You are currently viewing Παναγιώτης Θωμά: Κυριάκου Χαραλαμπίδη Λόγος Σεσαρκωμένος:  ο σαρκωμένος Θεός και ο ένυλος χαρακτήρας των λέξεων στη χαραλαμπίδεια ποιητική[1]

Παναγιώτης Θωμά: Κυριάκου Χαραλαμπίδη Λόγος Σεσαρκωμένος: ο σαρκωμένος Θεός και ο ένυλος χαρακτήρας των λέξεων στη χαραλαμπίδεια ποιητική[1]

Οφείλω κατ’ αρχάς να υμνήσω τη θαυμαστή γλώσσα, τον ποιητικό λόγο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, του όντως Έλληνα και ελληνικού ποιητή, που ως τέτοιος είναι άριστος καλλιεργητής της ελληνικής, ενώ το περιεχόμενο και η δύναμη του έργου του, τον καθιστούν οικουμενικό. Αυτή είναι μια αλήθεια που πλέον καταμαρτυρείται και από τις τόσες διακρίσεις οι οποίες συνοδεύουν το όνομά του. Η γλώσσα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη είναι ένα εντυπωσιακό επίτευγμα, αποτέλεσμα ακάματης εργασίας αλλά —πρώτα απ’ όλα― θεόσδοτου, σπανιότατου ποιητικού ταλέντου. Είμαι σίγουρος, πως το έχουν επισημάνει και άλλοι, αλλά ως μαθητής και προσκυνητής της γλώσσας του, θέλω να επισημάνω και να υπογραμμίσω, πως ο χαραλαμπίδειος λόγος εμπεριέχει και προϋποθέτει βαθιά γνώση και υπέρβαση: η πρώτη αφορά τη μεγάλη εξοικείωση με όλες τις περιόδους εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας και η δεύτερη την αφομοίωσή, το χώνεμα τους, ώστε να δημιουργήσει (ή να τεχνουργήσει όπως θα έλεγε μάλλον ο ίδιος) κάτι εντελώς δικό του, καινούριο· παραδοσιακό και μαζί πρωτότυπο. Πρωτοτυπία ως προσωπική κατάθεση. Δεν είναι απλώς ένας άριστος συναρμοστής εκφράσεων, λόγιων και λαϊκών, από διαφορετικές φάσεις της ελληνικής· είναι ζωγράφος της γλώσσας, δημιουργός ενός εξαίσιου ψηφιδωτού που έχει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του.

Κοντολογίς, ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης είναι από τις περιπτώσεις καλλιτεχνών που επιβεβαιώνει περίτρανα αυτό που με απλότητα και θάρρος όρισε ως πρωτοτυπία ο εξαίσιος συνθέτης της Μητέρας Θεσσαλονίκης Σταύρος Κουγιουμτζής: «πρωτοτυπία είναι να μοιάζεις με όλους τους άλλους και συγχρόνως να είσαι ο εαυτός σου».[2] Στην ίδια ευθεία, ο δάσκαλός μας στη Θεολογική του Αριστοτελείου, αείμνηστος Νίκος Ματσούκας, υπομνηματίζοντας τον Ιωάννη Δαμασκηνό ―μέγιστο ποιητή της Εκκλησίας― τόνιζε: η ειλικρίνεια στην αφομοίωση είναι πρωτοτυπία.[3]

Όση παρρησία και να εκπέμπουν ενδεχομένως τα πιο πάνω σχόλιά μου, πρέπει να ομολογήσω, ότι κάθε φορά που καταπιάνομαι με το έργο του ποιητή μας, αισθάνομαι μια κάποια αμηχανία, αποτέλεσμα μάλλον του αυξημένου αισθήματος ευθύνης, που συνεπάγεται η ενασχόληση με μια ποιητική κατάθεση (και δοκιμιακή, την οποία βλέπω ως καρπό του ίδιου ποιητικού τάλαντου), την οποία θαυμάζω και ενώπιόν της υποκλίνομαι. Στήριγμά μου, σε ένα τέτοιο εγχείρημα η εμπιστοσύνη του ίδιου του ποιητή, η ενθάρρυνση που μου παρέχει εδώ και αρκετά πλέον χρόνια. «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου»,[4] είπε ο Χριστός στον Παύλο και απ’ αυτό πήρε δύναμη να ολοκληρώσει την αποστολή του.

