαλτινός, είχαμε μια πιο διεξοδική συζήτηση για τη λογοτεχνία. Κάποια αποσπάσματα από αυτή τη συζήτηση προσπάθησα να μεταφέρω και στο χαρτί.

Τι είναι για σας η λογοτεχνία;

Πιστεύω ότι η λογοτεχνία είναι μια συνομιλία με τον εαυτό μας, είτε γράφει κανείς λογοτεχνία είτε διαβάζει. Είναι μια πνευματική άσκηση. Επίσης γι’ αυτό χρειάζεται να μυηθεί κανείς ώστε να θέτει κριτήρια και να κάνει επιλογές βιβλίων, γιατί βιβλία είναι τα βίπερ και τα Νόρα, βιβλία είναι και τα έργα του Ντοστογιέφσκι. Υπάρχει όμως διαβάθμιση ποιοτική, υπάρχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους. Η σχέση του βιβλίου με τον άνθρωπο νομίζω ότι δεν θα σταματήσει ποτέ, όσο και αν κάποιοι ισχυρίζονται ότι σήμερα κυριαρχεί η εικόνα. Προσωπικά δεν συμφωνώ με αυτή την απαισιόδοξη άποψη, γιατί μπορεί να ζούμε στην εποχή της εικόνας, παράλληλα, όμως, έχουν αυξηθεί τόσο οι πωλήσεις των βιβλίων όσο και οι αναγνώστες. Το βιβλίο έχει ένα μοναδικό προσόν: μόνο αυτό, όταν το πάρεις στα χέρια σου σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου, συντροφιά με τον εαυτό σου.

 

Ποια χαρακτηριστικά νομίζετε ότι πρέπει να έχει ένα έργο για να είναι ποιοτική λογοτεχνία;

Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς σ’ αυτό το ερώτημα, γιατί χρειάζεται να καταφύγει σε θεωρίες λογοτεχνίας. Προσωπικά πιστεύω ότι υπάρχουν ορισμένες αισθητικές αξίες που το καλό λογοτεχνικό έργο πρέπει να τις καλύπτει. Για παράδειγμα η γλώσσα ξεχωρίζει το καλό απ’ το κακό έργο πολύ περισσότερο απ’ την πλοκή ή την υπόθεση. Η γλώσσα κουβαλάει αξίες αισθητικού χαρακτήρα και όχι μόνο. Το ίδιο πράγμα μπορεί να ειπωθεί με πολλούς τρόπους. Ο τρόπος που θα επιλέξει ένας συγγραφέας μπορεί να το κάνει τέχνη ή όχι. Η τελική κρίση βασίζεται σε ορισμένες σταθερές αισθητικές αποτιμήσεις οι οποίες είναι και ο οδηγός εν τέλει. Η καλή λογοτεχνία πιστεύω επίσης ότι διακρίνεται για την απλότητά της, την απλότητα στην προσέγγιση των ανθρώπινων προβλημάτων, την απλότητα στην ανταπόκριση των ανθρώπινων αισθημάτων και τη δυνατότητα που παρέχει για κάλυψη μίας ευρύτατης γκάμας συναισθημάτων, πάντα σ’ ένα σωστό επίπεδο.

 

Θεωρείτε ότι ο συγγραφέας είναι επάγγελμα ή μπορεί να γίνει επάγγελμα;

Επάγγελμα με την έννοια ότι το κάνει κάποιος για να προσπορίζεται χρήματα, όχι σε καμία περίπτωση. Επάγγελμα όμως με την έννοια ότι είναι μια κύρια απασχόληση, απ’ την οποία θα μπορεί να ζει με κάποια άνεση αυτός που την ασκεί, ναι. Νομίζω ότι ο ερασιτεχνισμός δεν βοηθάει αυτόν που ασκεί το λειτούργημα της συγγραφής. Μέχρι τώρα είχαμε την εικόνα του δημοσίου υπαλλήλου που τρώει το οχτάωρό του σε μία άχαρη δουλειά, την οποία συνήθως δεν αγαπά καθόλου και το χρόνο που του περισσεύει ασχολείται με το γράψιμο. Αυτή είναι μια ρομαντική εικόνα, ξεπερασμένη πιστεύω. Ο συγγραφέας, όπως και κάθε καλλιτέχνης, θα πρέπει να ζει απ’ τη δουλειά που κάνει. Γιατί για παράδειγμα ο ζαχαροπλάστης ή ο τσαγκάρης ή ο γιατρός ζουν απ’ τη δουλειά τους; Το γράψιμο είναι μία πολύ υπεύθυνη δουλειά γι’ αυτό και ο συγγραφέας θα πρέπει να έχει αυτό ως αποκλειστική απασχόληση. Αυτό βέβαια δεν γίνεται ακόμα στον τόπο μας, αν και υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που ασχολούνται μόνο με το γράψιμο. Τα πράγματα, βέβαια, αλλάζουν ραγδαία . Κάποτε ήταν ντροπή να γράφει κάποιος λογοτεχνία γι’ αυτό και χρησιμοποιούσε ψευδώνυμο. Σήμερα σαφώς είμαστε σε καλύτερο επίπεδο.