Σπεύδω να αποσαφηνίσω τους βασικούς άξονες του κειμένου μου, οι οποίοι θα μας επιτρέψουν αμέσως μετά να διανθίσουμε την επίσκεψή μας στο χαραλαμπίδειο σύμπαν με φράσεις, στίχους ή και ολόκληρα ποιήματα που θα βεβαιώσουν, πιστεύω, του λόγου το ασφαλές. Ενδεικτικά σημεία θα παραθέσω, μια εικόνα θα προσπαθήσω να δώσω και όχι την όλη εικόνα, καθώς το θέμα αυτό θεωρώ, πως θα μπορούσε να συζητηθεί διεξοδικότερα σε εκτενέστερη μελέτη. Πέρα, λοιπόν, από τα μορφολογικά και υφολογικά που προσημείωσα για την ποιητική γλώσσα του Χαραλαμπίδη, το παρόν σχόλιό μου, άπτεται ζητήματος κατ’ εξοχήν οντολογικού: αυτό του λόγου ως Λόγου, δηλαδή ως ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού, ως ένσαρκου Λόγου και, συνεκδοχικά, των λόγων και των λέξεών μας, ως πραγμάτων ένσαρκων· όχι ως απλών συμβόλων ή εννοιών, αλλά ως φυσικών πραγμάτων, που μετέχονται ποικιλοτρόπως και μπορούν να αποκαλύπτουν την θεία καταγωγή κάθε κτιστής/δημιουργημένης πραγματικότητας. Σημειώνει ο αγαπημένος μου δάσκαλος και αγαπημένος του ποιητή μας καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης, συμπυκνώνοντας την αλήθεια της φιλάνθρωπης ενανθρώπισης του Λόγου και παρουσιάζοντας την εκκλησιολογική, τουτέστιν την κοινωνική δυναμική της:

«Διότι στο πρόσωπο του Χριστού, ο ίδιος ο Θεός, σιωπηρά και ασκητικά, γίνεται άνθρωπος. Ο Λόγος γίνεται σάρκα. Τα λόγια γίνονται σάρκα. Η αγάπη γίνεται σάρκα, γίνεται σώμα οικουμενικό, υπόσταση όλων των ανυπόστατων, ύπαρξη όλων των ανύπαρκτων, παρουσία όλων των απόντων, καταφυγή όλων των κατατρεγμένων. Γίνεται τόπος κατάθεσης οποιασδήποτε εμμονής ηθικής, προκειμένου να ανθίσει το λουλούδι, το ήθος της κοινωνίας. Γίνεται αναξιότητα, γίνεται ξένος, γίνεται πάροικος, γίνεται μετανάστης, πρόσφυγας, συγκαταβαίνει και ταπεινώνεται, έτσι ώστε να μεταμορφώσει και να μετασχηματίσει το σώμα της αδοξίας σε σώμα δόξας».[5]

            Και ο Κ. Χ., πιστός στην ποιητική του πρόσληψη της θείας οικονομίας και παρουσίας στον κόσμο και στα κείμενα· τόσο της εκκλησιαστικής παραδόσεως όσο και των λογοτεχνών που με ιδιαίτερο τρόπο εκδιπλώνουν το πνεύμα της, όπως κατ’ εξοχήν ο μαγικός Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, συντάσσεται κατ’ ουσίαν με τον καθηγητή της δογματικής θεολογίας, όταν ερμηνεύει τον Σκιαθίτη και το «Μοιρολόι της Φώκιας», σημειώνοντας αποκαλυπτικά:  

«Ακριβά∙ Ακριβούλα! Μοιραίος ο συνειρμός. Άλλωστε η ζωή δεν είναι παρά παιγνίδι ανάμεσα στο φυσικό και το μεταφυσικό. Οι δε ποιητές το γνωρίζουν πως η τέχνη του λόγου τους είναι ένα παιγνίδι λέξεων. Παίζοντας, εντεχνότερα απ’ όλους, ο του Κόσμου Ποιητής, μας οδηγεί στο Δείπνο της Βασιλείας του, όπου η μεγάλη ανατροπή του θανάτου και η μετατροπή των κοκκάλων […]».[6]

Βέβαια, ο Λόγος του Θεού ως Ποιητής έχει συνείδηση και αίσθηση «του σώματος και του αίματος» των λέξεων (σχόλιο του Χαραλαμπίδη στην ποιητική του Θεοδόση Νικολάου),[7] του μυστηρίου των φυσικών πραγμάτων που αυτές εκφράζουν και αναπόδραστα της τραγωδίας που εμπεριέχει η ύπαρξή τους, αποζητώντας τη λύτρωση, την οποία τους προσφέρει, εντάσσοντάς τα στο ευχαριστιακό δείπνο του. Όμως, ο ηθικιστής νους θα φοβόταν τις λέξεις και θα θεωρούσε στην καλύτερη περίπτωση μεταφορική… και στη χειρότερη βλάσφημη την έννοια του παιγνιδιού (του Θεού με τον κόσμο). Αυτήν δηλαδή που επικαλείται ο Χαραλαμπίδης. Γιατί ο ηθικιστής νους λησμονεί μέσα στην ευσεβιστική σοβαροφάνειά του, πως το άπιαστο παιγνίδισμα μιας ηλιαχτίδας ανάμεσα σε κλαδιά δέντρων ή παραθυρόφυλλα πολυκατοικιών· ή το αεράκι που σηκώνει τα ξεραμένα φύλλα και τα παίζει στο δρόμο μας, είναι ένα λίαν σαγηνευτικό και μαζί σοβαρό παιγνίδι συγκάλυψης και συγχρόνως φανέρωσης του θείου στον κόσμο.

Αλλά επειδή προλειαίνεται από τον διάλογο των δύο που πιο πάνω γνωρίσαμε από δοκίμια του Κ. Χαραλαμπίδη, θα πρέπει στο σημείο αυτό να παραθέσω ένα αριστοτεχνικό ποίημα από την τελευταία του συλλογή Η Νύχτα των Κήπων, στο οποίο —μεθιστορικά ασφαλώς και σιωπηλά, σε περιβάλλον δυστοπικό— συναντιέται με τον κυρ-Αλέξανδρο της Σκιάθου, συνομιλεί με την Καινή Διαθήκη και απηχεί τον Ισαάκ το Σύρο, ο οποίος μιλάει για «καύση καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως».[8]

Συναντά εν τέλει το μυστήριο της σάρκωσης του Λόγου (ΙΧΘΥΣ είναι ο Λόγος), που καταξιώνει με άκρα ευαισθησία, τη ζωή κάθε πλάσματος στον κόσμο τούτο:

«Περνώντας απ’ της Σκιάθου τα νερά

έφτασε στη Χαλκίδα του Σκαλκώτα,

εκεί που ρέει ο γυάλινος σκαριμπικός γιαλός.

 

Οι παραλυτικοί που παραθέριζαν

προσμένοντας τον δαίμονά τους

πετροβολούν μες το ναό της φύσης

το ψάρι το ετοιμόγεννο, θεία γαστέρα

ιχθύος —στα περίτρομα να δείξουν

και στίλβοντα ποδήλατα του ήλιου

το τι σημαίνει παρά θιν’ αλός».[9]

 