 

Πιστεύετε ότι το ταλέντο είναι το βασικό όπλο ενός επιτυχημένου συγγραφέα;

Το ταλέντο, εγώ το ονομάζω κλίση ή προδιάθεση, είναι κάτι ουσιαστικό αλλά από εκεί και πέρα χρειάζεται η άσκηση, η συνεχής άσκηση, η συνεχής προσπάθεια. Ένας ποδοσφαιριστής, για παράδειγμα, μπορεί να έχει κλίση για να παίξει ποδόσφαιρο αλλά εάν δεν προπονηθεί σκληρά δεν θα κάνει τίποτα. Το ίδιο και ο πιανίστας πρέπει να παίζει κάθε μέρα πιάνο. Ο συγγραφέας πρέπει συνεχώς να ασκείται για να κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα, κάτι βέβαια που ποτέ δεν κατορθώνει ουσιαστικά. Να δαμάσει τη γλώσσα. Αυτός είναι ο μεγάλος στόχος.

 

Μέσα στη σημερινή τεράστια βιβλιοπαραγωγή, το καλό βιβλίο πώς μπορεί να βρει τη θέση που του αξίζει;

Το καλό βιβλίο αργά ή γρήγορα βρίσκει τη θέση του. Βεβαίως, το καλό βιβλίο δεν έχει και δεν είχε ποτέ πολλούς αναγνώστες, μεγάλο κοινό. Παλιότερα έβγαινε μια ποιητική συλλογή ή ένα μυθιστόρημα και έμενε στα ράφια. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι έχανε  την αξία του. Σήμερα έχουν αλλάξει οι συνθήκες. Το βιβλίο έχει και αυτό βιομηχανοποιηθεί. Είναι κάτι και καλό και κακό. Απ’ τη μια πολύ πιο εύκολα ένα βιβλίο πουλιέται σήμερα, απ’ την άλλη όμως οδηγούμαστε και στην εκποίηση, οδηγούμαστε στην εποχή των best-sellers, βιβλία δηλαδή που συχνά η αξία τους είναι ανύπαρκτη, αλλά πουλιούνται κατά χιλιάδες γιατί ανταποκρίνεται σε κάποια τρέχοντα κριτήρια, σ’ ένα τρέχον γούστο, σ’ ένα φτηνό γούστο. Αυτές οι περιπτώσεις δεν είναι μακριά απ’ τη λογική της σαπουνόπερας. Το καλό βιβλίο είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση και για το συγγραφέα και για τον αναγνώστη. Η ανάγνωση είναι μία άσκηση συνεχής, δεν είναι να σκοτώσω την ώρα μου ή να περάσω δύο ώρες ευχάριστα. Αν θέλεις κάτι τέτοιο παίζεις τάβλι, διαβάζεις εφημερίδα, βλέπεις τηλεόραση. Η ανάγνωση ενός βιβλίου χρειάζεται μια συμμετοχή, μια προσπάθεια τόσο πνευματική όσο και συναισθηματική.

 

Ένας συγγραφέας πρέπει να γνωρίζει θεωρία λογοτεχνίας, να κατέχει τα λογοτεχνικά ρεύματα ή δρα έξω απ’ αυτά και ανεξάρτητα απ’ αυτά;

Ως ένα σημείο δρα έξω απ’ αυτά, αλλά δεν μπορεί να μην τα ξέρει, να μην γνωρίζει τι γίνεται γύρω του. Έχει περάσει πια η εποχή του αυτοδίδακτου συγγραφέα. Ο χώρος έχει σχεδόν κορεστεί. Για να υπάρξει κάποιος ως συγγραφέας πρέπει να γνωρίζει καλά το χώρο του.