Επιτρέψτε μου να σταθώ λίγο ακόμα στην ποιητική της συμπάθειας και της συνταύτισης με όλα τα πράγματα του κόσμου, που κατά τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη «όποια χέρια κι αν  τα ’πλασαν είναι άξια της προσευχής μας»,[10] η οποία εκφράζεται με απίστευτη σχεδόν γλαφυρότητα από τον τιμώμενό μας ποιητή σε ουκ ολίγα έργα του. Τα δοκίμιά του μας επιτρέπουν, μας ξεκλειδώνουν αυτή την ποιητική· αυτή τη λειτουργία του λόγου. Σημειώνει στο σχόλιό του στο έξοχο, εκτενές ποίημα «Αιγιαλούσης Επίσκεψις»: «Το να καταφέρει άλλωστε κανένας να μιλήσει απλά, σημαίνει να χωρέσει τον ανασαμό όλων των πλασμάτων του Θεού· να κατορθώσει δηλαδή ν’ ανασάνει από λόγου του το μυστήριο του κόσμου, “κατά τον πλούτον της χρηστότητος αυτού” (Ρωμ. 2:4)».[11] Προσέξτε, γιατί αυτή η θέση του ποιητή μας δεν είναι μια απλή συναισθηματική ή ρομαντική ταύτιση με κόσμο· αλλά, όπως θα έλεγε και πάλι ο καλός του φίλος και δάσκαλος Ν. Γ. Πεντζίκης, πρόκειται για σχέση στην οποία «παντρευόμαστε τα πράγματα εν ονόματι των πραγμάτων και όχι του εαυτού μας»,[12] «ενώ θα πρέπει να διατηρείς πιστότερα το αίσθημα τους και τη μνήμη τους ―όχι το δικό μας συναίσθημα απέναντι σ’ αυτά»[13]. Συνεπώς, εδώ έχουμε κάνουμε με μια αισθητική οντολογία, η οποία επίσης περιέχει μια πυρηνική αλήθεια, που ανάγεται στη σάρκωση του Υιού του Θεού: ο ποιητής αρνείται τον εαυτό του (κενώνεται) και τη δική του συγκίνηση, για να μιλήσει ωσάν να γίνεται ο ίδιος το πράγμα/το πλάσμα που περιγράφει. Έγραψαν αρκετοί για το προσωπείο στον Χαραλαμπίδη, αλλά αναγκαίο είναι να τονίσουμε την αυταπάρνησή που συνεπάγεται. Ας παρατηρήσουμε, προς επίρρωση των προηγηθέντων, πόσο όμορφα (και πάλι στην τελευταία του συλλογή) θρηνολογεί ελεγειακά για τον κόκορα που προσφυγοποιείται, φεύγοντας από τη Σμύρνη. Υποψιάζομαι δε, πως αυτός ο μαρτυρικός κόκορας ταυτίζεται στη συνείδηση του ποιητή και με τον Χριστό:

«[…] Ώσπου μια μέρα σίμωσαν οι σφάχτες,

κι έπρεπε αυτή, σχεδόν γυμνή, να τρέξει

[…] και μ’ όσα στη φτωχή

καρότσα της επρόφταινε να ρίξει

κι ένα δεμένο κόκορα στου φαναριού την άκρη.

 

Στο δρόμο που επήγαιναν, ο κόκορας

τονε ζορίζανε τα δυο φτερά του.

Άλλοι δυο τρεις και πεπτωκότες άγγελοι

μαδούσαν της φωνής του το καμάρι.

 

Τα σκοτεινά προαισθήματα τον έζωναν.

Τσαλακωμένος ταύτιζε τον πενιχρό θεό του

μ’ όλα τα πάθια του γνωστού του ως τότε κόσμου.

 

Ο καημένος ο κόκορας! Γιατί πριν αποσώσουν

του ποταμού το ρέμα να περάσουν […]

τράνταζε πέρα δώθε το κορμί του

κι έδενε πιο σφιχτά τ’ αθώο σκοινί του.

 

Κι ετελειώθη ο κόκορας δεμένος στο φανάρι.

Από ψηλά τον έλουζε του ποταμού φεγγάρι».[14]

Αξίζει εξάπαντος να επιστρέψουμε για λίγο ακόμα, γινόμενοι πιο συγκεκριμένοι, με την πολύτιμη βοήθεια κειμένου του ποιητή μας, στη σχέση του Υιού και Λόγου του Θεού, του άσαρκου που έγινε ένσαρκος —για να ευνοήσει και να κάνει δυνατή την οικειότητα και την οικείωση με τον άνθρωπο και τα ανθρώπινα—, με τον ποιητικό λόγο, τη φύση και την αποστολή του. Γράφει ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης στο δοκίμιό του Γλώσσης Επίσκεψις:

«Χρέος και εργασία του να κατευθύνει της λέξεις προς τη συναίσθηση της αξία τους, να τους δίνει πνοή, να τις ελευθερώνει, καθιστώντας συνάμα κι αυτές “ελευθερώτριες”, ώστε να μπορούν να μιλούν σώμα με σώμα —με υλική υπόσταση και πνευματική αυθεντικότητα—, με τον δικό τους πάντα τρόπο, για ό,τι πιο πολύ αγαπούν και κλείνουν μέσα στην ψυχή. Με αυτόν τον τρόπο η λέξη αποκτά την αξία της, πασχίζοντας να εκφέρει τον Λόγο, και να του τραγουδά περιπαθώς “δος μοι λόγον, Λόγε”, που σημαίνει “κάνε με Λόγε, μέρος της ουσίας σου”.  Ποία η ουσία του Λόγου, είναι μέγα μυστήριον. Η ποίηση καταγράφει επάνω στο χαλί των λέξεων τον ήχο των αοράτων βημάτων του. Τόσο λοιπόν ευαίσθητη και τρυφερή».[15]