Οι θεωρίες αυτές, η επιστημονική ενασχόληση με τη λογοτεχνία που είναι κυρίως μια πανεπιστημιακή υπόθεση δεν έχει ντε και καλά αρνητικά στοιχεία, όπως ισχυρίζονται μερικοί. Σαφώς έχει στρυφνότητα, κάποιες φορές καταντάει μόδα, κάθε δεκαετία παρουσιάζεται και μια καινούρια θεωρία, είναι όμως παρήγορο ότι γίνεται μια σοβαρή ενασχόληση με τη λογοτεχνία. Ο συγγραφέας δεν έχει καμία υποχρέωση να είναι διανοούμενος. Απ’ την άλλη μεριά, όμως, δεν μπορεί να επαναπαύεται στο ταλέντο του, πρέπει να ξέρει το χώρο, να τον κατέχει, να ενημερώνεται συνεχώς.

 

Φαίνεται ότι είσαστε υπέρ του πεπαιδευμένου συγγραφέα.

Σαφέστατα. Όταν βέβαια λέμε πεπαιδευμένος δεν σημαίνει να έχει υποχρεωτικά πτυχία ή πανεπιστημιακούς τίτλους. Τις ελλείψεις του όμως αυτές οφείλει να τις αναπληρώνει με συνεχές διάβασμα, με μελέτη, με σπουδή, με διαρκή ενασχόληση. Οι εποχές του μποέμ συγγραφέα, του μεγάλου ταλέντου που απλώς έβαζε το χέρι του και έγραφε, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί ή δεν υπήρξαν ποτέ. Αυτές ήταν ρομαντικές αντιλήψεις. Είναι μια πολύ σκληρή υπόθεση η συγγραφή της λογοτεχνίας, που απαιτεί και γερή θεωρητική αρματωσιά και άσκηση και επιμονή.

 

Σας έτυχε προσωπικά να διαβάσετε μια κριτική, μια προσέγγιση, μια ανάλυση για ένα βιβλίο σας που ήταν όμως έξω απ’ τις σκέψεις ή τις προθέσεις σας;

Πολύ συχνά και νομίζω ότι είναι κάτι φυσικό, γιατί το μεγάλο προσόν ενός έργου τέχνης γενικά, ενός καλού βιβλίου ειδικά είναι να μιλάει σε πολλούς ανθρώπους και αν τους γοητεύει να τους συναρπάζει για διαφορετικούς λόγους. Ένα κοινό 300 ατόμων για παράδειγμα που ακούει ένα μουσικό κοντσέρτο δεν ενθουσιάζεται για τους ίδιους λόγους.

Αυτό είναι το μυστήριο, η μαγεία της τέχνης. Μου έχει τύχει λοιπόν να ερμηνεύουν έργα μου με τρόπους που δεν μου είχαν περάσει καθόλου απ’ το μυαλό, να είναι σωστοί παρ’ όλα αυτά. Το έργο απ’ τη στιγμή που φεύγει απ’ τα χέρια του δημιουργού ανεξαρτητοποιείται. Ο καθένας το απολαμβάνει ή το καταναλώνει με το δικό του τρόπο.

 

Οι προσεγγίσεις αυτές, όταν βρίσκουν πράγματα έξω απ’ τις δικές σας προθέσεις σας ενοχλούν;

Καθόλου. Εξάλλου, ο αποκαλυπτικός χαρακτήρας της τέχνης βασίζεται σε αυτό το πράγμα. Είναι αποκαλυπτικός και για το συγγραφέα και για τον αναγνώστη. Με πολλή χαρά ακούω καμία φορά ερμηνείες, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι συμφωνώ πάντοτε, που δεν είχαν περάσει ποτέ απ’ το μυαλό μου ή να δίνουν προεκτάσεις έξω απ’ τις δικές μου προθέσεις. Το  έργο όμως από ένα σημείο και πέρα αυτονομείται απ’ το συγγραφέα. Δεν μπορώ να παρέμβω εγώ και να πω “όχι δεν είναι έτσι δεν εννοώ αυτό”. Μπορώ να μην το ήθελα αυτό, αλλά ο άλλος έτσι το ερμηνεύει. Και πολύ λογικό είναι και πολύ νόμιμο.