Πέρα από την αποφατική και μυθική-εικονιστική γλώσσα του ποιητή που δικαιώνει περίτρανα την ανακήρυξή του σε επίτιμο διδάκτορα της Θεολογικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου (έτσι οφείλει να μιλάει η θεολογία και όχι σχηματικά, στεγνά και νομικιστικά), θέλω να σταθώ ακόμα λίγο στον ένυλο, σωματικό χαρακτήρα των λέξεων που προκρίνει με τόση συνέπεια. Τούτο έχει σημασία, ποιητική και οντολογική, γιατί ο Χαραλαμπίδης είναι αναντίρρητα ποιητής της οντολογίας, των όντων και της αλήθειας τους, φανερώνοντας μια ορθόδοξη κοσμολογία και ανθρωπολογία που είναι ανάγκη πάσα να αναδείξουμε. Τη συμπυκνώνει ο ίδιος στη φράση του: «η σάρκα δένεται αναπόδραστα με το πνεύμα, όχι ως αντίδικη, αλλά ως υποδοχέας του. Πρόκειται για τη γαστέρα που βαστάζει μέσα της ολόκληρο τον ουρανό, τον “βαστάζοντα πάντα”»,[16] απηχώντας τους  «Χαιρετισμούς» προς τη Θεοτόκο, κορυφαίο ποίημα του φίλου του Ρωμανού του Μελωδού, και την κυοφορία του Νέου Παιδιού και προ αιώνων Θεού. Μας παραδίδει έτσι και τη βάση της υλικότητας των λέξεων, που συνίσταται στην ενότητα του πνευματικού και του υλικού, των αισθητών και των νοητών πραγμάτων, των ένσαρκων και των άσαρκων· πέρα από δυϊσμούς και μονοφυσιτικές παρεκκλίσεις, ξένες προς τον γήινο χαρακτήρα της Αποκάλυψης. Ας μη ξεχνάμε, πως και η γλώσσα, που είναι λόγος προφορικός, προτού γίνει γραφτό και ποίηση, έχει ως όργανό της τη γλώσσα ως μέλος του ανθρωπίνου σώματος· η γλώσσα λοιπόν είναι πρωτίστως σάρκινη.[17]

Έτσι κι αλλιώς ο Χαραλαμπίδης, ως γνήσιος φιλόπατρις, εκφράζει μιαν ησηχαστική, εμπράγματη γνώση του κόσμου,[18] κι έτσι αναπόφευκτα εκκινεί από όσα αγγίζει, μυρίζει, και ποικιλοτρόπως αισθάνεται κατάσαρκα στον τόπο του. Ας μην ξενίζει —ειδικά τους λιγότερο υποψιασμένους και δικαίως—, αυτή η υλικότητα των λέξεων που στοιχειοθετεί ο ποιητής μας· θα βρει εξάλλου σύμμαχο τον Ιωάννη Δαμασκηνό που τονίζει πως, εν τέλει, το μόνον όντως άϋλο (παρότι και υλικό στο πρόσωπο του Θεανθρώπου) είναι το θείον, το άκτιστο, γιατί όλα τα άλλα πλάσματα —ακόμα και οι άγγελοι— είναι υλικά, καθότι κτιστά και δημιουργημένα.[19] Και είναι, αλίμονο, μοίρα των κτιστών να φθείρονται, να τρέπονται, να φθίνουν, να αλλοιώνονται και, όσο κι αν το απευχόμαστε, να πεθαίνουν. Απ’ αυτό δυστυχώς δεν εξαιρείται και η γλώσσα μας· η ελληνική γλώσσα, για την οποίαν εν πολλοίς θλίβεται ο ποιητής μας, παλεύοντας συγχρόνως με τα υποδειγματικά γραπτά του ποικιλοτρόπως να την ανασταίνει.