 

Πιστεύετε ότι ο συγγραφέας γράφει για τον εαυτό του ή γράφει για το κοινό;

Κάθε καλλιτέχνης δουλεύει για τον εαυτό του. Ανταποκρίνεται σ’ αυτά που τον απασχολούν, που τον βασανίζουν. Υπάρχει μια εικόνα στον πολύ κόσμο ότι ο συγγραφέας, ο ζωγράφος είναι μια πολύ σπουδαία ανθρώπινη κατάσταση. Όχι, δεν είναι έτσι. Ο συγγραφέας, ο ζωγράφος, ο μουσικός είναι γεμάτος προβλήματα, αντιθέσεις, είναι σε μια συνεχή μάχη με τον εαυτό του. Σ’ όλα αυτά προσπαθεί να δώσει λύσεις, να κυριαρχήσει. Υπάρχει ένας εγωκεντρικός χαρακτήρας, όχι με την έννοια ότι ναρκισσεύεται και νομίζει ότι είναι ο ομφαλός του κόσμου, αλλά με την έννοια ότι ο εαυτός του είναι ένα κουβάρι που προσπαθεί να ξεμπλέξει. Αυτή είναι η μία πλευρά του πράγματος. Η άλλη πλευρά είναι ότι το αποτέλεσμα αυτού του αγώνα που προτείνεται στον κόσμο, γιατί χωρίς την ανακοίνωσή της στο κοινό δεν μπορεί να υπάρξει, εάν βρει αποδέκτες, εάν ο κόσμος ανταποκριθεί θετικά σ’ αυτή τη λειτουργία που έχει το συγκεκριμένο εγωκεντρικό χαρακτήρα που προσπάθησα να περιγράψω, αυτομάτως μετατρέπεται σε κοινή εμπειρία. Αυτό είναι που στο τέλος το εξωραΐζει, το διευρύνει, το κάνει γενικό, το κάνει παγκόσμιο. Πιστεύω λοιπόν ότι ο κάθε καλλιτέχνης δημιουργεί για τον εαυτό του μόνο που αναπότρεπτα αυτό που κάνει θα περάσει απ’ την κρίση του υπόλοιπου κόσμου. Αν το αποτέλεσμα της κρίσης είναι θετικό λειτουργεί, εάν όχι, τότε δεν υπάρχει καμία ανταπόκριση.

 

Βασικός παράγοντας εκκίνησης για ένα έργο είναι οι εμπειρίες, τα βιώματα ή η φαντασία;

Το ένα ορίζει το άλλο. Η φαντασία ορίζεται από ένα περιβάλλοντα χώρο και γλωσσικό και κοινωνικό. Όλη η τέχνη βέβαια ξεκινά μέσα από μια πραγματικότητα την οποία υπερβαίνει και αυτή είναι η τάση της να την υπερβεί. Ακόμα και τα πιο φανταστικά πράγματα ξεκινούν από συγκεκριμένες καταστάσεις. Νομίζω ότι χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι ο Κάφκα. Ο παράλογος, ο εξωπραγματικός Κάφκα, αποδίδει την πραγματικότητα μιας εποχής μ’ έναν προφητικό τρόπο.

 

Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τον αναγνώστη, να του δώσει μια άλλη θέαση της ζωής;

Όλη η τέχνη έχει ένα ρόλο ουμανιστικό τεράστιο. Η επαφή με την τέχνη, η μύηση σ’ αυτή είναι κάτι πολύ σπουδαίο. Προσωπικά αναρωτιέμαι πολλές φορές πόσο πιο ρηχή, πιο φτηνή θα ήταν η δική μου ζωή, εάν δεν είχα διαβάσει τους αγαπημένους μου ποιητές και πεζογράφους. Πόσο όνειρο, πόσο στοχασμό δεν χρωστάει σ’ αυτούς. Είναι τελικά βελτίωση της ίδιας της ζωής μου. Πόσο πιο ευρύτερη την κάνουν τη ζωή, ποιες άλλες διαστάσεις δίνουν στη συνείδηση. Πάω πέρα απ’ την παρηγοριά που μπορεί να δώσει στη στιγμή η συντροφιά μ’ ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο. Στέκομαι στα πολύ γενικότερα και ουσιαστικότερα αποτελέσματα που είναι η άλλη οπτική, η άλλη πολύ πιο ευρύτερη θέαση της ίδιας της ζωής και των ανθρώπων. Ποτέ δεν χάνει κανείς απ’ την επαφή του με τη λογοτεχνία».

 

 

 

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Κυριακάτικα Αιολικά, στις  29 Νοεμβρίου 1998  και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Παναγιώτη Σκορδά: Πρόσωπα.30 συνεντεύξεις και συζητήσεις με σημαντικούς ανθρώπους (Πρόλογος: Παντελής Μπουκάλας), εκδόσεις Αιολίδα, Μυτιλήνη 2014)
Στη φωτογραφία – Από δεξιά: Θανάσης Βαλτινός, Στρατούλα Τσαμπή, Τίκα Παρίση, Νικήτας Παρίσης, Λουκάς Κούσουλας, Παναγιώτης Σκορδάς στην είσοδο του Μουσείου Τεριάντ στη Μυτιλήνη, τον Οκτώβριο του 1998

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.