Οδεύω προς το τέλος του σχολίου μου και έτσι δεν μπορώ να μην αγγίξω, μέσα από τα εξαίσια πονήματα του Κ. Χαραλαμπίδη, το θέμα της ελπίδας και της προσδοκίας για την ανάσταση των υλικών πραγμάτων, των σωμάτων που απειλούνται μονίμως από τον έσχατο εχθρό του ανθρώπου και της κτίσης· τον θάνατο. Γιατί, όσο και να καταξιώνουμε δοξολογικά και ευχαριστιακά τη δημιουργία· κι αν βλέπουμε τη κτίση ολάκερη ως ευχαριστία στον Ύψιστο, ζούμε ακόμα επ’ ελπίδι και βιώνουμε τον παρόντα κόσμο με τις απώλειές του. Σίγουρα η απάντηση στην απόγνωση αυτή δεν είναι η κατάθλιψη, αλλά η προσθήκη περισσότερης ζωής, μια υπαρξιακή έξοδος που θα συναντήσει ξανά το πανηγύρι της ζωής (ένα μεταπανδημιακό «δεύρο έξω») και τη φάτνη όπου ο Λόγος ως παιδί άναρχο άρχεται, με τη συνοδεία τόσων φυσικών πραγμάτων, όπως μας παραδίδει στο έξοχο, άρτι εκδοθέν ποίημα του ο Κ. Χαραλαμπίδης:

«ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

Του κράζει ο φίλος το γνωστό: “Λάζαρε, δεύρο έξω!”

Και  πώς να βγει  π’ ολημερίς ακούει

“Μείνετε σπίτι”… Τον γελούν τ’ αυτιά μου μήπως;

 

–  Έλα και βγες, να δεις ξανά τον κόσμο

αναστημένον μες από τα μάτια σου.

Ντύσου το φως, την κατανυκτική

της γεύσης του ευωδία,

γιατί —το ξέρεις— για τ’ αλλού τραβά

ο θάνατος του ατόμου.

 

Στον ίσκιο του θ’ ακούσεις τα πουλιά,

που είχαν μαζί σου χάσει τη λαλιά,

να ξεδιπλώνουν τ’ αλαφρά φτερά τους.

Θα δεις τις παπαρούνες του γιαλού,

το κύμα της θαλάσσης μες στον κάμπον

όθε βοσκούνε βόδια και πουλάρια,

σανό πολύ, δροσάτο αστέρι, αγγέλους,

μάγους, βοσκούς, Ιωσήφ, νερό, λεγένη.

Στη στέρησή τους εξανθεί του σκότους

ανηφοριά, του οίκου η οπτασία.

Οδοιπορεί για σένα η παρουσία».[20]

(Απρίλης 2020)

 

Όμως, όσο και να παραγνωρίζεται στο βάθος κάθε χαρμόσυνης εξόδου και, συνεπώς, κάθε γέννας και κάθε αναγέννησης, η τραγωδία που κυοφορούν, τούτη πολλαπλασιάζεται, καθώς παραδίπλα στέκει, αλίμονο, η κατάβαση στον τάφο της φθοράς, η διάβρωση του σώματος, αυτή η πικρότατη γεύση του θανάτου. Ακόμα και αυτός ο Λάζαρος, ο πρώην αναστημένος, δεν εξαιρείται· κι έτσι οι διαβάλλοντες που φλυαρούν απέναντι στον λακωνικό Χριστό, ο οποίος σιωπά για να τους αποστομώσει στο τέλος, δεν παραλείπουν στο ακόλουθο άκρως δραματικό τεχνούργημα του Χαραλαμπίδη, να επιχειρηματολογούν κατά της επικείμενης Αναστάσεως.

 

«ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ

“Λιωμένος είναι, πώς να βγει απ’ τον τάφο;

Έχει σαπίσει, δεν θωρείς την μούχλα του,

τα χείλια του που έχουν μωρανθεί,

τα χέρια του που έχουνε σκεβρώσει,

τα μαραμένα πόδια του, τα σκέλια του,

τα κρεμαστά του σωθικά; Όχι, δεν πρέπει

αυτός ο κύριος να σωθεί!  Τι έκανε

μεγάλο στη ζωή του, για να έχει

την πολυτέλεια να του φανερωθεί

το αντίστοιχο του θαύματός της;  Άσε…

Η σάρκα του σαφώς είναι  ακατάλληλη

ακόμη και για βρώση των σκυλιών.

Το θειάφι του όζοντός του δείχνει την οδό

πώς ν’ αφεθεί στο έλεος της φθοράς”.

 

Τους άκουγε ο καλός Θεός χαράσσοντας,

με μύτη μαχαιριού, ορνιθοσκαλίσματα

στο χώμα επάνω που πατούν οι αγγέλοι.

Δεν γύρισε να ιδεί, μα χαμογέλασε

και είπε “ικανόν”, εντάξει, αρκεί».

(Απρίλης 2020)[21]

 

Ικανόν εστί, φτάνει, κανεί[22]. Μίλησες, τώρα πάψε και άσε με να κάνω ως ποιητής της ζωής τη δουλειά μου: να ανατρέψω τον θάνατο, να μετατρέψω τα οστά τα γεγυμνωμένα σε σώματα πλήρη, ολόκληρα, αναστημένα. Να γίνει ο θάνατος πικρή ανάμνηση σιμά στον ουράνιο επιτάφιο όπου οι άνθρωποι θα θυμούνται τα πάθια της ζωής, όπου «(θα) τρώνε και (θα) πίνουν και (θα) λαλούν / παίδευση να ’χει ο Χάρος»,[23] όπως τραγούδησε υπέροχα και πανηγυρικά και λίαν εντέχνως στο λαϊκό και λόγιο άσμα του ο κορυφαίος ποιητής μας Κυριάκος Χαραλαμπίδης!

 

 

 

Παναγιώτης Θωμά
Δρ Θεολογίας (ΑΠΘ), εκπαιδευτικός, συγγραφέας
[1] Το κείμενο αποτελεί μερικώς βελτιωμένη εκδοχή της ομιλίας μου σε τιμητική εκδήλωση για την ελληνική γλώσσα που διοργάνωσε το Κυπριακό Κέντρο Μελετών, στις 23 Φεβρουαρίου 2023 στη Λάρνακα, κατά την οποία τιμήθηκε ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης
[2] Σταύρος Κουγιουμτζής, Είκοσι δύο Τραγούδια, Νάκας, Αθήνα 1984, σ. 62.
[3] Βλ. Νίκος Ματσούκας, «Εισαγωγή» στο Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως. Μετάφ.-εισαγ.: Νίκος Ματσούκας, Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 17.
[4] Β’ Κορινθίους 12:9.
[5] Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, «Δως τω Αδελφώ και τω Ξένω. Μια θεολογική Ανάγνωση της Μετανάστευσης», Τι Γυρεύει η Αλεπού στο Παζάρι. Κείμενα για τον Διάλογο της Ορθοδοξίας με την Πόλη, την Πολιτική και τον Πολιτισμό, Αρμός, Αθήνα 2016, σ. 112.
[6] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Γέρων ψαράς εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών», Ολισθηρός Ιστός, 2 τόμ., Άγρα, Αθήνα 2009, τ. Α΄, σ. 244.
[7] Βλ. Χαραλαμπίδης, «Άκακος, αληθινός, άμεμπτος, θεοσεβής», Ολισθηρός Ιστός, τόμ. Β’, σ. 116-117: «Θα τολμούσα να πω ότι ο ποιητής αυτός μεταλάβαινε τις λέξεις (το σώμα και το αίμα τους) και μας άφηνε μυστηριακά με την αίσθηση μιας οπτικής και απτικής μαζί τους επαφής. […] Προικισμένος με την ορθόδοξη ευρύτητα και ευλυγισία, δοξολογούσε τα πράγματα του κόσμου με όλες του τις αισθήσεις». Η θέση του αυτή για τον σπουδαίο δάσκαλό του στο Γυμνάσιο Αμμοχώστου πιστεύω, ότι εκφράζει άριστα την ποίηση και την ποιητική του ιδίου του Χαραλαμπίδη. Εντελώς βιωματικά είναι τα σχόλιά του αυτά.
[8] Ισαάκ Σύρος, Τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικὰ, ΠΑ´, Βασ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 306.
[9] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Ξιφίας διασχίζει το Καλοκαίρι μας», Η Νύχτα των Κήπων, Ίκαρος, Αθήνα 2022, σ. 53.
[10] Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, Άγρα, Αθήνα ²1992, σ. 125.
[11] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Αιγιαλούσης Επίσκεψις. Ένα ποίημα κι ένα σχόλιο, Άγρα, Αθήνα 2003, σ. 24
[12] Νίκος Γ. Πεντζίκης, «Λόγος για την παράδοση των Ελλήνων», Υδάτων Υπερερεκχείλιση. Ανάλεκτα,  Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 310.
[13] «Σε β’ πρόσωπο. Μιά συνομιλία του Ν. Γ. Πεντζίκη με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νίαρχο», Η Λέξη 22 (1983), σ. 136.
[14] Χαραλαμπίδης, «Της Μικρασίας», Η Νύκτα των Κήπων, σ. 81.
[15] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Γλώσσης Επίσκεψις, Κυπριακή Ακαδημία Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών, Λευκωσία 2021, σ. 22.
[16] Χαραλαμπίδης, Γλώσσης Επίσκεψις, σ. 12.
[17] Πρβλ. Wendell Bery, “Feminism, the Body and the Machine”, What are we people for?  North Point Press, New York 1990, σ. 192: «Με την πρώτη ματιά, η συγγραφή, μπορεί να μην φαίνεται τόσο πολύ ως τέχνη του σώματος, όπως ας πούμε ο χορός ή η κηπουρική ή η ξυλουργική τέχνη. Παρόλα αυτά η γλώσσα (ή ο λόγος) είναι το πιο άμεσα φυσικό από όλα τα μέσα της τέχνης. Την έχουμε ψηλαφητά στο στόμα μας, είναι η γλώσσα μας». Η μετάφραση από τα αγγλικά είναι δική μου.
[18] Βλ. Ιωάννης Καρμίρης, «Συνοδικός τόμος του 1351», Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, χ.ε., Αθήνα ²1960, τ. Α’, σ. 379.«Οὐ γὰρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ ἀλήθειά τε καὶ ἡ εὐσέβεια».
[19] Γράφει χαρακτηριστικά, στοιχειοθετώντας τη σχετικότητα στη χριστιανική κοσμοαντίληψη: «Ἄγγελος τοίνυν ἐστὶν οὐσία νοερά, ἀεικίνητος, αὐτεξούσιος, ἀσώματος, Θεῶ λειτουργοῦσα, κατὰ χάριν ἐν τὴ φύσει τὸ ἀθάνατον εἰληφυΐα, ἧς οὐσίας τὸ εἶδος καὶ τὸν ὄρον ὁ κτίστης ἐπίσταται Ἀσώματος δὲ λέγεται καὶ αὐλός, ὅσον πρὸς ἠμᾶς, πᾶν γὰρ συγκρινόμενον πρὸς τὸν Θεὸν τὸν μόνον ἀσύγκριτον παχὺ τὲ καὶ ὑλικὸν εὑρίσκεται, μόνως γὰρ ὄντως ἄϋλον τὸ θεῖον ἐστι καὶ ἀσώματον». Ιωάννης Δαμασκηνός, «Περί Αγγέλων», Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, PG 94, 866B-868A.
[20] Χαραλαμπίδης, Η Νύκτα των Κήπων, σ. 69.
[21] Ευχαριστώ από καρδιάς τον ποιητή που μου εμπιστεύτηκε αυτό το ανέκδοτο, εξαίρετο ποίημα, για να το αξιοποιήσω σε μελέτη μου που αφορά τη μορφή του Αγίου Λαζάρου στην ποίηση, εξηγώντας μου ότι έχει συνθέσει έναν κύκλο τέτοιων, ομόθεμων ποιημάτων.
[22] Ρήμα στην κυπριακή διάλεκτο που ακολουθώντας την αρχαία απρόσωπη έκφραση σημαίνει «είναι αρκετό», «φτάνει». Κάλλιστα, πιστεύω θα μπορούσε ο ποιητής να βάλει αυτό το ρήμα το ποίημα, αν κρίνει κανείς από τη σοφή αφομοίωση κυπριακών όρων στη ποίησή του.
[23] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Του Τραπεζιού», Κυδώνιον Μήλον, Άγρα, Αθήνα 2006, σ. 38. Μελοποιημένο από τον Γιώργο Καλογήρου, στο Καλά το λεν για το Φεγγάρι, ILP Productions, 2009 (ψηφιακός δίσκος), διαθέσιμο: https://www.youtube.com/watch?v=X3PnA6TUovQ

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.